18 Μαΐου 2021

ΓΙΑΤΙ ΠΕΤΑΓΑΜΕ ΤΗΝ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΙΣ ΧΩΜΑΤΕΡΕΣ

του Κοσμά Μαρινάκη*

Δεν είναι λίγοι αυτοί που κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση για τον μαρασμό της ελληνικής γεωργίας. Οι παρακάτω απλές ερωτήσεις-απαντήσεις κάνουν σαφές το πώς ακριβώς έγιναν τα πράγματα.
1. Είναι αλήθεια πως πετάγαμε φρέσκα φρούτα στις χωματερές;

Δυστυχώς ναι. Όχι πολλά χρόνια πριν, η χώρα μας είχε σημαντική αγροτική παραγωγή. Σε κάποια προϊόντα παραγάγαμε πλεονασματικές ποσότητες με αποτέλεσμα τις αποτροπιαστικές εικόνες να θάβονται χιλιάδες τόνοι εξαιρετικής ποιότητας φρούτων στις χωματερές. Αυτό όμως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις και όχι μόνο στη χώρα μας.

2. Μα τα φρούτα αυτά δεν έφτασαν ποτέ στις αγορές, πως γίνεται να αποτελούν πλεονάσματα;

Οι ποσότητες αυτές δεν ήταν πλεονασματικές υπό την έννοια ότι περίσσεψαν από κάποια αγορά. Ο όρος «πλεονασματικός» χρησιμοποιείται πολλές φορές στην οικονομική ανάλυση για να εκφράσει ποσότητες που αν διοχετευτούν στις αγορές θα προκαλέσουν δυσάρεστες συνέπειες.

3. Γιατί όμως έπρεπε να τα πετάμε;

Όντως ακούγεται φρικτό. Από οικονομικής σκοπιάς όμως οι αγορές γεωργικών προϊόντων έχουν ιδιαίτερα γνωρίσματα σε σχέση με τις αγορές των υπόλοιπων αγαθών. Για να κατανοήσουμε το «γιατί» πρέπει πρώτα να καταλάβουμε τις ιδιάζουσες συνθήκες ζήτησης και προσφοράς των αγροτικών προϊόντων.

4. Τι κάνει τα αγροτικά προϊόντα να έχουν διαφορετική ζήτηση από τα υπόλοιπα;

Η ζήτηση των αγροτικών προϊόντων παρουσιάζει μια σημαντική ιδιαιτερότητα: η ζητούμενη ποσότητα αγροτικών προϊόντων δεν ανταποκρίνεται ιδιαίτερα στις αλλαγές των τιμών. Αυτό σημαίνει πως, αν για παράδειγμα, μια οικογένεια αγοράζει συνήθως 5 κιλά πορτοκάλια την εβδομάδα με τιμή 1 ευρώ το κιλό, η οικογένεια αυτή δεν θα αυξήσει σημαντικά την ποσότητα που καταναλώνει αν η τιμή πέσει στα 0.2 ευρώ. Μπορεί στη νέα τιμή να αγοράζει λίγο παραπάνω, ας πούμε 6 κιλά, αλλά κανείς δεν περιμένει πως επειδή υποπενταπλασιάστηκε η τιμή, θα πενταπλασιαστεί η ζητούμενη ποσότητα. Το φαινόμενο αυτό εντοπίζεται και σε άλλα προϊόντα αλλά στις αγροτικές αγορές το συναντάμε πολύ εντονότερο.

Έχει ιδιαίτερη σημασία να καταλάβουμε το αποτέλεσμα αυτής της ιδιόμορφης ζήτησης στην πρόσοδο του παραγωγού. Στην τιμή του 1 ευρώ, η συνολική δαπάνη μας για πορτοκάλια ήταν 5 ευρώ, ενώ με την τιμή στο 0.20 η συνολική δαπάνη είναι 1.2 ευρώ. Από την πτώση της τιμής, λοιπόν, ο παραγωγός θα απολέσει μεγάλο μέρος της προσόδου του.

Από αυτό καταλαβαίνουμε πως στην αγροτική πολιτική είναι ζωτικό για τον παραγωγό να συγκρατούνται οι τιμές πάνω από κάποιο βιώσιμο επίπεδο, ειδικά αφού τα κόστη της παραγωγής είναι σταθερά και ανεξάρτητα από την τιμή που θα διαμορφωθεί στην αγορά όταν τα προϊόντα θα έχουν ήδη παραχθεί.

