6 Ιουλίου 2025

O εφιάλτης του ολοκληρωτισμού

* του Αιμίλιου Χαρμπή

Ο Ουίνστον Σμιθ (Τζον Χαρτ) ζει σε ένα μικρό δωμάτιο όπου τον παρακολουθεί μια τεράστια οθόνη. Η κρατική προπαγάνδα του ολοκληρωτικού καθεστώτος αποκτά εδώ τη διάσταση βασανιστηρίου. [ALAMY]

Η κινηματογραφική μεταφορά του «1984» του Οργουελ και η «ελπιδοφόρος» ανατροπή στο φινάλε
Εκείνος που ελέγχει το παρελθόν ελέγχει και το μέλλον· εκείνος που ελέγχει το παρόν ελέγχει και το παρελθόν». Η διάσημη φράση του Τζορτζ Οργουελ από το «1984» εμφανίζεται πρώτη στην οθόνη, πριν η υποβλητική εναρκτήρια σκηνή μάς εισαγάγει στην –διά χειρός Μάικλ Ράντφορντ– κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου. Εκείνος την επέλεξε ως προμετωπίδα της ταινίας του πιθανότατα διότι εκεί, μέσα σε λίγες λέξεις, ενσωματώνεται μεγάλο μέρος όσων ο Οργουελ θέλησε να εκφράσει μέσα από το έργο του. Πρόκειται δε για μια διατύπωση που σήμερα, στην εποχή όπου η έννοια της «αλήθειας» αμφισβητείται καθημερινά, μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ.

Το φιλμ του Ράντφορντ γυρίστηκε το 1984, θέλοντας προφανώς να συγχρονιστεί με τον τίτλο του δυστοπικού οράματος του Οργουελ, ο οποίος ως γνωστόν έγραψε το μυθιστόρημα στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Στις τρεισήμισι δεκαετίες που μεσολάβησαν υπήρξε άλλη μια κινηματογραφική μεταφορά –του Μάικλ Αντερσον, 1956–, η Σοβιετική Ενωση ανήλθε και παρήκμασε, ενώ Βρετανία και ΗΠΑ κινούνταν (πλέον) στις ράγες των Μάργκαρετ Θάτσερ και Ρόναλντ Ρέιγκαν αντιστοίχως. Ο ψυχροπολεμικός τρόμος ποτίζει τα πλάνα της ταινίας του Ράντφορντ, ο οποίος πάντως προσπαθεί σταθερά να μείνει πιστός στις βασικές θεματικές του βιβλίου. Στο σενάριο, το οποίο συνέγραψε μέσα σε τρεις εβδομάδες, θέλησε, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, να δημιουργήσει «μια ταινία επιστημονικής φαντασίας φτιαγμένη το 1948».

Ενα έντονα ατμοσφαιρικό έργο

Πράγματι, βλέποντας κανείς το φιλμ ανακαλεί π.χ. τα τοπία του βομβαρδισμένου Λονδίνου κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εικονογραφία των ναζιστικών συγκεντρώσεων (στις αντίστοιχες του οργουελικού κόμματος) ή τη ζοφερή καθημερινότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Η τελευταία δεν διαφέρει τρομερά από εκείνη του Ουίνστον Σμιθ (Τζον Χαρτ), ενός κατώτερου δημοσίου υπαλλήλου, ο οποίος εργάζεται στο υπουργείο Αλήθειας του επινοημένου κράτους της Ωκεανίας. Το καφκικό περιβάλλον και ο διαρκής έλεγχος της Αστυνομίας Σκέψης, που περιορίζει κάθε έκφραση ατομικότητας, οδηγούν τον Ουίνστον στην αντίδραση, η οποία βρίσκει την πιο ξεκάθαρη μορφή της στον έρωτά του για την Τζούλια (Σουζάνα Χάμιλτον). Οι δυο τους κάνουν μια βόλτα στην εξοχή, το μοναδικό μέρος στην ταινία που αποπνέει κάποια αίσθηση ειρήνης και ελευθερίας, ενώνονται σωματικά και ταυτόχρονα δημιουργούν τον δικό τους πνευματικό – συναισθηματικό θύλακο, ενάντια στους περιορισμούς που επιβάλλει το καθεστώς στις ερωτικές σχέσεις. Η ερμηνεία του σεξ ως επαναστατική πράξη μοιάζει σίγουρα γοητευτική, ειδικά μέσα στο περιβάλλον του θατσερικού συντηρητισμού –και των αντίρροπων σε αυτόν δυνάμεων– όπου γυρίστηκε η ταινία. Από την άλλη, ο ίδιος ο Οργουελ ήταν ούτως ή άλλως αρκετά μπροστά από την εποχή του, οπότε μπορούμε άνετα να του «πιστώσουμε» και τη συγκεκριμένη τολμηρή επιλογή.

