13 Ιουλίου 2025

Περιοδικά και βιβλία στο υπόγειο : όσα (δεν) μας σχημάτισαν

Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

Στην Ελλάδα των πολυκατοικιών, που σπάνια έχουν κανονικά υπόγεια, ή των καινούριων μονοκατοικιών όπου συχνά οι (μάλλον ημι-) υπόγειοι χώροι διαμορφώνονται περισσότερο ως play room ή ως πρόσθετοι χώροι κατοίκησης, η έννοια του υπόγειου ως αποθηκευτικού χώρου είναι σχετικά χλωμή.
Στην προσωπική μου ζωή, όπως αυτή ξεκίνησε στο πατρικό- μια μονοκατοικία που έχτισαν οι γονείς μου για τη ζωή της οικογένειάς μας- βίωσα την έννοια του υπόγειου στα γεμάτα. Ήταν μια άλλη επικράτεια από την «πάνω»- της καθημερινής κατοίκησης-, μα διέφερε κι από το χρηστικό πλυσταριό, που ήταν σε ένα κτίσμα δίπλα στο κύριο σπίτι, όπως διέφερε βεβαίως κι από τον κήπο και την αυλή. Μια ενδιάμεση θέση: ούτε ακριβώς «μέσα στο σπίτι» του κανονικού ρυθμού, ούτε ακριβώς «έξω» από τους τοίχους του κυρίως σπιτιού.

Η χρήση του υπογείου ήταν κυρίως αποθηκευτική. Όχι όμως για τα πράγματα που εποχικά θα τα χρειαζόμαστε- δεν ζούσαμε ακόμα την εποχή της ξέφρενης κατανάλωσης, οπότε αυτά χωρούσαν στις ντουλάπες του πάνω σπιτιού-, ούτε για κάποια είδη που μπορεί εμάς να μή μας έκαναν πιά αλλά να αποδεικνυόταν χρήσιμα σε συγγενείς ή άλλους κοντινούς μας (όπως το νυφικό της μητέρας μου που είχε εξυπηρετήσει σε κάποιες άλλες γαμήλιες τελετουργίες, μα κυρίως για τα εντελώς αχρείαστα, αυτά που δεν θα τα αναζητούσαμε για την κανονικότητα- ούτε εμείς, ούτε κάποιος άλλος.

Με αυτή την έννοια, το υπόγειο λειτουργούσε για μένα ως φίλιο καταφύγιο: έτσι όπως (σχεδόν) όλα εκεί ήταν «με τη βούλα» αχρείαστα, η ατμόσφαιρα ήταν ορισμένως ανακουφιστική, σε σχέση με τα πολλαπλά «πρέπει» των εκπαιδευτικών απαιτήσεων εκείνων του καιρού, που άρχιζαν με τρομαχτική ένταση ήδη από το Δημοτικό Σχολείο για να κλιμακωθεί περαιτέρω στις επόμενες βαθμίδες.

Η λειτουργία αυτή δεν είχε οποιαδήποτε σύνδεση με ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις που θα προσομοίωναν το υπόγειο με το υποσυνείδητο ή ακόμα και με το «ανοίκειο» και το υπόκωφα αναστατωτικό. Αντιθέτως, κάθε επίσκεψή μου εκεί αφορούσε ένα «νόμιμο», αναγνωρισμένο διάλειμμα (αρκεί να μην κρατούσε πολύ), μη απειλητικό, σχεδόν πικάντικο.

Αλλά, πέραν της ενέργειας της «ενδιάμεσης» περιοχής που εξέπεμπε το υπόγειο, τί ακριβώς αποθηκευόταν εκεί, και τί το καθιστούσε ορισμένως ενδιαφέρον;

****

Τα αχρείαστα πράγματα που αποθηκευόταν εκεί ήταν κυρίως χαρτιά. Τυπωμένα χαρτιά: παλιά περιοδικά και παλιά βιβλία. Γιατί αυτό, και όχι κάτι άλλο; Ενδεχομένως, τα τυπωμένα χαρτιά να ήταν το μόνο είδος που χαρακτηριζόταν από μια υπερκατανάλωση- σε αντίθεση με το μέτρο που κυριαρχούσε στο σπίτι, μα και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.

