4 Ιουλίου 2022

Γιατί η σύγχρονη μουσική είναι τόσο απαίσια;

Όπως γράφει στο blog του ο κιθαρίστας StereoMono Sunday, για να ακούσεις καλή μουσική σήμερα πρέπει να ξέρεις πού να την ψάξεις

Οι αλλαγές στη μουσική βιομηχανία και την ποιότητα της σύγχρονης μουσικής - Τι άλλαξε από τη δεκαετία του 1990 μέχρι σήμερα.
Ένα βίντεο στο YouTube παραθέτει μια μελέτη του ισπανικού Κέντρου Ερευνών που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η σύγχρονη μουσική χειροτερεύει με χρόνο τον χρόνο. Οι ερευνητές μελέτησαν 500.000 ηχογραφήσεις όλων των ειδών μουσικής μεταξύ 1955 και 2010 και πέρασαν το κάθε τραγούδι από ένα πολύπλοκο σύνολο αλγορίθμων. Αυτοί οι αλγόριθμοι μέτρησαν τρία διακριτά κριτήρια: (1) ποικιλομορφία ηχοχρώματος. (2) πολυπλοκότητα αρμονίας και (3) μελωδικότητα. Να τι βρήκαν: τις τελευταίες δεκαετίες, το “timbre” της μουσικής έχει χάσει σε ποιότητα: η υφή, η χροιά και η ποικιλία γίνονται όλο και πιο μονότονα και τετριμμένα στο πέρασμα των ετών. Το timbre κορυφώθηκε τη δεκαετία του 1960 και έκτοτε μειώνεται σταθερά, με τα τραγούδια να γίνονται όλο και απλούστερα στην ενορχήστρωση και στις τεχνικές ηχογράφησης. Αντί να πειραματίζεται με διαφορετικές τεχνικές ενορχήστρωσης και ηχογράφησης, η ποπ μουσική σήμερα χρησιμοποιεί παλιές συνταγές και τις εφαρμόζει χωρίς ερευνητικό πνεύμα: έτσι, όλα, σχεδόν όλα τα ποπ κομμάτια ακούγονται ίδια.


Αυτό που έχει αλλάξει είναι η ένταση. Τα τελευταία 30 χρόνια, οι μουσικοί παραγωγοί κάνουν σκόπιμα τα τραγούδια πιο δυνατά χρησιμοποιώντας εφέ συμπίεσης στο στούντιο. Η συμπίεση είναι η διαδικασία ενίσχυσης των «αθόρυβων» τμημάτων ενός τραγουδιού, έτσι ώστε να ταιριάζουν με τα πιο δυνατά μέρη, μειώνοντας έτσι το δυναμικό εύρος ή την «απόσταση» μεταξύ των πιο δυνατών και πιο σιγανών μερών. Το αποτέλεσμα αυτής της εφαρμογής είναι ολόκληρο το τραγούδι να ακούγεται δυνατότερα, ανεξάρτητα από το πώς ο ακροατής ρυθμίζει την ένταση. Με λίγα λόγια, για να ξεχωρίσει ένα μουσικό κομμάτι ανάμεσα σε ένα πακέτο παρόμοιων τραγουδιών πρέπει να είναι πιο δυναμικό, πιο φασαριόζικο. Επιβάλλεται όποιος φωνάζει περισσότερο.

Το βίντεο στο YouTube κάνει μερικές επιπλέον παρατηρήσεις:

η στιχουργική ποιότητα των τραγουδιών έχει χειροτερέψει τα τελευταία 10 χρόνια – οι στίχοι είναι λιγότερο ψαγμένοι και οι ομοιοκαταληξίες δεν δείχνουν καμιά φαντασία. Επειδή η τεχνολογία επιτρέπει στους μουσικόφιλους την πρόσβαση σε πολλά τραγούδια, o ανταγωνισμός είναι λυσσαλέος - πλην όμως γίνεται στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο. Η ομογενοποίηση της σημερινής ποπ μουσικής πρέπει να αποδοθεί, μεταξύ άλλων, στην αποτροπή κινδύνων εκ μέρους της μουσικής βιομηχανίας η οποία φοβάται τους πειραματισμούς περισσότερο από κάθε άλλη εποχή: το Ίντερνετ έπληξε βαριά τις δισκογραφικές και ανέτρεψε όλα τα δεδομένα. Επειδή η ποπ βιομηχανία χρειάζεται τόσα πολλά χρήματα για να επενδύσει στην ανάπτυξη νέων μουσικών ταλέντων (πολλά από τα οποία ανακαλύπτονται σε σόου ταλέντων όπως το America's Got Talent ή το X-Factor), προτιμά να στοιχηματίζει σε κάτι σίγουρο κι έτσι δεν παίρνει καλλιτεχνικά ρίσκα.