5. Και η προσφορά αυτών των προϊόντων είναι ιδιόμορφη;

Για τα περισσότερα βιομηχανικά προϊόντα, η παραγωγή κάθε περιόδου μπορεί να ρυθμιστεί ανάλογα με τις προσδοκίες του παραγωγού για τις μελλοντικές συνθήκες της αγοράς. Στον αγροτικό τομέα όμως, και ιδιαίτερα στην παραγωγή φρούτων που προέρχονται από μακρόβια δέντρα, αυτό δεν μπορεί να συμβεί. Μια πορτοκαλιά, λόγου χάρη, χρειάζεται 4 με 6 χρόνια προτού φτάσει σε ηλικία καρποφορίας, ενώ πολλά από τα πορτοκάλια που φτάνουν στο πιάτο μας προέρχονται από δέντρα που έχουν καλλιεργηθεί πριν από δεκαετίες.

Αν ο παραγωγός χρειαστεί να αυξήσει την ποσότητα παραγωγής ίσως να απαιτηθούν χρόνια. Αν πάλι πρέπει να την μειώσει προσωρινά, δεν μπορεί απλά να… «κατεβάσει τον διακόπτη λειτουργίας» του δέντρου.

6. Πως επηρεάζονται οι τιμές από την αλληλεπίδραση της προσφοράς και της ζήτησης;

Όπως είπαμε και παραπάνω το σημαντικότερο στοιχείο στις αγροτικές αγορές είναι η διατήρηση των τιμών.

Στα μη αγροτικά προϊόντα αυτό επιτυγχάνεται σχετικά εύκολα και με αυτόματο τρόπο από την ίδια την αγορά.

Στην γεωργική παραγωγή όμως δεν γίνεται. Για παράδειγμα, ένας παραγωγός μπορεί να περιμένει μια κακή χρονιά για τις πωλήσεις –ας πούμε λόγω ενός εμπάργκο ή κάποιας κρίσης. Ταυτόχρονα, είναι δυνατόν η φετινή σοδιά του να είναι εξαιρετικά πλούσια λόγω ευνοϊκού καιρού. Σε αυτή την περίπτωση, η περιορισμένη ζήτηση σε συνδυασμό με την μεγάλη προσφορά θα οδηγήσει την τιμή σε πτώση και συνεπώς, όπως είδαμε και παραπάνω, ο παραγωγός μπορεί να καταλήξει με μεγάλη ζημία.

7. Και πως λύνεται αυτό το πρόβλημα;

Είναι αναγκαία η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους μέσω της αγροτικής πολιτικής. Ακόμη και οι πιο «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις ανά τον κόσμο αναγνωρίζουν την ανάγκη ρύθμισης των πρωτογενών αγορών. Κύριος σκοπός της αγροτικής πολιτικής είναι να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα του κλάδου συγκρατώντας τις τιμές σε προκαθορισμένα όρια. Η Ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική έχει πάει ένα βήμα παρακάτω.

8. Άρα (και) η αγροτική μας πολιτική υπαγορεύεται από την Ευρώπη;

Η αγροτική πολιτική ήταν η πρώτη πολιτική που υπαγορεύτηκε από την Ένωση. Για την ακρίβεια, η ύπαρξη αγροτικής πολιτικής, κοινής για όλη την Ευρώπη, ήταν ένας από τους βασικούς λόγους που ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Από το 1962 οι Ευρωπαίοι ηγέτες αντελήφθησαν ότι το να έχουν μια ενιαία πολιτική θα ήταν σαφώς προτιμότερο από το να έχει κάθε κράτος-μέλος τη δική του. Εφάρμοσαν λοιπόν την ΚΑΠ, την Κοινή Αγροτική Πολιτική (CAP), η οποία ισχύει ακόμη και σήμερα.

9. Γιατί αυτή η πολιτική έπρεπε να είναι «κοινή»;

Βασικός στόχος της ΚΑΠ ήταν ο συντονισμός της παραγωγής, ώστε να κρατούνται οι τιμές σταθερές, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μην ξεχνάτε πως η στήριξη των τιμών είναι το ζητούμενο σε κάθε αγροτική πολιτική και με το ελεύθερο εμπόριο, ενδοευρωπαϊκές διαφορές πολιτικής θα δημιουργούσαν αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών-μελών.

