ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟ ΛΕΜΟΝΙΔΗ

Ό,τι και να γράψεις για τον Γιάννη Πετρίδη είναι λίγο, ιδιαίτερα αν πρόκειται για ίνδαλμά σου, για τον άνθρωπο που μας έμαθε μουσική, όχι μόνο σε εμάς αλλά και σε όλη την Ελλάδα. Τον γκουρού της ξένης μουσικής, που δεν περιορίζεται στην αγαπημένη του ροκ. Ένα τοτέμ για τη γενιά μας, που επιμορφώνεται συνεχώς, μας μαθαίνει τα νέα ρεύματα, γιατί η γνώση πρέπει να μεταδίδεται. Έναν μουσικό παραγωγό που σε εκπλήσσει συνεχώς, που διαρκώς αναζητά και ζει στο... δάσος της μοναξιάς του. Χωρίς δημόσιες εμφανίσεις, ενώ μπορούσε να είναι o Νο 1 σελέμπριτι της χώρας και να του ανοίγουν διάπλατα τις πόρτες σε όλα τα μπαρ, τα κλαμπ, τα εστιατόρια. Ζει μοναχικά με τους δίσκους του, καθώς έχει μία από τις μεγαλύτερες συλλογές βινυλίων στον κόσμο, αλλά και ένα δωμάτιο γεμάτο με γράμματα θαυμαστών. Ακόμη ένας προσκεκλημένος μας που ασπάζεται το αγαπημένο μας «λάθε βιώσας», σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση-καγκουρό ανάμεσα στη μουσική και στο ποδόσφαιρο. Ναι, ο Γιάννης Πετρίδης είναι λάτρης του ποδοσφαίρου, παρακολουθούσε μικρός τον Ολυμπιακό στο Καραϊσκάκη, τον προσηλύτισαν όμως τα μεγαλύτερα ξαδέλφια του στην Κυψέλη και έγινε Παναθηναϊκός, οπαδός της Λίβερπουλ λόγω Μπιτλς και θαυμαστής του αείμνηστου Σάββα Θεοδωρίδη.

Τι είπε ο Γιάννης Πετρίδης για Τάκη Λαμπρόπουλο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Καζαντζίδη, Μπιθικώτση

Λεζάντα: Με τον Τζο Κόκερ

Για όσους δεν είναι μυημένοι, πρόκειται για τον θρυλικό μουσικό παραγωγό, που χάρη στον Μάνο Χατζιδάκι πήρε την εκπομπή «Από τις 4 στις 5» στο Πρώτο Πρόγραμμα και κατέχει ακόμη ένα ρεκόρ, με τη μακροβιότερη εκπομπή στο ελληνικό ραδιόφωνο, με αφετηρία τη Μεταπολίτευση. Πρόκειται για έναν από τους πιο επιδραστικούς ανθρώπους στη μουσική, κι αν δεν υπήρχε ο Γιάννης Πετρίδης, θα είχαμε τελείως διαφορετική παιδεία γενιές και γενιές. Για να μη μακρηγορούμε, να σας πούμε απλά ότι όταν πηγαίναμε εκδρομή με το σχολείο τσακωνόταν η παρέα μας για το ποιος θα παίξει τερματοφύλακας προκειμένου να έχει δίπλα στο αυτοσχέδιο δοκάρι το τρανζίστορ και να ακούει την εκπομπή του. Την εποχή που πηγαίναμε στο σχολείο, μία εβδομάδα το πρωί και μία το απόγευμα, και τον ηχογραφούσαμε για να μη χάσουμε ούτε ένα κομμάτι του μουσικού παζλ.

Πάμε λοιπόν και ξεκινάμε από τα παιδικά χρόνια του: «Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50 έμενα στον Πειραιά, στην Αγία Σοφία, στα Μανιάτικα, και με τα ξαδέλφια μου πηγαίναμε στο Καραϊσκάκη, το παλιό με το κάρβουνο, και τις εστίες ανάποδα. Τότε ήταν οι καλές εποχές και στις εξέδρες κάθονταν οπαδοί και των δύο ομάδων ανακατεμένοι και οι περισσότεροι έπαιρναν μαζί και τα κορίτσια τους. Υπήρχαν αντιδικίες, έπεφτε καμία καρπαζιά, πιανόντουσαν για λίγο στα χέρια, αλλά ως εκεί. Ωραίες εποχές, χωρίς χουλιγκανισμούς, χωρίς συμμορίες που έδιναν ραντεβού για να πλακωθούν. Τότε κυκλοφορούσαν η “ Ηχώ” και το “ΦΩΣ”, το οποίο το σέβομαι, αν και Παναθηναϊκός, καθώς και ένα περιοδικό υψηλού επιπέδου “Τα Σπορ”. Το έβγαζε ο Καπλάνογλου και έχω όλα τα τεύχη του από το πρώτο ως το τελευταίο. Από μικρός λοιπόν ήμουν συλλέκτης. Κόστιζε 5 δραχμές, είχε έγχρωμο εξώφυλλο και η ύλη του δεν περιοριζόταν στο ποδόσφαιρο. Έγραφαν για στίβο, ιπποδρομίες, αυτοκίνητο. Υπήρχε και μια στήλη του Μαρκ Μαρσό με άρθρα του από τη “Le Monde”. Και ήταν η πρώτη φορά που διάβασα για Μουντιάλ, αυτό της Σουηδίας το 1958, στην πρώτη εμφάνιση του Πελέ. Εκείνη την εποχή κυριαρχούσε ο Ολυμπιακός και πήρε το 14ο πρωτάθλημά του. Οι αθηναϊκές ομάδες είχαν το ντεζαβαντάζ ότι στο πρωτάθλημα Αθηνών υπήρχαν πολλές καλές ομάδες, ο Παναθηναϊκός, η ΑΕΚ, ο Απόλλων, ο Πανιώνιος, και είχαν μεγάλο συναγωνισμό για τις θέσεις που οδηγούσαν στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα, ενώ στον Πειραιά έπαιζαν ο Ολυμπιακός, ο Εθνικός και η Προοδευτική. Τα ινδάλματά μας ήταν ο Ρωσσίδης, ο Θεοδωρίδης, ο Σούλης, ο Κοτρίδης αλλά και ο Υφαντής που έμενε στην Αγία Σοφία και ψωνίζαμε από το κατάστημά του. Εξαιρετικός ποδοσφαιριστής και τζέντλεμαν».