Το κοινό που ακούει μουσική έχει υποστεί πλύση εγκεφάλου διότι αυτή η μουσική επειδή παίζεται παντού: στο ραδιόφωνο, στα εμπορικά κέντρα, στο διαδίκτυο, σε ταινίες και σε τηλεοπτικές εκπομπές. Πρόκειται για ένα γνωστό ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο οι άνθρωποι αναπτύσσουν προτίμηση για πράγματα που βλέπουν και ακούνε συχνά: ο εγκέφαλός μας απελευθερώνει ντοπαμίνη όταν ακούμε ένα τραγούδι που έχουμε ακούσει μερικές φορές στο παρελθόν και το αποτέλεσμα ενισχύεται με κάθε ακρόαση.

Το ερώτημα που μένει αναπάντητο σε αυτό το βίντεο είναι γιατί η μουσική έχει γίνει σκόπιμα τόσο απαίσια τις τελευταίες δύο δεκαετίες; Τι άλλαξε από τη δεκαετία του 1990, που ήταν η τελευταία μεγάλη δεκαετία για τη μουσική και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα; Κατ’ αρχάς, δημιουργήθηκε το Napster: το 1999 ήταν το πρώτο δίκτυο κοινής χρήσης αρχείων peer-to-peer που έστησαν οι αδελφοί Shawn και John Fanning μαζί με τον Sean Parker (ο οποίος έγινε ο πρώτος πρόεδρος του Facebook). Η εγγραφή για λογαριασμό Napster ήταν δωρεάν και οι χρήστες είχαν πρόσβαση σε δωρεάν αρχεία ήχου που μπορούσαν να μοιραστούν με άλλα μέλη του δικτύου, στο απόγειο της δημοτικότητας του οποίου, υπολογίζονταν σε περίπου 80 εκατομμύρια. Το Napster έκλεισε τελικά μετά από αγωγή της Ένωσης Βιομηχανίας Ηχογραφήσεων για μη εξουσιοδοτημένη διανομή υλικού που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα. Ωστόσο, το τζίνι είχε ήδη βγει από το μπουκάλι και εκατομμύρια άνθρωποι δεν ήταν πια διατεθειμένοι να πληρώνουν για μουσική εφόσον μπορούσαν να τη κατεβάσουν δωρεάν από το Διαδίκτυο. Έτσι, κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η μουσική βιομηχανία ήταν νεκρή: από το 1999 μέχρι το 2010, οι πωλήσεις στις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά 50%, από 14,6 δισεκατομμύρια δολάρια το 1999 σε 6,3 δισεκατομμύρια δολάρια το 2009. Μόνο με την εισαγωγή του iPod και του iTunes από την Apple το 2003 οι άνθρωποι άρχισαν να πληρώνουν ξανά για μουσική. Ωστόσο, η Apple μείωσε κατά 30% περίπου την τιμή στην πλατφόρμα iTunes, αφήνοντας λιγότερα έσοδα για τις δισκογραφικές εταιρείες που πουλούσαν τραγούδια μέσω της Apple.


Προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η μουσική βιομηχανία συνήλθε: το 2017 είχε έσοδα 43 δισεκατομμύρια δολάρια από τα οποία τα 20 δισεκατομμύρια προέρχονταν από διαδικτυακές υπηρεσίες ροής όπως το Spotify και η Apple Music καθώς κι από συναυλίες. Ωστόσο, από αυτά τα 20 δισεκατομμύρια δολάρια, οι δισκογραφικές εισέπραξαν μόνο 10 δισεκατομμύρια δολάρια και οι μουσικοί μόνο 5,1 δισεκατομμύρια δολάρια. Τα 10 δισεκατομμύρια δολάρια ακούγονται πολλά λεφτά αλλά δεν είναι δεδομένου ότι τα 14,6 δισεκατομμύρια δολάρια του 1999 μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό, ισοδυναμούν με 21,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 2017. Χρησιμοποιώντας το Apple Music και το Spotify ως παραδείγματα, τα έσοδα των δισκογραφικών υπολογίζονται ως εξής: μια πώληση 9,99 δολαρίων στο iTunes αποδίδει στη δισκογραφική εταιρεία 5,35 δολάρια ενώ η Apple κρατά τα υπόλοιπα 3,70. Στη συνέχεια οι δισκογραφικές πρέπει να πληρώσουν τους καλλιτέχνες οι οποίοι βρίσκονται στο τέλος της αλυσίδας. Από επιχειρηματική άποψη, εφόσον τα έσοδα των εταιρειών έχουν μειωθεί κατά 50%, μειώνεται αναγκαστικά με το κόστος: Πώς μειώνεται; Οι δισκογραφικές απέλυσαν όλα τα καλοπληρωμένα στελέχη που είχαν «αυτί» για τη μουσική και που μπορούσαν να ανιχνεύσουν το πραγματικό ταλέντο μέσα στον σωρό, και τους αντικατέστησαν από ανώνυμους «θυρωρούς». Αυτοί οι άνθρωποι που κάνουν κακές επιλογές, που αναδεικνύουν μέτριους μουσικούς και κακότεχνα κομμάτια, έχουν επηρεάσει το soundtrack της ζωής μας. Όσο για τα λιγοστά εναπομείναντα στελέχη της βιομηχανίας διστάζουν να αναλάβουν ταλέντα επειδή ο χώρος της μουσικής έχει γίνει πάρα πολύ εύθραυστος: αν το CD ενός νέου καλλιτέχνη δεν πουλήσει ένα εκατομμύριο μονάδες, θα μπορούσε να σημαίνει το τέλος της καριέρας τους στην επιχείρηση.


Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει ενδιαφέρουσα μουσική σήμερα. Απλώς, ο καθένας από μας πρέπει να ξέρει πού να την ψάξει. Από την άλλη πλευρά, είναι φυσικό να υπάρχουν εποχές πλούσιες σε καινούργιους ήχους -και καινούργιες ιδέες- και εποχές παρακμής ή στασιμότητας. Ο StereoMono Sunday παραπέμπει σε ένα άρθρο στο Lifehacker όπου υπάρχει μια λίστα και περιγραφή χρήσιμων ιστότοπων ενδιαφέρουσας καινούργιας μουσικής και μας εύχεται καλή τύχη.

Πολλοί αναγνώστες του blog συμφώνησαν με την εκτίμηση του StereoMono Sunday, αναπολώντας καλλιτέχνες όπως οι CCR, οι Rolling Stones,οι Doors, αλλά και τα avant garde συγκροτήματα της δεκαετίας του '80, όπως οι Pixies, οι Kraftwerk και οι Violent Femmes. Μερικοί αναφέρθηκαν στην κουλτούρα του Ιnstagram που έχει περιορίσει την προσοχή και τη φαντασία μας, άλλοι στη γενικότερη πολιτιστική παρακμή που συνοδεύεται από μαζικούς πυροβολισμούς, περιβαλλοντική κατάρρευση και πανδημίες. Αν και σε κάθε χρονική περίοδο υπήρχαν αριστουργήματα και σκουπίδια, τα παλιά «σκουπίδια» ακούγονται σήμερα μια χαρά μπροστά στα τωρινά σκουπίδια: σ’ αυτό φαίνεται να συμφωνούν σχεδόν όλοι οι αναγνώστες του blog — κι όσοι διαφωνούν δεν βρήκαν κάποιο παράδειγμα σύγχρονου μουσικού που να στέκεται στο ύψος π.χ. του Έρικ Κλάπτον ή του Τομ Γουέιτς.