Μέσα σε ένα εμφανώς εφιαλτικό περιβάλλον, ίσως η πιο ψυχοφθόρα (και για τον θεατή) πτυχή του κινηματογραφικού «1984» είναι αυτή των συνεχών ανακοινώσεων – ενημερώσεων – μηνυμάτων, που ακούγονται σχεδόν αδιάκοπα από μεγάφωνα και τηλεοπτικούς δέκτες, με στόχο να διαπεράσουν τη συνείδηση του δέκτη. Η κρατική προπαγάνδα, βασικό γνώρισμα όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων, αποκτά εδώ τη διάσταση βασανιστηρίου· ένας διαρκής βομβαρδισμός του μυαλού με γεγονότα και νούμερα στατιστικής, που μοιάζουν μακρινά όσο και ο πλανήτης Αρης σε σχέση με τις ζωές των πρωταγωνιστών. Επίσης, το «κακό» προσωποποιείται στη μορφή του Εμάνουελ Γκόλντσταϊν, πρώην ηγετικής φιγούρας του Κόμματος, που χαρακτηρίστηκε αντεπαναστάτης και εχθρός της Ωκεανίας – η ομοιότητα τόσο της ιστορίας του όσο και της εικόνας του με αυτή του Λέοντος Τρότσκι, σίγουρα δεν είναι τυχαία. Οπως αναφέραμε και παραπάνω, η χειραγώγηση των ειδήσεων, αλλά και της ίδιας της Ιστορίας, όπως τη συνέλαβε ο Οργουελ και την ερμήνευσε η ταινία του Ράντφορντ, θυμίζει πολλά και από τη δική μας σύγχρονη πραγματικότητα, ανεξαρτήτως αν η «δουλειά» γίνεται πλέον με πολύ πιο σύγχρονα μέσα.

Το μάτι της διαρκούς παρακολούθησης

Επειτα υπάρχει το κομμάτι της παρακολούθησης. Ο Μεγάλος Αδελφός στην ταινία (και στο βιβλίο) είναι πανταχού παρών, μέσα από τις οθόνες που μεταδίδουν το πρόσωπό του σταθερά, ώστε όλοι –προλετάριοι, υπάλληλοι και αξιωματούχοι– να γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή ότι τους επιβλέπει και τους καθοδηγεί. Το ακίνητο πρόσωπό του φέρνει προφανώς στον νου τα πορτρέτα του Χίτλερ, του Στάλιν ή διαβόητων δικτατόρων της Ιστορίας, τα οποία τοποθετούνταν παντού, περίπου εν είδει θρησκευτικών εικόνων. Ο Μεγάλος Αδελφός του Οργουελ, ωστόσο, δεν έμεινε εκεί. Με τα χρόνια ο όρος έγινε συνώνυμος της έννοιας της παρακολούθησης, ενώ το 1999 ο Ολλανδός τηλεοπτικός παραγωγός Τζον ντε Μολ δημιούργησε το «Big Brother», το πιο διάσημο ίσως ριάλιτι σόου της μικρής οθόνης, το οποίο τοποθετεί τους παίκτες μέσα σε ένα σπίτι, όπου τα πάντα καταγράφονται από κάμερες. Δυόμισι δεκαετίες αργότερα –και ενώ έχει μεσολαβήσει η επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου– ζούμε σε έναν κόσμο όπου ψηφιακά μάτια παρακολουθούν ουσιαστικά τα πάντα, ενώ τα «έξυπνα» κινητά μας τηλέφωνα αποδεικνύονται διαβολικά ικανά στο να μας παρουσιάζουν πληροφορίες, διαφημίσεις κ.λπ. γύρω από θέματα για τα οποία μόλις συζητούσαμε με τον διπλανό μας. Ολα αυτά ήταν μάλλον δύσκολο να τα προβλέψει ο Οργουελ, ωστόσο η ταινία του Ράντφορντ, γυρισμένη σε μια εποχή όπου τόσο οι κάμερες όσο και οι προσωπικοί υπολογιστές γίνονται όλο και πιο διαδεδομένοι, αποπνέει μια χαρακτηριστικά άβολη αίσθηση διαρκούς παρακολούθησης. Από την άλλη, την ίδια χρονιά ο Ρίντλεϊ Σκοτ γυρίζει ένα διαφημιστικό με αφορμή την κυκλοφορία του υπολογιστή Macintosh της Apple, διατρανώνοντας πως «το 1984 δεν θα είναι όπως το “1984”».

Η χειραγώγηση των ειδήσεων, όπως τη συνέλαβε ο Οργουελ και την ερμήνευσε η ταινία του Ράντφορντ, θυμίζει πολλά και από τη δική μας σύγχρονη πραγματικότητα, ανεξαρτήτως αν η «δουλειά» γίνεται πλέον με πολύ πιο σύγχρονα μέσα.

Ολα τα παραπάνω στοιχεία (Αστυνομία Σκέψης, καταπίεση, προπαγάνδα, παρακολούθηση κ.λπ.) συνθέτουν μια πραγματικότητα που, ακόμη και σήμερα, ορίζεται ως «οργουελική». Ο όρος χρησιμοποιείται για να περιγράψουμε παρόμοιου είδους δυστοπίες, τις οποίες συχνά συναντάμε και σε σύγχρονες εκδοχές της ποπ κουλτούρας, όπως στα μυθιστορήματα «Η ιστορία της θεραπαινίδας» της Μάργκαρετ Ατγουντ, «Τα παιδιά των ανθρώπων» της Π. Ντ. Τζέιμς και «V for Vendetta» του Αλαν Μουρ – και τα τρία έχουν αποκτήσει τις τηλεοπτικές – κινηματογραφικές εκδοχές τους. Συγκρίσεις βέβαια μπορούν να γίνουν και με το παρελθόν. Το 1932, δεκαεπτά χρόνια πριν από το «1984», κυκλοφόρησε ο «Θαυμαστός καινούργιος κόσμος» του Αλντους Χάξλεϊ, ένα μυθιστόρημα που επίσης έχει χαρακτηριστεί προφητικό για τις μετέπειτα εξελίξεις. «Το ότι στην πραγματικότητα η πολιτική της βίαιης καταπίεσης μπορεί να συνεχίζεται επ’ αόριστον, μου μοιάζει αμφίβολο. Προσωπικά πιστεύω ότι η άρχουσα ολιγαρχία θα βρει λιγότερο κοπιαστικούς και σπάταλους τρόπους να κυβερνά και να ικανοποιεί τον πόθο της για εξουσία, κι αυτοί οι τρόποι θα μοιάζουν με εκείνους που περιέγραψα στον “Θαυμαστό καινούργιο κόσμο”», σημειώνει ο Χάξλεϊ σε επιστολή του προς τον Οργουελ, αφού διάβασε το δικό του βιβλίο.

Αστυνομία Σκέψης, καταπίεση, περιορισμός κάθε έκφρασης ατομικότητας, προπαγάνδα, παρακολούθηση κ.λπ. συνθέτουν μια πραγματικότητα που, ακόμη και σήμερα, ορίζεται ως «οργουελική».

Πίσω στην ταινία, ο Μάικλ Ράντφορντ και οι συνεργάτες του επιλέγουν ένα κάπως πιο ελπιδοφόρο φινάλε από εκείνο του βιβλίου. Στο τελευταίο, ο… αναμορφωμένος πλέον Σμιθ πίνει υπάκουα το τζιν του, έχοντας αποκηρύξει την Τζούλια και παραιτηθεί από κάθε ανατρεπτική ενέργεια. Η τελευταία του σκέψη είναι ότι αγαπά τον Μεγάλο Αδελφό. Κάτι παρόμοιο μοιάζει να συμβαίνει και στο φιλμ, ωστόσο λίγο πριν από το τέλος ο ήρωας παίρνει το βλέμμα του από τον ηγέτη για να το στρέψει, δακρυσμένος, κάπου αλλού· «σ’ αγαπώ», ακούμε τη φωνή του να ψιθυρίζει και καταλαβαίνουμε ότι στο πιο μύχιο καταφύγιο του μυαλού του βρίσκεται ακόμη η αγαπημένη του.

Η τελευταία λάμψη ενός αστέρα

Ενας δευτερεύων αλλά πολύ σημαντικός χαρακτήρας του «1984» είναι αυτός του Ο’ Μπράιαν. Υψηλόβαθμο στέλεχος του Κόμματος, αρχικά δημιουργεί την εντύπωση στον Σμιθ ότι πρόκειται επίσης για «εγκληματία σκέψης», όπως εκείνος, αν όχι για μυστικό πράκτορα του ίδιου του Γκόλντσταϊν. Οπως όμως θα διαπιστώσει αργότερα με τον πιο οδυνηρό τρόπο, αυτό ήταν απλώς ένα προσωπείο προκειμένου ο Ο’ Μπράιαν να τον παγιδεύσει και τελικά να τον υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια για να τον σωφρονίσει. Στην ταινία τον ρόλο του μειλίχιου ανακριτή – βασανιστή υποδύεται ο Ρίτσαρντ Μπάρτον, σε αυτή που έμελλε να είναι και η τελευταία ερμηνεία της καριέρας του, αφού έφυγε από τη ζωή λίγους μήνες πριν από την κυκλοφορία της ταινίας.

Ο Ρίτσαρντ Μπάρτον στα γυρίσματα της ταινίας «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» στο Λονδίνο. [ASSOCIATED PRESS]

Ο επτάκις υποψήφιος για Οσκαρ Βρετανός ηθοποιός ανέλαβε τον ρόλο ως… αντικαταστάτης του Πολ Σκόφιλντ, ο οποίος έσπασε το πόδι του λίγο πριν από την έναρξη της παραγωγής. Εφτασε μάλιστα από το σπίτι του στην Αϊτή έξι εβδομάδες αφότου είχαν ξεκινήσει τα γυρίσματα, ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να απαιτήσει η φόρμα εργασίας, με την οποία είναι ντυμένος ο χαρακτήρας του, να ραφτεί sur mesure για εκείνον στην περίφημη Σάβιλ Ρόου του Λονδίνου. Δεν ήταν άλλωστε κανένας τυχαίος. Δοξασμένος τόσο στο σινεμά («Μπέκετ», «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο», «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» κ.ά.) όσο και στο θεατρικό σανίδι, όπου θεωρείται από τους κορυφαίους σαιξπηρικούς ερμηνευτές του 20ού αιώνα, ο Μπάρτον υπήρξε αστέρας ολκής και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, με κασέ που ξεπερνούσε το ένα εκατ. δολάρια τη δεκαετία του 1960. Εξίσου διάσημος ήταν και για την πολύκροτη σχέση του με την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, την οποία παντρεύτηκε δύο φορές, παίρνοντας και ισάριθμα διαζύγια από το 1964 μέχρι το 1976.

*Επιμέλεια: Ευάνθης Χατζηβασιλείου

* Ο Αιμίλιος Χαρμπής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. Εργάζεται ως δημοσιογράφος στην Καθημερινή από το 2014, ενώ από το 2016 έχει αναλάβει την κινηματογραφική κριτική της εφημερίδας. Σπούδασε Ιστορία, Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στην Φιλοσοφική Αθηνών και έκανε Μεταπτυχιακό (MA)