10. Και πως καταλήξαμε να πετάμε τα φρούτα μας στις χωματερές;

Για να σταθεροποιηθούν οι αγροτικές αγορές απαιτούνταν ο δραστικός έλεγχος τυχόν πλεονασμάτων που θα δημιουργούσαν πτωτικές πιέσεις στις τιμές. Για να γίνει αυτό τα πλεονάσματα δεν θα έπρεπε να φτάσουν ποτέ στις αγορές.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι περιορισμού των πλεονασμάτων. Οι ευκολότεροι και συνηθέστεροι είναι οι εξής δύο:
– καταστροφή των πλεονασματικών ποσοτήτων,
– επιδοτήσεις για αποχή από την παραγωγή.
Και οι δύο μέθοδοι είναι δυστυχώς θλιβερές και, πράγματι, δεν είναι δυνατόν να ακούγεται σωστό να πετάμε φαγητό την ώρα που υπάρχουν συμπολίτες που πεινούν.

11. Ωραία, αφού αυτό υποτίθεται ήταν καλό για τον παραγωγό, πως φτάσαμε στο μαρασμό της ελληνικής γεωργίας;

Για να είμαστε ξεκάθαροι, ο αγροτικός τομέας δεν μπορεί να επιβιώσει πουθενά στον πλανήτη χωρίς αγροτική πολιτική. Αγροτική πολιτική έπρεπε να υπάρξει.

Η ΚΑΠ ήρθε να λύσει προβλήματα αλλά, ως επεμβατική μέθοδος, ήταν επόμενο να δημιουργήσει παράπλευρες απώλειες. Στην περίπτωση της Ελλάδας, οι παρενέργειες ήταν χειρότερες από την ασθένεια.

12. Μα, θέλει πολύ μυαλό να καταλάβει κανείς πως αν σε πληρώνουν να μην παράγεις, κάποτε θα καταστραφεί η παραγωγική σου δυνατότητα;

Η ΚΑΠ δεν έλεγε στους αγρότες να μην παράγουν τίποτε. Τους έλεγε να μην παράγουν συγκεκριμένα προϊόντα που ήταν πλεονασματικά.

Το λάθος έγινε στο ότι Η ΚΑΠ εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, από τους δικούς μας πολιτικούς, με τρόπο που δημιουργούσε παραπλανητικά κίνητρα στους Έλληνες αγρότες. Ως εκ τούτου, ήταν αναμενόμενο τα αποτελέσματά της να είναι καταστροφικά για τη γεωργία μας.

13. Ποια ήταν τα παραπλανητικά κίνητρα;

Πολλές από τις πολιτικές της ΚΑΠ οδήγησαν στα αντίθετα αποτελέσματα λόγω του αρχέγονου διαρθρωτικού προβλήματος της ελληνικής οικονομίας: της αδράνειας του ελεγκτικού μηχανισμού.

Όταν, για παράδειγμα, οι παραγωγοί έπαιρναν επιδοτήσεις «ανά τόνο» για να μειώσουν την παραγωγή ροδάκινων, αυτοί ξερίζωναν άλλες σοδιές που δεν ήταν πλεονασματικές, με σκοπό να καλλιεργήσουν ακόμη περισσότερα ροδάκινα (!), το πέταγμα των οποίων στις χωματερές επιδοτούνταν. Ως εκ τούτου, σήμερα, εισάγουμε ακόμη και… κουνουπίδια.

14. Πως θα μπορούσε το πέταγμα των φρούτων να φέρει ανάπτυξη στη γεωργία;

Η καταστροφή πλεονασματικών παραγωγών δεν προβλεπόταν, και δεν έπρεπε, να συνεχιστεί μακροχρόνια.

Το σκεπτικό της ΚΑΠ ήταν πως οι επιδοτήσεις για μείωση της παραγωγής θα εφαρμοζόταν προσωρινά για να κρατήσει το αγροτικό εισόδημα σε βιώσιμο επίπεδο μέχρι ο κλάδος να κάνει ένα εκ των δύο:
– Να ανοίξει άλλες αγορές ώστε να μεγαλώσει η ζήτηση και οι επιπλέον ποσότητες να απορροφηθούν.
– Να μπορέσει να προσανατολιστεί σε άλλες, ελλειμματικές παραγωγές.

15. Τι άλλες αγορές θα μπορούσαν να ανοίξουν; Εξαγωγές;

Δεν είναι μόνο οι εξαγωγές των πρωτογενών προϊόντων καθεαυτών. Τα αγροτικά προϊόντα μπορούν και να μεταποιηθούν. Αντί για φρούτα μπορούν να εξαχθούν κομπόστες, χυμοί, εκχύλισμα, έλαια, αρώματα, φυτικά πρόσθετα, φυσικά καλλυντικά, αποξηραμένοι καρποί κι ένα σωρό άλλα αγροτικά παραπροϊόντα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να δημιουργήσει μεγαλύτερα κέρδη από ότι τα νωπά φρούτα για τον ιδιωτικό τομέα, θέσεις εργασίας για την οικονομία και να βελτιώσει το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας.

