16 Μαρτίου 2019

Για τη λατρεία των βιβλίων

Του Νίκου Χρυσού
Ο Μπόρχες στο δοκίμιο «Για τη λατρεία των βιβλίων», μεταξύ άλλων, αφηγείται την ιστορία της γένεσης της «παράξενης τέχνης της σιωπηρής ανάγνωσης», παραθέτοντας μάλιστα ένα απόσπασμα από τις «Εξομολογήσεις» του Ιερού Αυγουστίνου: «Όταν διάβαζε ο Αμβρόσιος, το βλέμμα του έτρεχε πάνω στις γραμμές, εμποτίζοντας το πνεύμα του στο νόημα, χωρίς να προφέρει λέξη, ούτε καν να κουνάει τα χείλη του.
Συχνά […] τον βλέπαμε να διαβάζει από μέσα του και ποτέ φωναχτά, κι ύστερα από λίγο, φεύγαμε με τη σκέψη ότι στη μικρή αυτή ανάπαυλα που του δινόταν για να αναζωογονήσει το πνεύμα του, χωρίς να τον σκοτίζουν οι άλλοι, δεν ήθελε να τον απασχολούν, ίσως από φόβο πως κάποιος ακροατής, προσηλωμένος στις δυσκολίες του κειμένου, θα ζητούσε επεξηγήσεις για κάποιο σκοτεινό χωρίο ή θα ήθελε να συζητήσει μαζί του, εμποδίζοντας τον έτσι να διαβάσει αυτά που ήθελε». Παρόμοιες εικόνες με πρωταγωνιστή τον Γιώργο Λαγανά σχηματίζονταν στο μυαλό μου όσο διάβαζα τον τόμο Βιβλιοθήκη Γεωργίου και Μαρκησίας Λαγανά. Κλεισμένος με τους θησαυρούς του, με τους «εἰλικρινεῖς, σιωπηλοὺς καὶ καρτερικοὺς φίλους» του, τα βιβλία, όπως ομολογεί ο ίδιος, γνωρίζοντας πως δύσκολα αποκαλύπτουν τα θέλγητρά τους στον μη μυημένο και μη κατηχημένο, καθώς δεν είναι περίτεχνα στολίδια ή ακριβά κινέζικα βάζα που η λάμψη τους έλκει ακόμα και το απαίδευτο βλέμμα, δούλεψε «μεθοδικὰ καὶ ἀθόρυβα» όλα αυτά τα χρόνια για να συγκεντρώσει και να καταγράψει την πολύτιμη συλλογή του.
Απαιτείται εν τέλει η ίδια φροντίδα που δείχνει και ο συγγραφέας στην επιλογή της κατάλληλης λέξης. Κοινές οι απαραίτητες αρετές συλλέκτη και συγγραφέα: «ψυχραιμία, ἠρεμία καὶ ἀναμονή» συστήνει ο Λαγανάς και επακόλουθη τιθάσευση της «ἀγωνίας», της «ἀνησυχίας» και κάθε καταστροφικής «παρόρμησης».
Ο Λαγανάς στην εισαγωγή του βιβλίου παρομοιάζει την πρωταρχική συλλογή κάθε συλλέκτη «μὲ τὰ πρῶτα δημιουργήματα ἑνὸς πεζογράφου ἢ ποιητῆ», αναγνωρίζοντας μια αντιστοιχία μεταξύ της συγγραφής ενός βιβλίου και της δημιουργίας μιας βιβλιοθήκης, όχι μόνο γιατί το σύνολο των βιβλίων μιας βιβλιοθήκης, όπως ακριβώς και το σύνολο των λέξεων ενός λογοτεχνικού έργου, περικλείει πολύ περισσότερες σημασίες από το άθροισμα των μερών του, όσο και γιατί απαιτείται σπουδή και εμπειρία για την επιλογή της μίας ή της άλλης έκδοσης ενός έργου ή του ιδανικού αντιτύπου. Απαιτείται εν τέλει η ίδια φροντίδα που δείχνει και ο συγγραφέας στην επιλογή της κατάλληλης λέξης. Κοινές οι απαραίτητες αρετές συλλέκτη και συγγραφέα: «ψυχραιμία, ἠρεμία καὶ ἀναμονή» συστήνει ο Λαγανάς και επακόλουθη τιθάσευση της «ἀγωνίας», της «ἀνησυχίας» και κάθε καταστροφικής «παρόρμησης».