Λεζάντα: Με τους Βαν Άλεν

Ο γνώστης της μουσικής Σάββας Θεοδωρίδης

και τα αγαπημένα του...

Έλα όμως που μετακόμισε η οικογένεια Πετρίδη από τον Πειραιά στην Άνω Κυψέλη και ο πατέρας του είχε κουρείο στα Εξάρχεια. «Ε, τότε είναι που τα άλλα ξαδέλφια μου με έκαναν Παναθηναϊκό και είχα ίνδαλμα τον Δομάζο, ενώ θαυμάζαμε βέβαια και τον καταπληκτικό σκόρερ, τον Σιδέρη. Και φυσικά υπήρχε αγνότητα. Δεν είχαμε την κακία του διαδικτύου και τον διχασμό και το μίσος του σήμερα, όπου ο ένας απεχθάνεται αυτόν που είναι από την άλλη πλευρά και γίνεται απίστευτο μπούλινγκ. Τότε ήταν που έσπασε και η κυριαρχία του Ολυμπιακού μετά από έξι τίτλους και πήρε το πρωτάθλημα ο Παναθηναϊκός. Λεφτά δεν υπήρχαν, έπαιρνα 1 δραχμή το Σαββατοκύριακο από τον πατέρα μου και πηγαίναμε μέσα από τα βουνά για να φτάσουμε στη Λεωφόρο και να παρακαλέσουμε κάποιον μεγάλο να μας πάρει από το χέρι και να μας βάλει στο γήπεδο. Μαζευόμασταν ένα τσούρμο παιδάκια».

Εδώ κάνουμε μια ζεύξη ποδοσφαίρου και μουσικής με πρωταγωνιστή τον Σάββα Θεοδωρίδη. «Το 1968 λοιπόν, μετά τον στρατό, δούλευα στη Μusic Box, στη Νίκης, μαζί με τον Θοδωρή Σαραντή που ήμασταν φίλοι, ήταν Ολυμπιακός και κάναμε παρέα μέχρι τη δεκαετία του ‘80. Τότε λοιπόν ερχόταν μια φορά την εβδομάδα από τους Αμπελοκήπους όπου έμενε ο Σάββας Θεοδωρίδης, μαζί με έναν φίλο του. Μεγάλο ίνδαλμα της εποχής, κατεβαίναμε, τον χαιρετούσαμε, μιλούσαμε για ποδόσφαιρο και μας εντυπωσίαζε με τις μουσικές γνώσεις του. Μας ζητούσε άλμπουμ (ελπίζω να ξέρουν οι νέοι τι σημαίνει η λέξη) που δεν ήταν γνωστά εκείνη την εποχή. Τους Blood, Sweat and Tears για παράδειγμα, που υπήρχε ένα αντίτυπο, ήταν δίσκος εισαγωγής και κόστιζε ακριβά. Ήταν πολύ ψαγμένος και ήξερε κάθε καινούργια κυκλοφορία».