Ο έλεγχος των πλεονασμάτων πετώντας τα στις χωματερές έδινε τον απαραίτητο χρόνο για να δημιουργηθούν οι κατάλληλες υποδομές εκμετάλλευσης της αγροτικής μας παραγωγής.

16. Γιατί, λοιπόν, δεν το κάναμε αυτό;

Οι ελληνικές αναπτυξιακές πολιτικές στη μεταποίηση δεν ήταν ποτέ αποτελεσματικές. Η Ελλάδα διέθετε ποιοτική πρώτη ύλη καθώς επίσης και τον σπανιότερο παραγωγικό συντελεστή για να παράγει ανώτερης ποιότητας προϊόντα: το εργατικό δυναμικό υψηλού επιπέδου. Για να σχηματιστεί όμως βιομηχανία αιχμής που θα απορροφήσει την πρωτογενή παραγωγή, απαιτείται στήριξη από την πολιτεία. Όλοι ξέρουμε τον τρόπο με τον οποίο αυτή η στήριξη δόθηκε και που πήγε.

17. Γιατί δεν εξάγουμε τα προϊόντα μας τουλάχιστον νωπά, δεν είναι καλύτερο από να τα πετάμε;

Η βασικότερη προϋπόθεση για εξαγωγές είναι η ανάπτυξη ενός δικτύου -ενός πολύπλοκου σχεδιασμού, δηλαδή, για το πώς το εξαγόμενο προϊόν θα διοχετεύεται στα σημεία πώλησης στο εξωτερικό. Η εξαγωγή δεν συνίσταται μόνο στην αποστολή του εμπορεύματος. Μιλάμε για διαπραγματεύσεις, logistics, εφοδιαστικές αλυσίδες, αποθήκευση, lobbying, διαφήμιση, προστασία προέλευσης και πολλές άλλες παραμέτρους.

Ένα εξαγωγικό δίκτυο δεν μπορεί να δημιουργηθεί από μόνο μια εταιρεία ή για ένα μόνο προϊόν. Απαιτεί κεντρικό σχεδιασμό και συνεπώς πάλι η πολιτεία θα πρέπει να το βοηθήσει. Όπως αντιλαμβάνεστε, στην περίπτωση της χώρας μας ο Έλληνας εξαγωγέας «παλεύει» μόνος του.

18. Ναι αλλά εξάγουμε κάποια προϊόντα…

Εξάγουμε όντως κάποια προϊόντα. Όμως μη έχοντας δικό μας δίκτυο, τα ελληνικά προϊόντα κορυφαίας ποιότητας αφήνουν περισσότερα κέρδη στους διεθνείς μεσάζοντες, τα δίκτυα των οποίων χρησιμοποιούμε, παρά στους ντόπιους παραγωγούς.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ελαιόλαδο. Τα ράφια των σούπερ μάρκετ της Αμερικής και της Ευρώπης είναι γεμάτα από μικρά πολυτελή μπουκαλάκια ιταλικού ελαιόλαδου, που όμως παράγεται από ελληνικές ελιές. Από τα 6-8 δολάρια που πωλούνται τα 250 ml «ιταλικού» επώνυμου ελαιόλαδου είναι ζήτημα να φτάνουν μερικά σεντς στον Έλληνα εξαγωγέα ελιάς. Τα υπόλοιπα κέρδη μένουν στο ιταλικό δίκτυο προώθησης των εξαγωγών.

19. Τελικά, ποιος κατέστρεψε την ελληνική γεωργία;

Όχι η ΚΑΠ. Την κατέστρεψε το ότι η ελληνική πολιτεία δεν στάθηκε ποτέ δίπλα στον αγρότη. Ότι ποτέ δεν έκανε έλεγχο που πάνε οι επιδοτήσεις και τα δάνεια. Ότι ποτέ δεν εφάρμοσε ένα οργανωμένο σχέδιο αναδιοργάνωσης κι εκσυγχρονισμού του πρωτογενούς τομέα.

Η εικοσαετία 1980-2000 ήταν η εποχή που «έπεσαν» τα περισσότερα χρήματα από ποτέ στην ελληνική γεωργία. Δυστυχώς δεν έπιασαν τόπο γιατί οι εκάστοτε κυβερνήσεις τα έδωσαν στα λάθος χέρια, για τους λάθος σκοπούς.

20. Κι αυτά που λέγονται πως η ΕΕ κατέστρεψε την ελληνική αγροτική παραγωγή σκοπίμως;

Δεν μπορώ να δω πως κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να ευσταθεί. Τα προϊόντα που πετάχτηκαν είχαν κατ’ ουσία πρώτα αγοραστεί από την ΕΕ στις κανονικές τους τιμές. Οι επιδοτήσεις για να μην γίνουν συγκεκριμένες παραγωγές δεν απαγόρευαν άλλες πιο ανταγωνιστικές. Επιπρόσθετες επιδοτήσεις για την ανάπτυξη υποδομών όντως δόθηκαν από την ΕΕ. Αν τα κεφάλαια αυτά είχαν αξιοποιηθεί σωστά, η Ελλάδα θα ήταν σήμερα ανάμεσα στις πιο ανεπτυγμένες αγροτικά χώρες του κόσμου. Πάνω απ’ όλα, θα είχε «πραγματική οικονομία» και δεν θα πουλούσε μόνο «ήλιο και θάλασσα». Δεν αξιοποιήθηκαν όμως.

21. Η Ευρώπη δηλαδή δεν είχε κανένα μερίδιο στην καταστροφή;

Η ΚΑΠ ως επεμβατική πολιτική είχε σοβαρά ελαττώματα. Αυτό αποδεικνύεται και από το ότι τα τελευταία 50 χρόνια μεταρρυθμιζόταν σοβαρά ανά πενταετία κατά μέσο όρο.

Στην πραγματικότητα, όμως, αυτή η πολιτική ποτέ δεν εφαρμόστηκε πλήρως από την ελληνική πολιτεία. Σε άλλες χώρες η πολιτική αυτή πέτυχε με το παραπάνω.

22. Γιατί εκεί πέτυχε;

Γιατί σε αυτές τις χώρες η αγροτική παραγωγή είχε οργανωθεί -με τη βοήθεια της πολιτείας πρωτίστως- σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες, όπου οι επικεφαλής είχαν οικονομική κατάρτιση και μπορούσαν να στρέψουν τα χρήματα σε επενδύσεις.

Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, οι συνεταιρισμοί (που στην Ελλάδα ακόμη αναπτύσσονται) θεωρούνται απαρχαιωμένη μορφή οργάνωσης της παραγωγής. Στις ανεπτυγμένες γεωργικά οικονομίες οι αγρότες έχουν συστήσει ανώνυμες εταιρίες στις οποίες έχουν εκχωρήσει τη γη τους με αντάλλαγμα μετοχές. Αυτό τους έχει δώσει τη δυνατότητα να απασχολούν επαγγελματίες υψηλού επιστημονικού επιπέδου σε όλα τα πόστα (γεωπόνους, τεχνολόγους, οικονομολόγους, μάνατζερ), να καταμερίζουν την εργασία, να έχουν πρόσβαση σε μοντέρνες μεθόδους χρηματοδότησης, να κάνουν διαφήμιση και να έχουν επιρροή. Τους επιτρέπει επίσης να ασφαλίζουν τις παραγωγές τους, να εισπράττουν μέρισμα από τα κέρδη αλλά και μισθό και ασφάλιση από την προσωπική τους εργασία.

23. Και στην Ελλάδα γιατί δεν βρέθηκαν κάποιοι να κάνουν το ίδιο;

Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσουμε πως δεν μιλάμε για μεγάλες εταιρίες που θα έρθουν να εξαγοράσουν τα πάντα στον αγροτικό τομέα. Λέμε να οργανωθούν οι ίδιοι οι αγρότες σε εταιρίες. Δυστυχώς, όσες φορές επιχειρήθηκε αυτό, έγιναν πασιφανείς προσπάθειες να υπάρξει κομματικός προσανατολισμός.

24. Οι Έλληνες αγρότες δεν έχουν ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση;

Οι περισσότεροι από τους Έλληνες αγρότες δεν έμαθαν ποτέ το πραγματικό σκεπτικό της ΚΑΠ.

Ως εκ τούτου, πολλοί παραγωγοί έπαιρναν χρήματα που δεν ήξεραν από πού προέρχονταν και για ποια χρήση προορίζονταν. Άλλοι πάλι που κι αυτοί έπαιρναν, ήξεραν καλά το πώς και το γιατί, αλλά… δεν ήταν παραγωγοί.

*Ο Κοσμάς Μαρινάκης είναι επίκουρος καθηγητής οικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Μόσχας (Higher School of Economics).