Μία βιβλιοθήκη ακόμα κι όταν χωράει σε ένα ή δύο δωμάτια παραμένει ένας αχανής χώρος, ένας οργανισμός που περικλείει στην σιωπή του τις άπειρες εκδοχές της πραγματικότητας, του μύθου και της ιστορίας, θυμίζοντας την εύστοχη επισήμανση του Βάλτερ Μπένγιαμιν πως «κάθε πάθος συνορεύει με το χάος, όμως το συλλεκτικό πάθος εγγίζει τα όρια του πάθους των αναμνήσεων». Υπό την έννοια αυτή η μελέτη της βιβλιοθήκης είναι η έμπρακτη συμμετοχή μας στη διερεύνηση του νοήματος του χαμένου χρόνου. Και πράγματι ο Λαγανάς εργάστηκε ακούραστα για να διασώσει πολύτιμες ψηφίδες της έντυπης ιστορίας, λέξεις που διάβασαν κι άλλοι πριν από εκείνον, περίτεχνα βιβλία με καλαίσθητες βιβλιοδεσίες και τα άυλα κείμενα που περικλείουν και εν τέλει το τεράστιο «κληροδότημα της φυτικής μνήμης», όπως έλεγε ο Ουμπέρτο Έκο, μέγας βιβλιοσυλλέκτης κι εκείνος.
Διανθισμένα τα λήμματα των βιβλίων με σημειώσεις, πληροφορίες και σχόλια του συντάκτη ανασυνθέτουν στα μάτια μας ολοζώντανο κάθε τόμο. Υπογραμμίσεις, υπογραφές, κτητορικές σφραγίδες, ίχνη που μαρτυρούν μια άλλη ιστορία, μυστική ίσως αλλά το ίδιο ενδιαφέρουσα, υπενθυμίζοντας κάθε στιγμή τη σημασία τους στη διατήρηση πολλαπλών μικρών και μεγάλων ψηφίδων της συλλογικής μνήμης. 
Έτσι παρότι το βιβλίο δεν αποτελεί μια εξαντλητική βιβλιογραφία, δεν συνιστά, λόγου χάρη, μια πλήρη κατάσταση των Ελληνικών εκδόσεων του 15ου ή του 16ου αιώνα, χάρη στην ενδελεχή καταγραφή των βιβλίων που περιλαμβάνει –επισημαίνω ότι πρόκειται για καταγραφή και περιγραφή συγκεκριμένων αντιτύπων– και στις αναλυτικές σημειώσεις, προκύπτουν πλήθος χρήσιμες, ενδιαφέρουσες και ενίοτε συναρπαστικές πληροφορίες που δεν βρίσκει κανείς εύκολα σε έναν «εγκυκλοπαιδικό» κατάλογο σπάνιων και πολύτιμων βιβλίων. Κι αυτό γιατί ο Λαγανάς έπιασε με τα ίδια του τα χέρια, φυλλομέτρησε, διάβασε κάθε βιβλίο που καταγράφεται εδώ –τα βιβλία εξάλλου είναι φτιαγμένα για να διαβάζονται–, αντίθετα με τους συγγραφείς επιστημονικών βιβλιογραφιών που είναι συχνά αναγκασμένοι να συμπληρώνουν τα λήμματά τους αποδελτιώνοντας καταλόγους, χωρίς την δυνατότητα αυτοψίας κάθε τίτλου.