Λεζάντα: Ο Σάββας Θεοδωρίδης εξώφυλλο στο περιοδικό Σπορ

Θα κάνουμε ένα άλμα 46 χρόνων και θα πάμε στο 2014 όπου «μετακόμισα στο Βήμα FM για δύο χρόνια και μετά επέστρεψα στην ΕΡΤ επί ΣΥΡΙΖΑ. Διευθυντής ήταν ο Χιώτης, οπαδός του Ολυμπιακού, και έκανα συνεντεύξεις με τον Σαββόπουλο, τον Πορτοκάλογλου, την Αλεξίου και πρότεινα να μιλήσω για μουσική με τον Σάββα Θεοδωρίδη. Τον πήρα τηλέφωνο και με ήξερε πλέον σαν Πετρίδη, όχι σαν τον νεαρό που τον εξυπηρετούσε στο δισκοπωλείο. Άκουγε μάλιστα τις εκπομπές μου και επί τρεις ημέρες ετοίμαζα την εκπομπή, μιλούσαμε τηλεφωνικά. Μάλιστα, τον ρωτούσα πώς τον αντιμετώπιζαν οι συμπαίκτες του Μπέμπης, Ρωσσίδης και οι άλλοι που άκουγαν λαϊκά. Τον έβλεπαν σαν τρελό και περίεργο. Και μάλιστα σε μια λαϊκή ομάδα, όπως ο Ολυμπιακός. Δυστυχώς με ειδοποίησε ότι θα πάει στο εξωτερικό με τον Ολυμπιακό και δεν έγινε η εκπομπή. Κρατούσα όμως σημειώσεις και βλέπω ότι του άρεσε η τζαζ, αγαπημένοι του ήταν οι Benny Goodman και Glenn Miller, ένας κλαρινετίστας και ένας τρομπονίστας, μεγάλες μορφές. Άκουγε τζαζ τη δεκαετία του 50. Αγαπημένο του τραγούδι το Colonel Bogey March του Mitch Miller από την ταινία “Η γέφυρα του ποταμού Κβάι”, το μουσικό κομμάτι που σφυρίζουν οι στρατιώτες όταν μπαίνουν στο στρατόπεδο στην αρχή του φιλμ.

Μετά τον Θεοδωρίδη ξεχώρισα έναν άλλον Σάββα, τον Κωφίδη, που άκουγε ροκ μουσική. Δεν τον γνώρισα προσωπικά, αλλά διάβασα ότι ακούει Hard Rock. O Θεοδωρίδης βέβαια θα ήταν σαν εξωγήινος στην εποχή του, γιατί όλοι άκουγαν το λαϊκό τραγούδι. Τώρα οι ποδοσφαιριστές ακούν ξένη μουσική και περισσότερο χιπ χοπ».

Λίβερπουλ λόγω Μπητλς

Από την Ελλάδα μετακομίζουμε στην Αγγλία, όπου ο Γιάννης Πετρίδης πήγαινε για συναυλίες, αλλά «και για ποδόσφαιρο. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 ταξιδεύαμς μαζί με τον Γιώργο Πολυχρονίου στο Λονδίνο και αγοράζαμε δίσκους από το Πόρτο Μπέλο. Ήμουν Λίβερπουλ λόγω Μπιτλς, αν και κάποιος από το γκρουπ λέγεται ότι ήταν Έβερτον. Πήγα και στο μεγάλο λιμάνι για να δω τα σπίτια του Μακ Κάρτνεϊ και του Λένον, γιατί συνηθίζω να πηγαίνω εκεί που έμεναν τα ινδάλματά μου. Να πάρω μια μυρωδιά από το τι έβλεπαν κάθε μέρα, πού μεγάλωσαν και τι υπήρχε στη γειτονιά τους. Στο Λονδίνο όμως έβλεπα και Τότεναμ, που έγινε η δεύτερη ομάδα μου, αλλά και την Τσέλσι. Τότε δεν υπήρχε πρόβλημα, αγόραζες το εισιτήριο έξω από το γήπεδο, μερικές φορές στη μαύρη αγορά, και θυμάμαι ένα ματς το 1971, όπου η Τότεναμ είχε κατακτήσει το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ (2-1, 1-1 με τη Γουλβς). Επειδή όμως η γειτονιά της Τότεναμ ήταν μουντή, στο βόρειο Λονδίνο, συχνάζαμε και στο Τσέλσι, όπου υπήρχε ωραίο περιβάλλον, νεολαία και πολλά κλαμπ. Μας εντυπωσίαζε και η έφιππη αστυνομία έξω από τα γήπεδα».

Λεζάντα: Με τον Μίκη Θεοδωράκη

Πάμε τώρα στο ποδόσφαιρο και στη μουσική: «Έκανα σχετική εκπομπή, γιατί στην Αγγλία τα κλαμπ που παίρνουν το πρωτάθλημα κυκλοφορούν έναν δίσκο. Οι ποδοσφαιριστές της τραγουδούν τον ύμνο αλλά και γνωστά τραγούδια. Και πηγαίνει στο Νο 1, μια φορά τα κατάφερε και μια σκωτσέζικη ομάδα. Υπάρχει μάλιστα και το “Seven Nation Army”, αυτό το αριστούργημα, που το τραγουδάνε σχεδόν όλοι οι οπαδοί. Οι ποδοσφαιριστές τώρα, η πλειονότητά τους ακούει χιπ χοπ. Και οι παλιοροκάδες, όπως εγώ, δεν θεωρούν αυτήν τη μουσική ισάξια του ροκ και μπορεί να έχουν δίκιο. Αν και είναι μια εξέλιξη της μουσικής των μαύρων. Μιλούν για κοινωνικά προβλήματα, για προβλήματα της φυλής τους. Όπως τη δεκαετία του ‘70 και του ‘80 ακούγαν ποπ και ροκ, τώρα ακούνε χιπ χοπ, και σε αυτήν υπάρχουν διαμάντια και σκουπίδια, όπως σε όλες τις μουσικές. Ο Κέντρικ Λαμάρ για παράδειγμα πήρε βραβείο Πούλιτζερ».

Και το πανκ, που άλλαξε τα πάντα, τη μουσική, τα ρούχα, δεν έχει συγγένεια με τον χουλιγκανισμό, την εποχή της Θάτσερ; «Ναι, επηρέασε τους νεαρούς οπαδούς των ομάδων. Ήταν την άσχημη περίοδο της Μεγάλης Βρετανίας, στα μέσα του ‘70, μια αντίδραση της νεολαίας στην ανεργία και στον αυταρχισμό. Το πανκ όμως προϋπήρξε, το πρώτο τραγούδι που συγκαταλέγεται σε αυτό το ρεύμα είναι το Louie Louie των Kingsmen, το 1963. Οι πρωτοπόροι ήταν στην Αμερική, ο Iggy Pop με τους Stooges, αργότερα οι Ramones, New York Dolls. To 1976 πέρασε στη Βρετανία με τους Sex Pistols και τους Damned. Κακά τα ψέματα, το ποδόσφαιρο ξεκίνησε από τη Βρετανία και η μουσική από την Αμερική. Εκείνη την εποχή δημιουργήθηκε ο κοινωνικός περίγυρος για τον χουλιγκανισμό που πέρασε και στο ποδόσφαιρο.

Λεζάντα: Με τον Μπράιαν Φέρι, τον Μίνωα Αργυράκη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη

Οι Άγγλοι το ποδόσφαιρο, η Αμερική τη μουσική

Οι Άγγλοι μάς έστειλαν το ποδόσφαιρο, αλλά η Αμερική τη μουσική. Η Αμερική είναι ένα χωνευτήρι δεκάδων λαών που πήγαν μετανάστες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η μουσική των λευκών, όμως, είχε επηρεασμούς από τη σπουδαία φολκ της Βρετανίας, που έρχεται από τον Μεσαίωνα, τους βασιλείς, από τον Ερρίκο τον Η’. Και από την άλλη έχουμε τη μουσική των μαύρων, τη σπουδαιότερη όλων, τα μπλουζ, που είναι η μητέρα του ροκ. Το ροκ ξεκίνησε από την Αμερική και τον Έλβις Πρίσλεϊ. Αν ακούσεις τη μουσική που κυριαρχούσε εκείνη την περίοδο στη Βρετανία, θα φρίξεις. Ακούγανε ανοησίες.

Και επειδή υπήρχε ρατσισμός, το έκανε γνωστό στην Αμερική ένας λευκός, ο Έλβις. Και τον αποδέχονται επειδή ήταν και ταλαντούχος όλοι οι μαύροι. Επειδή τους βοήθησε να γίνει η έκρηξη της μουσικής τους. Ο Τσακ Μπέρι, ο Λιτλ Ρίτσαρντ, ο Τζέρι Λι Λούις».

Λεζάντα: Με τον Μπομπ Γκέλντοφ

Και από την Αμερική πάμε στη Βρετανία: «Οι Μπιτλς λοιπόν κατά κύριο λόγο, γι’ αυτό είναι και κορυφαίοι, αλλά και οι Ρόλινγκ Στόουνς, που ήταν το πρώτο σπουδαίο μουσικό κίνημα, βασίστηκαν σε αυτά τα τραγούδια και στον Έλβις. Και δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά συνέβησαν στο Λίβερπουλ. Ένα μεγάλο λιμάνι, όπου οι ναυτικοί έφερναν ό,τι σπουδαίο και καινούργιο έβγαινε στις ΗΠΑ. Από εκεί έπαιρναν τους δίσκους οι Μπιτλς και οι Ρόλινγκ Στόουνς. Από τους θείους τους, τα ξαδέλφια τους. Τι είναι το “the house of the rising sun” των Animals, οι Kings; Ταλαντούχα παιδιά που αφομοίωσαν το καταφρονημένο μπλουζ, όπως ήταν το ρεμπέτικο στην Ελλάδα. Ποιος το ανέδειξε το ρεμπέτικο που ήταν μουσική για τους λαϊκούς, τους παρακατιανούς; Ο Χατζιδάκις. Αυτοί λοιπόν ανέδειξαν το ταλέντο τους μέσω της μουσικής των μαύρων. Και την έκαναν αποδεκτή, την πήραν από χαμηλά και τη μετέφεραν στα προάστια. Και φτάσαμε από την εποχή του ‘50 και του ’60, όπου δεν τολμούσαν οι μαύροι να παίξουν τη μουσική τους, στην καταξίωση. Όταν οι Temptations, Supremes, Stevie Wonder έκαναν περιοδείες και τους έβαζαν σε μοτέλ αποκλειστικά για μαύρους. Και τώρα χαίρομαι από μια άποψη, η μαύρη μουσική μέσω του χιπ χοπ είναι κυρίαρχη. Και παρότι δεν μου αρέσει, εξαφάνισαν το ροκ. Δεν μου αρέσει, γιατί θέλω να υπάρχουν όλες οι τάσεις. Δεν μου αρέσει που είναι απόλυτο το χιπ χοπ. Μου άρεσε η εποχή που ακούγαμε και το ένα και το άλλο. Και το χιπ χοπ όμως κουράζει και πιστεύω ότι είμαστε σε μια εποχή που έρχεται μια αλλαγή. Θα αλλάξουν όλα.

Λεζάντα: Με τον Μπάρι Ουάιτ

Το ροκ, παρότι δεν είναι στα φόρτε του, είναι πλέον κλασικό. Τολμώ να πω ότι είναι η κλασική μουσική. Οι Μπιτλς, ο Ντίλαν, οι Στόουνς θα ακούγονται και τα επόμενα 100 χρόνια. Όπως ακούμε τώρα τα μπλουζ, που δεν είναι κυρίαρχη μουσική, αλλά είναι εδώ τα μπλουζ. Την τζαζ, που πέρασε κι αυτή μια περίοδο κυριαρχίας με τον Μάιλς Ντέιβις και τον Κολτρέιν. Και όλα αυτά τα είδη, όπως και η σόουλ, θα ακούγονται για πάρα πολλά χρόνια».

Αυτό όμως είναι και κακό, γιατί αυτή η μουσική δεν εξελίσσεται, βαλτώνει… «Ναι, πρέπει να βρεθούν συγκροτήματα όπως οι Μπιτλς και οι Στόουνς να επηρεαστούν από αυτές τις μουσικές και να παρουσιάσουν κάτι καινούργιο. Μπορεί να ακούμε και τώρα ροκ, αλλά αναμασήματα. Υπάρχουν οι White Stripes και οι Foo Fighters, αλλά είναι ένα-δύο κομμάτια, δεν είναι κίνημα. Δεν είναι κύμα όπως οι Sex Pistols και οι Clash, που έκαναν κίνημα. Το πανκ είναι η απλή μορφή του ροκ και η χιπ χοπ είναι το φανκ και η σόουλ με νέο στίχο. Δεν είναι η μουσική, αλλά ο στίχος που τους ταρακουνάει στην Αμερική. Στην Αγγλία υπάρχει η δική τους άποψη. Όπως ξέρετε, οι διακρίσεις είναι παντού, όχι μόνο στις ΗΠΑ. Ρατσισμός υπάρχει και στην Αγγλία και στη Γαλλία. Στο νότιο Λονδίνο, όπου υπάρχουν προάστια των μαύρων, κυριαρχεί η μουσική Grime και ο Stormzy. Μιλάνε για τα δικά τους προβλήματα και γι’ αυτό έχουν μεγαλύτερη επιτυχία από τους Αμερικανούς ράπερ. Μου αρέσει που συνδυάζουμε το ποδόσφαιρο και τη μουσική».

Οι Βeatles και οι Beach Boys

Οι Μπιτλς μήπως έκλεψαν από τους Beach Boys; «Εκεί έχουμε δύο συγκροτήματα της ίδιας εποχής, που επηρέασε το ένα το άλλο. Οι Αμερικανοί έπαιζαν τη μουσική των σερφ, στην Καλιφόρνια. Από εκεί προέρχεται και η διασκευή της “Μισιρλού” που ακούσαμε στο “Pulp Fiction” του Ταραντίνο με τον Ντικ Ντέιλ. Οι Μπιτλς πήγαν στην Αμερική και άκουσαν τον Γουίλσον, που ήταν το σούπερ ταλέντο, αυτόν που ξεχώριζε από το γκρουπ. Ενώ αυτοί ήταν όλοι αξιόλογοι, γιατί πίσω από τον Λένον και τον Μακ Κάρτνεϊ υπήρχαν οι σπουδαίοι Χάρισον και Ρίνγκο Σταρ. Το ένα γκρουπ λοιπόν επηρέαζε το άλλο και τραβούσαν μπροστά τη μουσική. Υπήρχε ένα δίπολο και πάντα αυτό είναι καλό. Σε εμάς υπήρχαν ο Χατζιδάκις με τον Θεοδωράκη. Ο ένας επηρέαζε τον άλλον. Μαγευτικό. Όπως και το δίπολο Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός. Όταν λοιπόν ο Γουίλσον έβγαλε το αριστούργημα Good Vibrations, τρελάθηκαν οι Μπιτλς και ήθελαν να απαντήσουν με κάτι ισάξιο, γιατί όχι και ανώτερο. Και έφτιαξαν το Λευκό Άλμπουμ και το St Pepper’s».

Κάποτε υπήρχε ο Παναθηναϊκός

Να πάρουμε μια ανάσα και να κάνουμε μια αναφορά στην ομάδα σας, τον Παναθηναϊκό… «Ε, λοιπόν, κάποτε υπήρχε μια μεγάλη ομάδα που λεγόταν Παναθηναϊκός. Δεν με ενδιαφέρει πλέον, έτσι όπως έχει εξελιχθεί, αφού δεν νοιάζονται και οι ιδιοκτήτες του. Ο Παναθηναϊκός έπαψε να είναι μεγάλη ομάδα από τότε που έφυγε η οικογένεια Βαρδινογιάννη. Είναι πλέον ομάδα που κάποτε ήταν μεγάλη, όπως η Λιντς στην Αγγλία για παράδειγμα. Ο Παναθηναϊκός είχε δυο μεγάλες ομάδες στο τέλος της δεκαετίας του 60 με αποκορύφωμα το Ουέμπλει και στα μέσα της δεκαετίας του 80».

Λεζάντα: Ο Κώστας Λινοξυλάκης

Αυτό που θαυμάζω είναι πως παρακολουθείτε τη μουσική μέχρι και αύριο. Είναι αυτό επαγγελματικό; «Όχι, το χρειάζομαι εγώ. Αυτά που άκουγα εγώ πριν, δεν είναι αυτά που ακούω τώρα. Δεν είχα την ίδια άποψη. Καταλαβαίνω ότι εγώ που πέρασα τα εβδομήντα δεν γίνεται να ακούω τα ίδια με έναν εικοσάχρονο. Βέβαια μέσα από αυτές τις γενιές, είτε γιατί έχουν γονείς που ακούγανε εκείνη τη μουσική είτε γιατί ψάχνονται, μπορούν να ακούν και Μπιτλς, γιατί είναι το κορυφαίο συγκρότημα. Βέβαια, όταν θα περάσουν τα τριάντα, θα αρχίσουν να ψάχνουν κι άλλες μουσικές, όπως έκανα κι εγώ. Μόνος μου τα έβρισκα τα τραγούδια. Δεν ήξερα την τζαζ, τις μεγάλες ορχήστρες, τον Κολ Πόρτερ, τον Γκέρσουιν, τον Μπετόβεν, τον Μότσαρτ. Τότε έψαχνα τα καινούργια και τα μοιραζόμουν με τους γνωστούς μου, τώρα με τους ακροατές μου. Βέβαια, πλέον είναι περίεργα με τις νέες τεχνολογίες. Κάθε μέρα ανεβαίνουν στο διαδίκτυο και στις πλατφόρμες πάνω από 1.000 τραγούδια. Πώς να τα ξεχωρίσεις; Πνίγεσαι, χάνεσαι. Υπάρχει μια διάχυση στη μουσική και υπάρχουν μάνατζερ με συμβόλαια που προωθούν κάποια τραγούδια και τα κάνουν επιτυχίες, βρίσκουν τη δίοδο. Το ευχάριστο είναι να υπάρχει στα μουσικά ραδιόφωνα ισορροπία ανάμεσα στα παλιά και στα νέα τραγούδια. Έτσι κρατάω εγώ το κοινό μου. Βάζω τα τραγούδια που αρέσουν και πετάω και κάποιο καινούργιο».

Λεζάντα: Με τον Κατ Στίβενς

Υπάρχει όμως και η κατάρα των play lists… «Ναι, τις επιβάλλουν τα μουσικά ραδιόφωνα, αλλά ο κόσμος διαλέγει τους σταθμούς που ακούει. Κι έτσι έχουμε τις μεγάλες ακροαματικότητες. Τα βάζουν γιατί τα θέλει ο κόσμος».

Επιστροφή στα αθλητικά με την αιφνιδιαστική επισήμανση: «Παρότι είμαι οπαδός του έντυπου Τύπου, δεν διαβάζω τα αθλητικά στις εφημερίδες. Ακούω όμως όταν επιστρέφω στο σπίτι την εκπομπή του Γεωργίου στον Real. Πρώτον, γιατί κρατάει αποστάσεις απ’ όλες τις ομάδες και, δεύτερον, γιατί αφουγκράζομαι τη γνώμη του κοινού, πού πάει ο κόσμος. Και ο Γεωργίου βάζει τα προσωπικά του γούστα στη μουσική. Δεν νομίζω να έχει μουσικό παραγωγό, είναι δικές του επιλογές. Και κάνει γνωστά τραγούδια κάποια που δεν έχουν μεγάλη απήχηση. Όπως του Τζίμι Χέντριξ, του Ίγκι Ποπ, των Άνιμαλς».

Είστε θαυμαστής του Όζι Όζμπορν των Black Sabbath; «Ναι, είναι οι πρώτοι που έγραψαν σπουδαία κομμάτια hard rock, heavy metal. Προϋπήρξε βέβαια ο αυτοκράτορας ο Τζίμι Χέντριξ, αλλά τα τέσσερα πρώτα άλμπουμ τους είναι διαμάντια. Ήταν και οι Steppenwolf, οι πρώτοι που έβαλαν σε τραγούδια τη λέξη heavy metal, το “heavy metal thunders” στο “ Born to be wild”».

Λεζάντα: Με τον Ράντι Νιούμαν

Έσπασε το πικ απ μου

Ωπ, εδώ υπάρχει μια αντίφαση… «Ναι, και είναι μεγαλύτερη αν φανταστείς ότι την εποχή που άκουγα Τζόνι Μίτσελ, Τζέιμς Τέιλορ και Κάρολ Κινγκ, που είναι τραγουδοποιοί, έβαζα 50 φορές στο πικ απ το “all along the watchtower” του Χέντριξ και ο πατέρας μου έσπασε το πικ απ γιατί δεν το άντεχε. Ήταν το αριστούργημα των αριστουργημάτων που το έγραψε ο Ντίλαν και το απογείωσε ο Χέντριξ. Πρέπει να ακούμε λοιπόν όλες τις μουσικές, όλα τα είδη και να επιλέγουμε τα καλύτερα. Καλά τραγούδια λοιπόν υπάρχουν και στο χιπ χοπ αλλά και στην ντίσκο. Μέσα στα σκουπίδια βρίσκεις και τους Chic και τον Μόροντερ με την Ντόνα Σάμερ».

