Γιατί οι άνθρωποι ποθούν την πολιτική εξουσία και δυσκολεύονται τόσο πολύ να την εγκαταλείψουν;
Σ’ αυτό το κρίσιμο για την αξιοπρέπεια των πολιτικών ερώτημα θα προσπαθήσει να απαντήσει ο Βάτσλαβ Χάβελ…
Οι άνθρωποι ωθούνται προς την πολιτική από τα οράματα τους για μια καλύτερη κοινωνία, από την πίστη τους σε ορισμένα ιδανικά και αξίες ή από την ακατάσχετη οργή να αγωνιστούν γι αυτά και να τα κάνουν πραγματικότητα.
Κατά δεύτερο λόγο τους οδηγεί στην πολιτική μια φυσιολογική σε κάθε άνθρωπο επιθυμία για επιβεβαίωση του εαυτού τους. Μπορεί κανείς να φανταστεί πιο ελκυστικό τρόπο να σφραγίσει την ύπαρξή του και να βεβαιωθεί για την αξία της από τον τρόπο που μας προσφέρει η εξουσία ;
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία λόγων που κάνουν πολλούς να ποθούν την εξουσία και να είναι τόσο απρόθυμοι να την εγκαταλείψουν. Είναι τα ποικίλα προνόμια, τα οποία αναγκαστικά συνοδεύουν τη ζωή ενός πολιτικού, ακόμη και στα πιο δημοκρατικά καθεστώτα
Αυτοί οι τρεις τρόποι περιπλέκονται σχεδόν πάντα μεταξύ τους με τον πιο πολύπλοκο τρόπο και συχνά είναι σχεδόν αδύνατο να καθορίσουμε ποιος από τους τρεις υπερισχύει. Σχεδόν πάντα πίσω απο τους λόγους της πρώτης κατηγορίας κρύβονται οι λόγοι των άλλων δύο.
Τι συμβαίνει λοιπόν;
Να τι συμβαίνει: Οι πολιτικοί βρέθηκαν σ’ έναν κόσμο προνομίων, εξαιρέσεων, ευνοιών, σ’ έναν κόσμο όπου οι ευνοούμενοι σε λίγο δεν θα θυμούνται πια πόσο κοστίζει το εισιτήριο του τραμ ή το βούτυρο, πώς ψήνεται ο καφές, πώς οδηγούν αυτοκίνητο ή πώς τηλεφωνούν.
Φυσικοί, όλα αυτά τα προνόμια τα αποκτά ο εξουσιαστής στο όνομα του «κοινού καλού» και του «συμφέροντος της πατρίδας».
- Πού σταματά το συμφέρον της πατρίδας και πού αρχίζει η χαρά των καθολικευμένων προνομίων;
- Σε ποιο σημείο μπλέκουν τα δύο συμφέροντα, το συμφέρον της πατρίδας και το προσωπικό μου;
- Μπορώ να θυσιάσω το προσωπικό μου συμφέρον ή θα βρω τρόπους να το δικαιολογήσω;
Όντας στην εξουσία είμαι μόνιμα ύποπτος στον εαυτό μου. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αρχίζω ξαφνικά να έχω μεγαλύτερη κατανόηση για κείνους που σιγά σιγά χάνουν τη μάχη τους με τον πειρασμό της εξουσίας, αυταπατώμενοι πως ακόμη υπηρετούν την πατρίδα.
Είναι αυτοί που γίνονται ολοένα και πιο επικίνδυνος έτσι που αντιλαμβάνονται τα προνόμιά τους σαν κάτι το αυτονόητο.
Ο πειρασμός της εξουσίας έχει κάτι το ύπουλο, κάτι το παραπλανητικό και διφορούμενο:
Αφ’ ενός η πολιτική εξουσία δίνει στον άνθρωπο την καταπληκτική ευκαιρία να επαληθεύεται από το πρωί μέχρι το βράδυ πως υπάρχει και πως έχει μια αδιαμφισβήτητη ταυτότητα, που με κάθε λέξη και πράξη χαράσσεται πολύ φανερά στον κόσμο γύρω του, παράλληλα όμως, η ίδια αυτή εξουσία, μαζί με όλα όσα λογικά τη συνοδεύουν, κρύβει ένα φοβερό κίνδυνο: ότι προφασιζόμενη πως επιβεβαιώνει την ύπαρξη και την ταυτότητά μας ανεπαίσθητα, αλλά ανεπανόρθωτα μας την παίρνει.
Ο άνθρωπος που υποτάσσει την κάθε του κίνηση στο βλέμμα της τηλεοπτικής κάμερας δεν είναι πια ο ίδιος άνθρωπος. Τον εξουσιάζει κάτι άλλο: Το αξίωμά του, οι απαιτήσεις του, οι συνέπειες, τα συνοδευτικά φαινόμενα, τα προνόμια.
Ο πειρασμός της εξουσίας έχει κάτι το θανατηφόρο. Κάτω από τη φαινομενική υπαρξιακή επιβεβαίωση, νεκρώνει την ύπαρξη.
Και το συμπέρασμα:
Η πολιτική είναι ένα πεδίο ανθρώπινης δράσης που απαιτεί αυξημένες ικανότητες ως προς το ήθος, τη δυνατότητα αυτοκριτικής, την ευθύνη, την καλαισθησία, την ταπεινότητα, το αίσθημα του μέτρου, την ικανότητα διείσδυσης στην ψυχή του συνανθρώπου»
***
Απόσπασμα από άρθρο του Βασίλη Ραφαηλίδη της 15/4/2000