Από το πρώτο λήμμα, που αφορά την πρώτη έκδοση της «Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου» του Θουκυδίδη στην θρυλική μετάφραση του Ιταλού φιλόλογου και ανθρωπιστή Lorenzo Valla και σε εκδοτική επιμέλεια του Ελληνιστή Parthenius Bartholomaeus Benacensis, μέχρι το τελευταίο, έναν αχρονολόγητο χαλκογραφημένο χάρτη άγνωστου σχεδιαστή που απεικονίζει τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Διατρέχοντας αυτόν τον θησαυρό (με την διπλή ερμηνεία της λέξης) από το πρώτο λήμμα, που αφορά την πρώτη έκδοση της «Ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου» του Θουκυδίδη στην θρυλική μετάφραση του Ιταλού φιλόλογου και ανθρωπιστή Lorenzo Valla και σε εκδοτική επιμέλεια του Ελληνιστή Parthenius Bartholomaeus Benacensis, μέχρι το τελευταίο, έναν αχρονολόγητο χαλκογραφημένο χάρτη άγνωστου σχεδιαστή που απεικονίζει τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, σχηματίζεται ένας νέος χάρτης που καταγράφει το εύρος εξάπλωσης της ελληνικής γλώσσας και βέβαια του Ελληνισμού, γιατί «― Τί ἐστιν Ἑλληνισμός; ― Ἑλληνικὴ γλῶσσα. ― Τί δὲ ἑλληνικὴ γλῶσσα; ―Ἑλληνισμός», όπως εύγλωττα διακήρυττε πριν 150 περίπου χρόνια ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος. 
«Ὁ οὐσιώδης προσανατολισμὸς τῆς βιβλιοθήκης εἶναι» άλλωστε «ἑλληνοκεντρικός», όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ο Λαγανάς. Από τη Βασιλεία και την Αμβέρσα μέχρι τη Βενετία και τη Βιέννη και από την Κωνσταντινούπολη και το Ιάσσιο μέχρι την Τεργέστη και την Πέργαμο, 129 πόλεις χαρτογραφούνται, κάθε μια με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη συμμετοχή της στην εκδοτική ιστορία του Ελληνισμού. Σημειώνω εδώ την συμπλήρωση του τόμου με ευρετήρια τόπων, προσώπων και ex libris, τα οποία αποτυπώνουν με τον σαφέστερο τρόπο τις δαιδαλώδεις διαδρομές και τις απρόσμενες συναντήσεις που επιφυλάσσει η μεγάλη αυτή περιπέτεια τόσο στον συντάκτη του έργου όσο και στους αναγνώστες. Με αφορμή τον εξαιρετικό σχεδιασμό του βιβλίου υπογραμμίζω την ευτυχή συγκυρία της συνεργασίας του Γιώργου Λαγανά με τον Δημήτρη Θάνα, «διακεκριμένο γνώστη τῆς ἀρχιτεκτονικῆς τῶν κειμένων καὶ δεξιοτέχνη στὴ σύλληψη τῆς μορφῆς, τοῦ σχήματος καὶ τῆς κατάστρωσης τῶν βιβλίων» –χρησιμοποιώ τις λέξεις του ίδιου του Λαγανά– στην ολοκλήρωση του σπουδαίου αυτού έργου.
Οι σημειώσεις και τα σχόλια που συνοδεύουν κάθε καταγραφή αποτελούν σύντομες πραγματείες και παρέχουν συναρπαστικές πληροφορίες, όχι μόνο για την εκδοτική ιστορία κάθε βιβλίου ή την περιπέτεια του συγκεκριμένου αντιτύπου, αλλά παραθέτοντας επιπλέον πολύτιμες εγκυκλοπαιδικές, ιστορικές, ακόμα και λεξιλογικές παρατηρήσεις.
Διαβάζω ενδεικτικά ένα απόσπασμα του σημειώματος που συνοδεύει το λήμμα 9. Αφορά έκδοση του 1517 του έργου «Ὀππιανοῦ ἁλιευτικῶν βιβλία πέντε»: «Πρώτη συγκεντρωτικὴ ἔκδοση τῶν ἔργων τοῦ Ὀππιανοῦ», σημειώνει ο Γιώργος Λαγανάς. Περιγράφει κατόπιν την εκδοτική ιστορία των έργων και συνεχίζει: «Ἀπὸ τὰ πέντε βιβλία, τὰ ὁποῖα ἀποτελοῦσαν τὸ ἑλληνικὸ κείμενο τῶν Κυνηγετικῶν τοῦ Ὀππιανοῦ, ἐκδίδονται τὰ τέσσερα. Τὸ πέμπτο βιβλίο, τὸ ὁποῖο περιελάμβανε τὰ περὶ πτηνῶν καὶ ἐκαλεῖτο “Ἰξευτικά”, ἔχει χαθεῖ. Τῶν “Ἰξευτικῶν” σώθηκε μόνο μία παράφραση τοῦ Εὐτεκνίου τοῦ σοφιστοῦ ἡ ὁποία ἐκδόθηκε τὸ 1702», και ολοκληρώνει το σημείωμά του με πληροφορίες για τη λέξη «Ιξευτικά»: «Ὁ Ἰξὸς εἶναι ἕνα παρασιτικὸ φυτὸ τὸ ὁποῖο φύεται καὶ ἀναπτύσσεται στὸν κορμὸ διαφόρων δένδρων καὶ ἰδιαίτερα στὸν κορμὸ τῆς βελανιδιᾶς. Ἡ κολλώδης οὐσία ἡ ὁποία περιβάλλει τὸν καρπὸ τοῦ φυτοῦ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν κατασκευὴ τῶν ἰξοβεργῶν. Ἰξευτικὰ εἶναι ἡ μέθοδος τοῦ «ἰξεύειν», δηλαδὴ τοῦ πιασίματος μικρῶν πουλιῶν μὲ τὰ ἰξευτικὰ καλάμια, τουτέστιν μὲ τὶς γνωστὲς ἰξόβεργες ἢ ξόβεργες».
Αλλού (στο λήμμα 24), σχολιάζοντας την σπανιότατη έκδοση του «Διαλόγου περί της ορθής προφοράς του λατινικού και του ελληνικού λόγου» του Εράσμου, καταγράφει ένα σύντομο χρονικό της φιλονικίας μεταξύ ερασμικών και αντερασμικών εντός κι εκτός των ελληνικών συνόρων, ενώ στο λήμμα 574, που αφορά τον τρίτο και τελευταίο τόμο του «Iconographie Grecque» του Ennius-Quirinus Visconti, έκδοση του 1808, μας αποκαλύπτεται μια, άγνωστη στους πολλούς, ιδιότητα δυο περίφημων πιονέρων του αέρα: «Στοὺς τρεῖς αὐτοὺς τόμους τὰ φύλλα εἶναι περγαμηνόχαρτα καὶ σὲ κάθε, σχεδόν, φύλλο ὑπάρχει ἕνα εὐμέγεθες ὑδατόσημο μὲ κεφαλαῖα γράμματα (MONT-GOLFIER 1808). Πρόκειται γιὰ τοὺς γνωστοὺς ἀδελφοὺς Montgolfier διασήμους γιὰ τὴν ἐφεύρεση τοῦ ἀεροστάτου, ἀλλὰ καὶ τοὺς σπουδαιότερους χαρτοποιοὺς τῆς Γαλλίας ἐκείνη τὴν ἐποχή».
Πλήθος βιογραφικών στοιχείων εκδοτών και τυπογράφων, καθώς και τα χρονικά των σημαντικότερων τυπογραφείων πέντε αιώνων, ανασυνθέτουν την εξελικτική πορεία της εκδοτικής και τυπογραφικής ιστορίας, καταγράφοντας άγνωστες είτε ελάχιστα γνωστές λεπτομέρειες.
Πλήθος βιογραφικών στοιχείων εκδοτών και τυπογράφων, καθώς και τα χρονικά των σημαντικότερων τυπογραφείων πέντε αιώνων, ανασυνθέτουν την εξελικτική πορεία της εκδοτικής και τυπογραφικής ιστορίας, καταγράφοντας άγνωστες είτε ελάχιστα γνωστές λεπτομέρειες. 
Συχνά αρκεί ένα και μόνο όνομα για να διεγείρει την περιέργεια, τη φαντασία και τις μνήμες του αναγνώστη – «Didot», «Gryphius», «Aldus», δημοφιλείς γραμματοσειρές που διαπιστώνεις διαβάζοντας ότι οφείλουν το όνομά τους σε περίφημους εκδότες, στον Fermin Didot, στον Sébastian Gryphius, στον θρυλικό Άλδο Μανούτιο, σημαντικά επιτεύγματα των οποίων περιλαμβάνονται στο βιβλίο.
Είναι βέβαια αδύνατο να αποθησαυρίσω όλες τις συναρπαστικές πληροφορίες και τις χιλιάδες μικροϊστορίες που υπάρχουν εγκιβωτισμένες στα 2.303 λήμματα του τόμου, είναι όμως βέβαιο πως το βιβλίο μπορεί να διαβαστεί και σαν ένα καθηλωτικό παλίμψηστο ιστοριών κι επεισοδίων. Θυμάμαι μια φράση του Μάριο Πραζ: «Να είστε βέβαιοι ότι κανένα ανάγνωσμα δεν έχει δημιουργήσει τόσο έντονη και φορτισμένη συναισθηματικά δράση, όσο η ανάγνωση ενός ενδιαφέροντος καταλόγου», φράση που διασώζει ο Έκο στο δοκίμιό του «Συγκρίσεις ενός συλλέκτη», για να προσθέσει ότι «το να διαβάζεις καταλόγους σημαίνει κι ότι ανακαλύπτεις απρόσμενες παρουσίες», συγκρίνοντας μάλιστα την έξαψη που προκαλεί η ανάγνωση ενός καταλόγου βιβλίων με αυτή που προκύπτει απ’ την ανάγνωση μιας αστυνομικής ιστορίας.
Το βιβλίο αποτελεί πάντως και μια ιδιότυπη αυτοβιογραφία ή μάλλον μια κρυπτική εξομολόγηση, αφού έστω και άρρητα καταγράφει τον μόχθο και τα πάθη μιας ολόκληρης ζωής. «Παρομοιάζω αὐτὴ τὴ δραστηριότητα τῆς συλλογῆς τῶν βιβλίων μὲ τὴν ὁμηρικὴ Ὀδύσσεια», σημειώνει ο Λαγανάς στην εισαγωγή του. 
ΝΑ ΦΥΛΑΜΕ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΥΣ των βιβλίων
να τα θυμούμαστε / όταν θα ’ρθει καιρός που θα ’χουμε πια στερηθεί
κι επιθυμία και μπόρεση για ενθύμηση
Μνήμη απάνθρωπη κι απέραντη θα μας σκεπάζει 
[...]
οι άνθρωποι δε θα διαβάζουν πια / θα βλέπουν
κι ύστερα ούτε θα βλέπουν / θα κοιτάζουν μόνο
γράφει ο Βύρων Λεοντάρης στο ποίημα «Requiem για βιβλία και βιβλιοκαταλόγους», και σκέφτομαι πως η συγκέντρωση και η ανάδειξη τόσων βιβλίων, η διαφύλαξή τους από την φθορά και τη λήθη, δεν μπορεί παρά να είναι μια πράξη λυτρωτικής αναγέννησης.
Τα βιβλία είναι «εφ’ όρου ζωής» δώρα, «είναι η αθανασία μας» γράφει ο Σαλάμοφ στο βιβλίο του «Οι βιβλιοθήκες μου», για να κλείσει με την (σπαρακτική) φράση: «Λυπάμαι που ποτέ δεν είχα τη δική μου βιβλιοθήκη», μακαρίζοντας λες, τον Γιώργο και τη Μαρκησία Λαγανά –κατόχους μια τόσο σπουδαίας βιβλιοθήκης– και την ευγένεια τους να την μοιραστούν τόσο με μας όσο και με τους επερχόμενους.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΧΡΥΣΟΣ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Καινούργια μέρα» (εκδ. Καστανιώτη).


alt
Βιβλιοθήκη Γεωργίου και Μαρκησίας Λαγανά
Γεώργιος Λαγανάς
Επιμέλεια: Δημήτρης Θάνας
Ιανός 2018
Σελ. 776, τιμή εκδότη €125,00

alt