Οι κορυφαίοι; «Μπιτλς και Ρόλινγκ Στόουνς, αυτοί είναι οι θεοί. Γιατί τις συναυλίες που έχουν κάνει στα ντουζένια τους οι Στόουνς δεν τις έχει κάνει κανένας. Αυτοί είναι οι δύο. Στην Ελλάδα είναι Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, που ήταν και φίλοι. Και όπως πίσω από αυτούς βρίσκονται οι Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Σαββόπουλος, στο εξωτερικό ακολουθούν όχι μόνο λόγω δισκογραφίας αλλά λόγω live (οι Μπιτλς δεν έχουν live γιατί σταμάτησαν το ‘66) οι Who, Led Zeppelin, Black Sabbath. Γιατί τους είδα ζωντανούς και είδα και την πορεία τους. Αυτό ανανεώνεται με τα χρόνια. Δεν έμεινα σε αυτό γιατί ήρθε το πανκ. Οι Clash, Cure, Siouxsie and the Banshees, Metallica. Περνούσα τα 40 και οι φίλοι μου δεν μπορούσαν να τους καταλάβουν όπως εγώ. Μετά μεγάλωνα και στο τέλος της τέταρτης δεκαετίας μου εμφανίστηκαν διάφοροι άλλοι θεοί που τους αγάπησα και τους παίζω. Οι Pearl Jam, Guns and Roses, Nirvana, South Garden που έπαιζαν grunge. Αυτοί ήταν και η κατάρα της ροκ. Οι δίσκοι τους πουλούσαν 10.000.000 αντίτυπα, όσα και ο Μάικλ Τζάκσον. Kαι δεν υπήρχε τότε το ίντερνετ. Αυτοί απογείωσαν τη ροκ, την έκαναν να έχει παγκόσμια απήχηση. Ο ήχος του Σιάτλ που γνώρισε μεγάλη επιτυχία και εκεί τελείωσε η ροκ, στη δεκαετία του ‘90. Μετά δεν υπήρχε κάτι άλλο να το πάει πιο πέρα. Ένα πράγμα που βγήκε από το ‘50 και έφτασε ως το ‘90 τελείωσε. Είχαμε βέβαια και άλλους σπουδαίους, τους Radiohead, ένα εκλεπτυσμένο συγκρότημα και από τα πιο καθαρόαιμα του ροκ, τους Foo Fighters που συγκρατούν μεγάλο μέρος του κοινού στο ροκ, αλλά και τους White Stripes. Δεν είναι όμως κίνημα».

Δεν μου είπατε τους Talking Heads… «Ε, δεν μπορώ να τα θυμάμαι όλα. Είναι οι θεοί. Τους λένε πανκ, αλλά δεν είναι ακριβώς πανκ. Είναι περισσότερο στα πρώτα άλμπουμ, μετά έφτασαν στο αποκορύφωμα με το Remain in light, ένα από τα μεγαλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών. Δεν μπορείς να το κατατάξεις σε κανένα είδος, πουθενά. Ο Ντέιβιντ Μπερν με τον Ίνο πήραν τη μουσική των μαύρων και την πάντρεψαν με τη φανκ. Άκουγα όλα τα είδη και μπορούσα να καταλάβω ότι είναι διαφορετικό. Δεν με ενδιέφερε να τους ξέρω μόνο εγώ. Ήθελα να τους κάνω να αγαπηθούν και εκείνη την εποχή τα κατάφερνα. Τώρα πλέον το ραδιόφωνο δεν έχει την ίδια επίδραση. Όλη η μουσική πάντως είναι των μαύρων κι αυτό πρέπει να το καταλάβουν και οι ρατσιστές. Η μουσική είναι των μαύρων, να το βάλουν καλά στο μυαλό τους. Την μουσική των μαύρων ακούνε».

Λεζάντα: Με τη Ρομπέρτα Φλακ

Από θαυμαστές; «Έχω ένα δωμάτιο γεμάτο γράμματα. Θα πω κάποιες ιστορίες. Ένας Αργεντινός ακολούθησε τη μητέρα του μετά τον χωρισμό της στη Ρόδο το 1977 και όταν γύρισε στις ΗΠΑ το 1990 δούλεψε στο περιοδικό “Rolling Stone”. Στην Ελλάδα είχε ανακαλύψει την εκπομπή μου και την άκουγε φανατικά. Μου έγραψε λοιπόν ότι επέδρασα στη ζωή του και αναφέρει πλέον στις αναρτήσεις του “αν θέλετε να μάθετε μουσική, να ακούτε τον Γιάννη Πετρίδη στην Ελλάδα. Τέτοια εκπομπή δεν υπάρχει πουθενά».

Λεζάντα: Με τον Ίαν Γκίλαν και τον Κώστα Ζουγρή συνδημιουργό όλων των εκπομπών του Πετρίδη

Ιστορίες με θαυμαστές και το “Τέλος εποχής”

Ωραίες ιστορίες… «Ένα αγόρι και ένα κορίτσι από την Καβάλα μού είπαν ότι βρίσκονταν στην παραλία, δεν γνωρίζονταν και άκουγαν την εκπομπή μου. Ε, με αφορμή τις μουσικές προτιμήσεις τους, έγιναν ζευγάρι και παντρεύτηκαν.

Η ταινία “Τέλος εποχής” ξεκινάει με δύο φίλους σε ένα σχολείο στην Πλάκα, να συζητούν. “Ρε συ, τι ερώτηση έβαλε ο Πετρίδης στο ραδιόφωνο;”.

“Έβαλε μια ερώτηση για ένα παλιό κομμάτι και με έπιασε αδιάβαστο, ποιοι λένε το “i can’t control myself” και δεν έμαθα ακόμη” και απαντάει ένας τρίτος, άγνωστος των δύο παιδιών “Οι Τrοggs” . Και από τότε έγιναν παρέα. Είχε έρθει από την Πάτρα. Είχα μεγάλη επιρροή τότε, ιδιαίτερα στην επαρχία. Ένας γιος βοσκού, εξάλλου, έβγαζε την ώρα της εκπομπής μου τα πρόβατα, άκουγε ραδιόφωνο και, όταν έγινε γιατρός, μου είπε ότι τον βοήθησα με τα τραγούδια, με τις απόψεις μου».

Γιατί δεν έχετε σήμα στην εκπομπή σας; «Δεν θέλω να με χαρακτηρίζει κάτι. Το μυαλό μου ψάχνει πάντα κάτι καινούργιο και το πρώτο τραγούδι χαρακτηρίζει την εκπομπή. Ξεκίνησα το 1975 και μου αρέσουν η ιστορία, η έκθεση, η πληροφορία. Τελευταία θέλω να μάθω την ιστορία με τους Λουδοβίκους. Την ψάχνω την Ιστορία. Όταν βγήκα λοιπόν στο ραδιόφωνο, ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό. Τότε υπήρχε ο Νίκος Μαστοράκης, που ήταν entertainer, διασκεδαστής, δεν το λέω με την κακή έννοια. Ήταν ταλαντούχος. Ένας άλλος πολύ καλός ήταν ο Τσαουσόπουλος, που έχει μεγάλη επιτυχία γιατί έχει καλή ροή λόγου, κρατάει τον κόσμο με αυτά που λέει. Αυτό εγώ δεν το έχω και στηρίζομαι σε γεγονότα και εκεί πάνω λέω την άποψή μου. Το αρχείο μου είναι εκατομμύρια βιβλία, τα διάβαζα και κρατούσα σημειώσεις. Δεν μπορούσα λοιπόν να πάω όλα τα βιβλία μου στην ΕΡΤ. Κρατούσα λοιπόν μια λέξη, μια ημερομηνία, ένα πόιντ, και πάνω σε αυτήν κάνω την πρόζα μου. Γράφω δυο τρεις λέξεις-κλειδιά κι έτσι η ιστορία εντυπώνεται καλύτερα στη μνήμη μου».

Λεζάντα: Με τον Αλ Γκριν

Με τον Μπερν στο Σούνιο άκουγαν Μπιθικώτση

και τους Μπόουι, Ποπ στους Δελφούς

Από συναυλίες; «Όσα ποδοσφαιρικά ματς έχω δει, τόσες συναυλίες παρακολούθησα. Μάλλον περισσότερες συναυλίες , γιατί έβλεπα τέσσερις-πέντε όταν πήγαινα στο εξωτερικό. Tις περιόρισα γιατί κουράζομαι και δεν μπορώ να είμαι όρθιος, όπως και τα ματς ποδοσφαίρου. Προτιμώ να παρακολουθώ καθιστός. Για να νιώσεις όμως μια συναυλία πρέπει να είσαι στην αρένα για να νιώθεις τον κόσμο, αλλά και τις καλλιτέχνες. Όταν ήρθαν οι Στόουνς στο ΟΑΚΑ , τους προτίμησαν από το ματς του Παναθηναϊκού που μετακόμισε στη Νέα Φιλαδέλφεια(τότε έβλεπα όλα τα ματς του) , αν και είχα πρόσκληση πήγαμε με τον κόσμο μπροστά στην εξέδρα. Το ίδιο κάνω και στα ματς. Δεν βλέπω τους αγώνες από τις σουίτες, αλλά μέσα στον κόσμο. Έτσι νιώθεις την ατμόσφαιρα. Η καλύτερη ήταν του Μακ Κάρτνεϊ στο Κολοσσαίο, με ένα πιάνο και μια κιθάρα. Δεν είχα ακούσει τους Μπιτλς κι αυτή με αποζημίωσε. Κι επειδή ήταν για περιορισμένους θεατές, έβγαλαν ελάχιστα εισιτήρια, διακόσια πενήντα και πανάκριβα. Πήγε η αφρόκρεμα της χώρας, καλλιτέχνες, ηθοποιοί, πολιτικοί, άνθρωποι των γραμμάτων. Ένας Ιταλός φίλος μου που ήξερε την αγάπη μου για τους Μπιτλς, μου έδωσε το εισιτήριο και ήμουν από τους λίγους τυχερούς. