Του Κωνσταντίνου Καράμπελα
Αφορμή για το συγκεκριμένο άρθρο στάθηκε η προειδοποίηση του πρώην Υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρυ Κίσινγκερ, κατά τη διάρκεια ομιλίας του σε φόρουμ του Ινστιτούτου Μακέιν, για τις σχέσεις της χώρας του με την Κίνα.
«Οι εντάσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα απειλούν τον πλανήτη ολόκληρο και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σύγκρουση άνευ προηγουμένου ανάμεσα στους δύο στρατιωτικούς και τεχνολογικούς γίγαντες» ανέφερε χαρακτηριστικά ο βετεράνος Αμερικανός διπλωμάτης.
Στην πραγματικότητα, ο Κίσινγκερ δεν είπε τίποτα περισσότερο από αυτό που εδώ και χρόνια τονίζουν αρκετοί αξιωματούχοι, ειδικοί αναλυτές και επιστήμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες· ότι η ταχύτατη ανάπτυξη της Κίνας και η τρομακτική αύξηση της ισχύος της αποτελεί τη μεγαλύτερη απειλή για την ισχύουσα τάξη πραγμάτων στο διεθνές σύστημα!
Η Κίνα είναι μοναδική περίπτωση στον κόσμο. Μια υβριδική κρατική οντότητα, η οποία, εκμεταλλευόμενη τα στρατηγικά της πλεονεκτήματα και τη διεθνή συγκυρία, επιδιώκει πλανητικό ρόλο.
Μέσα σε 70 χρόνια κατάφερε να μετατραπεί από μια υποανάπτυκτη χώρα στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, με την οικονομική της επέκταση και την αυξανόμενη επιρροή της να την αναδεικνύουν σε ρυθμιστή των παγκόσμιων εξελίξεων.
Δεν είναι μόνο ο πρωταγωνιστικός της ρόλος στο εμπόριο, ο οποίος ενισχύεται με υπερφιλόδοξα σχέδια όπως ο «δρόμος του μεταξιού». Είναι η συνολική της δράση που εντείνει την ανησυχία των ανταγωνιστών της.
Η συμμετοχή της, μέσω του ΟΗΕ, σε 24 ειρηνευτικές αποστολές, με διάθεση πλέον των 40000 στελεχών στρατιωτικού προσωπικού, της δίνει έντονη στρατιωτική παρουσία.
Ο τεράστιος ορυκτός της πλούτος από την άλλη, σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση πλουτοπαραγωγικών πηγών σε όλο τον κόσμο, από την Αφρική – στην οποία επενδύει σε τεράστια προγράμματα – μέχρι την κεντρική Ασία, την Ευρώπη και τη Νότια Αμερική, της επιτρέπει να δημιουργεί σχέσεις εξάρτησης με τις παραδοσιακά «Μεγάλες Δυνάμεις», υπέρ της.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τέτοια πλεονεκτήματα δεν είχε η Σοβιετική Ένωση στην ψυχροπολεμική περίοδο, κάτι που επίσης ανέφερε στην ομιλία του ο Χένρυ Κίσινγκερ.
Με απλά λόγια, ο πλανητικός ρόλος της Κίνας αναβαθμίζεται συνεχώς και πλέον κρίνεται από τη Δύση ως απειλή. Αυτό αυξάνει επικίνδυνα τη «θερμότητα» σε διεθνές επίπεδο. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι να θεωρηθεί ότι μια τέτοια συγκέντρωση ισχύος μπορεί να επισκιάσει την κυριαρχία των ΗΠΑ. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακραία αντίδραση.
Πρόκειται για τη λεγόμενη «παγίδα του Θουκυδίδη», όρο που επινόησε οΓκράχαμ Άλλισον για την περίπτωση που μια ισχυρή κυρίαρχη δύναμη αντιλαμβάνεται την άνοδο μιας άλλης ως απειλή και μοιραίως οδηγείται σε σύγκρουση μαζί της. Κατ’ αντιστοιχία με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, αιτία του οποίου ήταν, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, «η αυξανόμενη δύναμις των Αθηνών, η οποία επτόησε τους Λακεδαιμονίους και τους εξώθησεν εις πόλεμον».
Ζητούμενο για τις ΗΠΑ είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη μείωση της Κινεζικής επιρροής, ώστε να μην αμφισβητείται η ισχύουσα τάξη.
Γι αυτόν το σκοπό πιθανότατα θα επανέλθει στο προσκήνιο το παράδειγμα της τακτικής Κίσινγκερ στην περίοδο διακυβέρνησης Νίξον τη δεκαετία του 1970.
Θυμίζουμε ότι εκείνη την περίοδο οι ΗΠΑ, έχοντας αντιληφθεί τη συγκρουσιακή τάση που πάντα υπάρχει μεταξύ Κίνας και Ρωσίας – η οποία έχει βαθύτατους γεωπολιτικούς και ιστορικούς λόγους – προσέγγισαν την Κίνα με σκοπό να ενισχύσουν την καχυποψία μεταξύ των δύο τότε καθεστώτων. Δημιούργησαν με τον τρόπο αυτό μία τριγωνική σχέση, στην οποία είχαν την πρωτοβουλία κινήσεων και οδήγησαν την Κίνα να επιδιώξει στενές σχέσεις με τη δυτική υπερδύναμη.
Η πρωτοβουλία και ο συντονισμός της προσπάθειας ανήκαν στον Πρόεδρο Νίξον και τον σύμβουλό του Εθνικής Ασφαλείας Κίσινγκερ, οι οποίοι δρώντας κάτω από άκρα μυστικότητα και παρακάμπτοντας ακόμα και το Υπουργείο Εξωτερικών, κατόρθωσαν να ανοίξουν κανάλι επικοινωνίας με το Πεκίνο απευθείας από το Λευκό Οίκο. Ενίσχυσαν, έτσι, τη θέση των ΗΠΑ και πέτυχαν δραστική αλλαγή στην ισορροπία ισχύος εις βάρος των Σοβιετικών, οι οποίοι αισθάνθηκαν να περικυκλώνονται.
Σήμερα, βεβαίως, οι ρόλοι αντιστρέφονται, ενώ μια τέτοια τακτική απαιτείνα αντιμετωπιστούν κάποιες αναχρονιστικές αντιλήψεις του κυβερνώντος αμερικανικού Δημοκρατικού κόμματος για τη Ρωσία, εγχείρημα αρκετά δύσκολο!
Ο Σαρλ ντε Γκόλ είπε κάποτε ότι «μια μέρα, ίσως συντομότερα από όσο νομίζουμε, η Κίνα θα είναι μια μεγάλη πολιτική, οικονομική, αλλά και στρατιωτική πραγματικότητα». Πέρασαν αρκετές δεκαετίες από εκείνη την αναφορά, πλέον, όμως, «δράκος της ανατολής» αποτελεί, πράγματι, μία παγκόσμια δύναμη που αλλάζει τις ισορροπίες.
Ζητούμενο είναι οι αλλαγές στις ισορροπίες και οι ανταγωνισμοί ισχύος να μην οδηγήσουν σε τραγικά γεγονότα, αλλά να υπάρξει μια σχετική αυτοσυγκράτηση.
Υ.Γ. Η Ελλάδα οφείλει να μην μείνει αμέτοχη στις εξελίξεις. Ειδικά στο ζήτημα των σχέσεων ΗΠΑ-Ρωσίας έχει όλες τις δυνατότητες να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Αν θέλει να την υπολογίζουν στις κρίσιμες διευθετήσεις που λαμβάνουν χώρα!
Χριστός Ανέστη!