Μια κατηγορία από μόνη της ήταν τα παλιά παιδικά περιοδικά: από τον «Μικρό Ήρωα», τον «Ζορρό» και τον «Μικρό Μπουρλοτιέρη» ή τον «Μικρό Ιππότη», ως τα «Κλασικά Εικονογραφημένα» και τα «Παράξενα» ή τα «Διαπλανητικά». Δεν μπορούσες πιά να τα ξαναδιαβάσεις- μα μια περιδιάβαση στα εξώφυλλά τους ανακαλούσε μια περασμένη ευτυχία, της ηλικίας που αυτά λειτουργούσαν ως πυκνωτές συγκινήσεων, προσφέροντας μια θελκτική ετεροτοπία μακριά από τις υποχρεώσεις του σχολείου και τις περιβάλλουσες συνθήκες στο πεδίο της πραγματικότητας.

Οπωσδήποτε, αυτός ο φλογερός αναβαπτισμός δεν γινόταν παρά να είναι σχεδόν στιγμιαίος: υπήρχε πλήρης συνείδηση ότι το παιχνίδι παιζόταν πλέον αλλού, ήταν άλλες πιά οι ανάγκες.

****


Μια άλλη κατηγορία περιοδικών του υπογείου ήταν τα μεγάλου μεγέθους εικονογραφημένα περιοδικά για ενηλίκους, όπως οι «Εικόνες» ή τα «Επίκαιρα», αλλά και άλλα καινοφανή για την «Εποχή» τους, όπως η «Γυναίκα», ή και κάποια ξένα εβδομαδιαία σαν το γαλλικό «Paris Match». Από τεχνική άποψη, για την εποχή τους ήταν με τον τρόπο τους καινοτόμα και μοντέρνα: όχι μόνο από την άποψη ότι η θέαση του ευρύτερου Κόσμου γινόταν πολύ δια της φωτογραφίας και όχι πια δια του κειμένου, αλλά και επίσης από το ότι αναδεικνυόταν (έστω και δια της μνημόνευσής τους, όχι δια της ερμηνείας) οι νέες τάσεις της κοινωνίας. Ό,τι είδους γυαλιά να φορούσε το καθένα από αυτά τα περιοδικά, πάντως το βλέμμα τους φαινόταν να είναι στο μέλλον, και όχι στην ανακύκλωση των παλιών.

Ωραία όλα αυτά. Μα έτσι όπως ήταν ακουμπισμένα και στοιβαγμένα πιά στο υπόγειο, έδειχναν πολύ τα συγκεκριμένα όριά τους. Κατά κάποιο τρόπο, ένα περιοδικό αυτού του είδους είναι ορισμένως μια εβδομαδιαία εφημερίδα: είναι μια κατασκευή γύρω από το εφήμερο, «τα νέα της ημέρας», άντε της εβδομάδας. Ποια μυρωδιά να βγάζει το εφήμερο ένα- δυο χρόνια μετά; Για παράδειγμα, ένα από αυτά τα περιοδικά είχε στο εξώφυλλό του τον Μιγκέλ Νικολάου, έναν ποδοσφαιριστή που ήλθε από την Αργεντινή στον Ολυμπιακό ως περίπου «ο καλλίτερος του πλανήτη», είχε έλθει μάλιστα με ελικόπτερο στον πρώτο του αγώνα στο ασφυκτικά γεμάτο γήπεδο Καραϊσκάκη. Κοίταζα το δοξαστικό παλιό εξώφυλλο, γνωρίζοντας ότι αυτός ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να αγωνιστεί παρά σε πολύ λίγους αγώνες, και μάλιστα χωρίς να διακριθεί. Τραυματίστηκε άσχημα στην Ελλάδα; Ήλθε τραυματισμένος από το Μπουένος Άϊρες; Κάτι άλλο; Ποιος να ξέρει; Και γιατί να το ψάξει; Περσινά ξινά σταφύλια. Και είναι μεγάλος ο κατακλυσμός των καινούριων εφήμερων που ζητούν την (εφήμερη) προσοχή μας.

Όμως, η φθορά δεν έχει και κάτι το ελκυστικό; Γιατί αυτά τα παλιά περιοδικά, με ξεβαμμένα τα χρώματά τους από την υγρασία του υπογείου, δεν λειτουργούσαν έτσι;

Υπάρχουν κάποια ουσιαστικά ζητήματα σχετικά με τη φθορά: φθείρεται ό,τι ζει. Αυτή η χαρτόμαζα εκεί στεκόταν σαν κούτσουρο, δεν είχε πιά ψυχή. Έπειτα, γνωρίζουμε βιωματικά- ιδίως όταν παρατηρούμε κτίρια περασμένων εποχών- ότι όσο φθείρεται κάτι τόσο αναδεικνύεται διαυγέστερα η ιδέα – το concept, στην αγγλοσαξονική διανοητική ατμόσφαιρα- του σχηματισμού του. Και η ιδέα που υποστήριζε την παραγωγή αυτών των περιοδικών ήταν: με βάση τις ειδήσεις της εβδομάδας να προκύψει ένα έντυπο για άμεση κατανάλωση. Για άμεση, καθώς την άλλη εβδομάδα θα ερχόταν το καινούριο, την παρα-άλλη το ίδιο. Αυτά δεν γράφονται υποτιμητικά- αντιθέτως: απολαμβάναμε στο σπίτι αυτά τα ιδιαίτερα προϊόντα, γι’αυτό συνεχίζαμε να τα παίρνουμε ανελλιπώς-, μα προκειμένου να προσδιοριστούν ευκρινέστερα οι συνθήκες της ύπαρξής τους.

Η παραγνώριση των συνθηκών μπορεί να προκαλέσει κωμικές παρενέργειες. Υπάρχουν άνθρωποι που κρατούν στο δικό τους υπόγειο τέτοια περιοδικά- ισχύει κατ’αναλογία για πολλά πεδία: από τα κτίρια ως τα επιφανειακά χαρακτηριστικά μιας ανθρωποθάλασσας-, και ξενυχτώντας καταγράφοντας σε αρχεία τα περιεχόμενά τους, νομίζοντας ότι έτσι αρχειοθετούν την ανθρώπινη γνώση.

Με λίγα λόγια, κρίσιμη σημασία έχει το τί είναι αυτό που φθείρεται. Για παράδειγμα, ο σύγχρονος μύστης της φθοράς Αβραάμ Παυλίδης, από τη Θεσαλονίκη, στα μνημειώδη βιβλία του «Νέα Ερείπια», και «Περί φθοράς και απώλειας», εκδόσεις ΜΙΕΤ, μεταξύ άλλων αναφέρεται στην παραπεταμένη φωτογραφία του ιδρυτή μιας ελληνικής βιομηχανίας, στο δάπεδο του από χρόνια κλειστού και εγκατελειμμένου εργοστασία του. Στην προκείμενη περίπτωση, η αλλοίωση της φωτογραφίας με την πάροδο του χρόνου συνδέεται με τη μοίρα της συγκεκριμένης παραγωγικής δραστηριότητας εκεί. Τεράστιο το βάρος του συμβολισμού όταν ευθέως συνδέεται με τις περιπέτειες του βίου στο πεδίο.

Σε κάθε περίπτωση, ένα πρόχειρο ξεφύλλισμά των συγκεκριμένων περιοδικών στο υπόγειο του πατρικού- κάνοντας διάλειμμα από τις υποχρεώσεις του κανονικού σπιτιού- είχε διαφορετική λειτουργία : μια κάποια ανακουφιστική διάσταση σε προσωπικό επίπεδο, καθώς ήσυχα και εύκολα διαπίστωνα ότι θέματα που προβαλλόταν ως τεράστιου ενδιαφέροντος τη μια μέρα, σχεδόν δεν υπήρχαν την επόμενη μέρα. Η επίγνωση της σχετικότητας ήταν εκτός από ξεκουραστική, και ορισμένως διδακτική.

*****


Η τρίτη και τελευταία κατηγορία τυπωμένων χαρτιών του υπογείου αφορούσε σε βιβλία. Παλιά βιβλία του πατέρα μου, αποθηκευμένα με τάξη σε δυο μεγάλα μπαούλα. Από τη μια τα βιβλία από τις σπουδές του στη Νομική Αθηνών: από την ώρα που ολοκλήρωσε τις σπουδές και έδωσε τον όρκο, είχε αποφασίσει ότι δεν θα ασκήσει αυτό το επάγγελμα, οπότε η παρουσία τους στο υπόγειο είχε μάλλον αναμνηστικό χαρακτήρα, δεν θα τα χρησιμοποιούσε πιά. Από την άλλη, ήταν μάλλον βιβλία της νεότητάς του, κυρίως λογοτεχνικά. Είχαν ωραίο δέσιμο, πολλά ήταν των εκδόσεων Ελευθερουδάκη εκείνης της εποχής, πάντως ήταν βιβλία που δεν τον ενδιέφεραν πια, όπως φαντάζομαι ότι δεν είχε κάποιο κίνητρο να παρακολουθήσει ταινίες της νεότητάς του, από την ώρα που οι κινηματογράφοι έπαιζαν συνεχώς καινούρια, πολύ ενδιαφέροντα έργα.

Αν αυτά τα παλιά βιβλία δεν παρουσίαζαν κάποιο ενδιαφέρον για τον πατέρα μου, γιατί να παρουσιάζουν για μένα, που είχα τόσο καινούρια πράγματα να διαβάσω; Περιοριζόμουν να κοιτάζω τους τίτλους τους κάπου κάπου, έχοντας την αίσθηση ότι έπαιρνα μια γεύση από νύξεις σε κάποιο άτυπο ημερολόγιο της πρότερης ζωής του.

****

Συνοψίζοντας, το μισοφωτισμένο υπόγειο του πατρικού μου λειτούργησε όσο λειτούργησε ως ένας χώρος διαλείμματος «εντός των τειχών» , με κύριο χαρακτηριστικό του τα αχρείαστα τυπωμένα χαρτιά. Σταδιακά, με τη μετακίνησή μου σε τόπο μακριά από το πατρικό για τις σπουδές μου στο Πολυτεχνείο, το «εκτός των τειχών» ήταν πλέον στο επίκεντρο, έχοντας μάλιστα εκρηκτικό ενδιαφέρον. Παράλληλα, άλλαξε και ο χαρακτήρας του «εντός των τειχών»: στην επιστροφή μου κατά την περίοδο των διακοπών, απολάμβανα το πατρικό μόνο ως γιορτινό τόπο, ενώ τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας μετακόμισαν στον τόπο των σπουδών.

Ολόκληρο το υπόγειο έγινε πιά πρακτικά αχρείαστο, για τις προσωπικές μου ανάγκες. Σταδιακά, η μητέρα μου προσαρμόζοντας τα του σπιτιού στις νέες ανάγκες (χρειαζόταν χώρος για την εγκατάσταση καυστήρα για το καλοριφέρ της μονοκατοικίας), και στα πλαίσια μιας γενικής καθαριότητας, τα τυπωμένα χαρτιά εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας. Κανείς μας δεν τα αναζήτησε.


Τα βιβλία ενός άλλου, σημερινού υπογείου

Συμβαίνει και το σημερινό μας σπίτι να έχει υπόγειο, όπως και το πατρικό. Το περιεχόμενό του είναι πολύτροπο: παπούτσια, βαλίτσες, ρούχα, παλιά παιδικά παιχνίδια σε αποσύνθεση, παλιοί δίσκοι βινυλίου, και βιβλία. Ένας ολόκληρος τοίχος, καλυμμένος από πάνω μέχρι κάτω με βιβλία.

Έχω αυτόν τον τοίχο στο μυαλό μου ως τον «κήπο των αδιάβαστων βιβλίων». Δεν πρόκειται για βιβλία που περιμένουν τη σειρά τους κάποτε να διαβαστούν, δεν συνιστούν ένα κοίτασμα προς μελλοντική αξιοποίηση. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα διαβαστούν (από μένα, τουλάχιστον) ποτέ.

Τί με παρακίνησε να τα αποκτήσω; Την εποχή που τα πήρα, προσομοίαζαν με αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν will- ó- wisp, το φασματικό φωτάκι που τρεμοσβήνει, αυτό που βλέπουν οι ταξιδιώτες τις νύχτες σε σκοτεινές περιοχές της μεθορίου και έχουν τον πειρασμό να το ακολουθήσουν, μήπως και βρουν κάπου να ζεσταθούν. Δεν φταίνε τα φωτάκια αν οι ταξιδιώτες παραπλανηθούν, δεν τάχει βάλει κάποιος εκεί για κακό σκοπό, είναι το μυαλό των ανθρώπων που συχνά παίζει με τα φαινόμενα.

Κι έπειτα, ισχύει για τις κινήσεις μας αυτό που στη Μηχανική αποκαλείται «trial and error», που προκειμένου να προκύψει μια ικανοποιητική λύση, δοκιμάζουμε, πειραματιζόμαστε, και αναλόγως διορθώνουμε, προσαρμόζουμε. Με αυτή την έννοια, τα αδιάβαστα βιβλία κατά κάποιο τρόπο προετοιμάζουν το έδαφος, προκειμένου να προκύψουν αυτά που όντως αξίζουν την προσοχή μας. Αυτό συνεπάγεται ότι κάποια από τα βιβλία του υπογείου δεν είναι ακριβώς αδιάβαστα: μπορεί να υπήρξαν κάποτε μέρος της βιβλιοθήκης του «πάνω σπιτιού», παρέα με όσα συνέβαλλαν στον σχηματισμό μου, μα σταδιακά ξεθύμαναν, ξεπεράστηκαν, έγιναν αναχρονιστικά και επομένως διπλά αδιάφορα.

****

Επισκέπτομαι κάπου κάπου το σημερινό μας υπόγειο, για πρακτικούς λόγους- όχι όπως αυτό του πατρικού. Μια στο τόσο, κοντοστέκομαι στον «κήπο των αδιάβαστων βιβλίων», κυρίως για να αφήσω εκεί την καινούρια σοδειά των αδιάφορων. Τις τελευταίες φορές κοιτάζω αυτόν τον τοίχο αλλιώς, έχοντας στο νου μου την πολυπόθητη γενική καθαριότητα, συνολικά για τα πράγματα του υπογείου. Δεν θα μου λείψουν αυτά τα βιβλία. Δεν πρόκειται να τα πετάξω- δεν μου πάει να πετάω βιβλία. Ούτε θα τα χαρίσω κάπου συγκεκριμένα- χαρίζω μόνο βιβλία που μου αρέσουν, που τα βρίσκω ενδιαφέροντα. Κάπου θα τα αφήνω, σε κόμβους κυκλοφορίας ανθρώπων που μπορεί να ενδιαφέρονται: στις προηγούμενες σχετικές εμπειρίες μου, κάποιοι έδωσαν μια δεύτερη ευκαιρία σε τέτοια βιβλία.

Παράλληλα, αποχωριζόμενος αυτό τον τοίχο που ως δομικό υλικό έχει τις πολύχρωμες ράχες των βιβλίων, θέλω να αποτίσω έναν φόρο τιμής στα will- ó- wisp που με οδήγησαν σε ενέργειες που κατέληξαν στην «οικοδόμησή» του.

****

Περιδιαβάζοντας λοιπόν στη λίμνη των τίτλων και των εξωφύλλων, το μάτι μου πέφτει σε ένα πολυσέλιδο βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο με τίτλο «Σημειολογία- συλλογή άρθρων 1970- 1990», εκδόσεις Μάλλιαρη. Το ξεφύλλισα. Πρόκειται για άρθρα που είχαν δημοσιευτεί στο εβδομαδιαίο ιταλικό περιοδικό Espresso. Παρά το οξύ πνεύμα του Έκο, τα κείμενα δεν είχαν διαχρονικό ενδιαφέρον, αφορούσαν τις συγκεκριμένες τοτινές συνθήκες της ιταλικής κοινωνίας και πολιτικής. Το όλο πράγμα θύμιζε κάπως τα περιοδικά που ήταν στοιβαγμένα στο υπόγειο του πατρικού μου. Έπεσα πάντως σε κάτι που βρήκα ενδιαφέρον: σε κείμενο για το σκάνδαλο Γουώτεργκαίητ στην Αμερική και τη βαθμιαία αποκαθήλωση του Προέδρου Νίξον από τον Τύπο, δια της αποκαθήλωσης των συνεργατών του, ο Έκο αναφέρεται σε επιστολή αναγνώστη που δημοσίευσε το ευρύτατης κυκλοφορίας περιοδικό Time, το κύριο σημείο της οποίας ήταν: «Κύριοι, ακούσατε ποτέ να μιλούν για μπουρδέλο στο οποίο η τσατσά ήτανε παρθένα;» Πολύ ενδιαφέρον πολιτικό σχόλιο. Έκλεισα το βιβλίο, για να πάω σε άλλα.

Στη συνέχεια, τράβηξε την προσοχή μου ένα άλλο βιβλίο με τίτλο «Sex and buildings»- Modern Architecture and the Sexual Revolution», του Richard Williams, καθηγητή στο πεδίο «contemporary visual cultures» στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, εκδόσεις Reaktion Books, 2013. Ο τίτλος του ήταν ο λόγος που με παρακίνησε να το προμηθευτώ. Συνειρμικά θυμήθηκα ένα άλλο βιβλίο με τίτλο «Sex in DDR»/ «Σεξ στην Ανατολική Γερμανία», μια ορισμένως ενδιαφέρουσα προσέγγιση των πραγμάτων. Δεν ισχύει το ίδιο για το «Sex and Buildings». Ανακάλεσα στο μυαλό μου τη δυσφορία που μου προκάλεσε η προσπάθεια ανάγνωσής του. Ένα δυσλειτουργικό πόνημα, που χωρίς να εξηγήσει τις έννοιες στις οποίες αναφερόταν, και ανακατεύοντας πολλά σε ένα μίξερ, θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά σε έναν πολύ λεπταίσθητο αναγνώστη. Απομάκρυνα το βιβλίο που με θύμωσε: έχεις μια ευθύνη όταν γράφεις και δημοσιεύεις.

Αφού προσπέρασα μια σειρά από τίτλους αδιάβαστων βιβλίων, για τους οποίους δεν είχα διάθεση να εμβαθύνω, έπιασα στα χέρια μου ένα μικρό, κομψό βιβλίο και κιτρινόμαυρο εξώφυλλο. Πρόκειται για το θεατρικό «The Voysey Inheritance» του Harley Granville Barker, εκδόσεις methuen drama. Ο Barker (1877- 1946) υπήρξε μια εξέχουσα μορφή του βρετανικού θεάτρου, για το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα. Έριξα μια ματιά στην υπόθεση του έργου, όπως παρουσιαζόταν στο οπισθόφυλλο. Μεταφράζω: «Ο κόσμος των αυστηρών αρχών του πρωταγωνιστή αναποδογυρίζεται όταν ο πατέρας του αποκαλύπτει ότι παράνομα ^παίζει^ με τα λεφτά των πελατών του, στην οικογενειακή τους επιχείρηση. Ακόμα χειρότερα, διαπιστώνει ότι ο πατέρας του προτιμάει να συνεχίσει τη βρώμικη διαχείριση, αντί να εκτεθεί σε δημόσιο εξευτελισμό. Μάλιστα, ο γεννήτορας του λέει: ^ Ασφαλώς είναι ευχάριστο και άνετο να κινείσαι μέσα στα πλαίσια του νόμου…Αν όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει, πρέπει να κοιτάξεις τον εαυτό σου. Πρέπει τότε να καλλιεργήσεις τη δική σου αντίληψη για το τί είναι σωστό ή λάθος…να φτιάξεις τη δική σου δικαιοσύνη. Αυτό σε κάνει μεγάλο άνδρα…» Έμεινα ακίνητος για λίγο. Το έργο φαίνεται συγκλονιστικό, οπότε γιατί βρέθηκε εκεί κάτω; Μήπως το θέμα του είναι τόσο αναστατωτικό που θα προτιμούσα να το δω ζωντανά στη σκηνή, αντί να το διαβάσω; Όπως και νάχει, το έσωσα την τελευταία στιγμή. Φυσικά το ανέβασα πάνω στο σπίτι. Εκεί είναι η θέση του.

*****

Το επόμενο βιβλίο που έπιασα στα χέρια μου, και κάτι μου έλεγε, με οδήγησε σε μια σειρά σκέψεων. Πριν από χρόνους και καιρούς, στον Charing Cross Street, τον πάλαι ποτέ δρόμο των βιβλιοπωλείων στο Λονδίνο, υπήρχαν δύο πολύ δυνατά, πλούσια σε τίτλους μαρξιστικά βιβλιοπωλεία- με το ίδιο όνομα!!-, το ένα με έμφαση στη σοβιετική εκδοχή των πραγμάτων (όχι στενά, συμπεριλάμβανε και Γάλλους διανοούμενους, μεταξύ άλλων), και το άλλο στη μαοϊκή (ήταν στο φόρτε της μετά το Βιετνάμ, τον Μάη του 68, και τα σχετικά), από την ευρωπαϊκή σκοπιά πάντως και τα δύο.

Δημιουργός ήταν η εμβληματική Eva Collet Ricket ( της γνωστής βιομηχανίας Ricket Colman- σε μόνιμη διαφωνία με τον αδελφό της, συντηρητικό συγγραφέα, και στο μάτι του ΜΙ5, επειδή υποστήριζε το Κομμουνιστικό Κόμμα Βρετανίας). Η Collet (1890- 1976), αυτή η θεληματική, επίμονη Αγγλίδα, ίδρυσε το βιβλιοπωλείο το 1933, στη ζοφερή περίοδο που προηγήθηκε του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα, που τα βιβλιοπωλεία στο Λονδίνο είναι συρρικνωμένα, και συχνά μιας και μόνης ιδιοκτησίας, δεν έχει μείνει έτσι κι αλλιώς ίχνος απ’άλλα κι άλλα, πόσο μάλλον από αυτά.


Υπάρχουν και εξαιρέσεις στον κανόνα της μονοκαλλιέργειας. Κάπου κοντά στο Βρετανικό Μουσείο, στο Bloomsbury Street, υπάρχει ένα πολύ μικρό βιβλιοπωλείο ιδιαίτερου τροπισμού, το Bookmarks, κάτι σαν το μικρό γαλατικό χωριό του Αστερίξ ή κατ’αναλογία, σαν να πας στον «Ζέφυρο» στα Πετράλωνα επειδή θυμάσαι τους παλιούς θερινούς κινηματογράφους.

Η ατμόσφαιρα εκεί είναι ζεστή, οικογενειακή. Η εξαίρεση στους τίτλους των βιβλίων- που δεν τα βρίσκεις πουθενά αλλού- εξάπτει για λίγο το ενδιαφέρον, οι άνθρωποι που το «τρέχουν» πολύ ενημερωμένοι. Τον τόνο δίνει ένας ηλικιωμένος που στο ντύσιμο μοιάζει με τον συγκάτοικο του Χιού Γκραντ στο φιλμ «Notting Hill».

Πήρα το «The Politics and Poetics of Everyday Life» της Kristin Ross, Verso 2033, για να μην φύγω με άδεια χέρια. Πριν να το κατεβάσω στο υπόγειο, το ξεφύλλισα στο «πάνω σπίτι». Συμπαθητικών προθέσεων, μα χαμηλών πτήσεων, και πολλή ναφθαλίνη, ανακατεύοντας τα παλιά, που ό,τι ήταν να δώσουν το έδωσαν- και λίγο δεν ήταν, στον καιρό τους.

Το άφησα το βιβλίο στο υπόγειο. Τα ζητήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι πάντα ζωντανά, συχνά γίνονται καυτά, και όσο να πετάγονται από το παράθυρο, αυτά μπαίνουν από την πόρτα. Μόνο που χρειάζεται πιά μια πολύ φρέσκια ατμόσφαιρα, ένας καινούριος πολύ δροσερός αέρας, όλα από την αρχή για να’χουν νόημα, ενδιαφέρον, θελκτικότητα, αποδοτικότητα- για να αξίζουν τον έρωτά μας!!

****


Καταλήγω με το βιβλίο «Ασιατικά διηγήματα» του Γκομπινώ, σε μετάφραση από τα γαλλικά του Ν. Βεντήρη, ένα βιβλίο μικρού σχήματος, ωραία δεμένο με κοκκινωπό εξώφυλλο, εκδόσεις Ελευθερουδάκη, 1931. Ανοίγω στην τύχη, εκεί που αρχίζει το διήγημα «Οι ερωτευμένοι του Κανδαχάρ». Γράφει: «Ερωτάτε αν ήταν όμορφος; Όμορφος σαν άγγελος! Το χρώμα της επιδερμίδος του ήταν λίγο μελαψό, μα δίχως τη σκούρη εκείνη απόχρωση που μοιάζει σαν χώμα και που είναι σημείο βέβαιο μιας νόθας καταγωγής, ήταν ζωντανό μελαψό σα φρούτο ωριμασμένο στον ήλιο. Τα μαύρα μαλλιά του έπεφταν, όπως ήταν κατσαρά, περίσσια επάνω από τις σφιχτοδεμένες δίπλες του γαλάζιου με κόκκινες γραμμές σαρικιού του, ένα μουστάκι λεπτό, κυματιστό, μακρούτσικο, χάϊδευε τις απαλές γραμμές του απάνω χείλους του, που είχε καθάρια και υπερήφανη κατατομή κατατομή και φανέρωνε ζωή και πάθος. Τα μάτια του γλυκά και βαθιά, άναβαν εύκολα σαν αστραπές…Δυστυχώς, αν και ήταν τέλειος, και από απόψεως εξωτερικής μορφής και από απόψεως προτερημάτων της ψυχής, και είχε την τιμή να κατάγεται από ξακουστή γενιά, του έλειπαν πάρα πολλά πράγματα, ήταν φτωχός».

Κάποια στιγμή, κατά την εξέλιξη του διηγήματος, εν μέσω κινδυνωδών περιπετειών ο νέος γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του: «…ζαλίστηκε, τα μάτια του σκοτίστηκαν…Στεκόταν μπροστά του με όλη τη μεγαλοπρέπεια μιας ομορφιάς, που ποτέ του δεν φαντάστηκε, αξιολάτρευτη, με τη ρόμπα της από κόκκινη γάζα, με χρυσά λουλούδια, με τα όμορφά της τα μαλλιά, τυλιγμένη με πέπλους γαλάζιους, διαφανείς, κεντημένους με ασήμι και στολισμένους με ένα τριαντάφυλλο. Η καρδιά του χτυπούσε, η ψυχή του μέθυσε, δεν μπόρεσε να πει μια λέξη. Και εκείνη με φωνή καθαρή, υποβλητική, γλυκειά…»

Είχα βιαστεί να κατεβάσω το βιβλίο στο υπόγειο. Πιθανώς να επηρεάστηκα από το ότι σε μια πρόχειρη προσέγγιση του βιογραφικού του (Αρθούρος Γκομπινώ 1816- 1882), είχα διαβάσει ότι ο άνθρωπος αυτός είχε διατυπώσει στην εποχή του θεωρίες περί «ανισότητας των ανθρωπίνων φυλών», οι οποίες πάντως είχαν ένα ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα, του τύπου ότι «ο ιμπεριαλισμός είναι μια σαθρή εξέλιξη του τρόπου με τον οποίο οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται τον Κόσμο» ή τα όσα γράφει στο βιβλίο του «Η ιστορία των Περσών κατά τους Ανατολίτας, τους Ελληνας και Λατίνους συγγραφείς» (1869), όπου κατά την εισαγωγή της έκδοσης Ελευθερουδάκη, «υποστηρίζει ότι οι Έλληνες ηδίκησαν τους Πέρσας και εμερολήπτησαν υπέρ του ιδίου των έθνους γράφοντες την ιστορίαν των Μηδικών πολέμων…και ότι η εξ Ελλάδος απώθησις των Περσών, οίτινες επραγματοποίουν τον ευγενέστερον τύπον της αρίας φυλής, υπήρξε δυστύχημα διά την ανθρωπότητα…»

Ο Αρθούρος Γκομπινώ, ιστορικός, φιλόσοφος και λογοτέχνης, γνώρισε τον Κόσμο ως πρεσβευτής της Γαλλίας στην Τεχεράνη (1860-1864), στην Αθήνα (1864- 1868), στο Ρίο ντε Τζανέϊρο της Βραζιλίας (1868- 1870), και στη Στοκχόλμη (1872- 1877). «Κατά την εν Αθήναις διαμονήν του Γκομπινώ», σημειώνεται στην εισαγωγή των ^Ασιατικών διηγημάτων^, «απέθανεν η θυγάτηρ αυτού και ετάφη παρά τον φάρον της Σαλαμίνος». Μια πολυκύμαντη διεθνής σταδιοδρομία για έναν ευρωπαίο του 19ου αιώνα, τότε που φαινόταν γι’αυτούς ότι «μόνο ο ουρανός είναι το όριο». Με αυτή την έννοια, θα είχε ίσως ενδιαφέρον να γνωρίσουμε το πώς έζησε το κοινωνικό, πολιτικό και δομημένο περιβάλλον της Αθήνας του καιρού του ένας τέτοιος άνθρωπος.

Όπως και νάχει, το μόνο χειροπιαστό στοιχείο που είχα για τον Γκομπινώ ήταν η ωραία έκδοση των διηγημάτων του από τον Ελευθερουδάκη. Διηγήματα που με παρέπεμπαν σ’αυτό το λογοτεχνικό είδος που άνθισε στη Γαλλία του 19ου αιώνα, με τη δημοσίευση των ιστοριών σε συνέχειες, στις μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες της εποχής: καινούριες αισθαντικότητες μεγάλης απήχησης, μέσα από μια διήγηση ιστοριών.

Το ότι κι αυτό το βιβλίο ανέβηκε τελικά στο «πάνω σπίτι» δεν άλλαξε τη διάθεσή μου για μια γενικότερη καθαριότητα στο υπόγειο, μα μου άφησε μια ευφρόσυνη αίσθηση παραξενιάς που συνδεόταν με τα βιβλία που πηγαινόφερνα στο σπίτι.

****

Αλλά, αρκετά με τα τυπωμένα χαρτιά. Τάκλεισα όλα και βγήκα στην πόλη για να ανακατευτώ με τους ανθρώπους.

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2024.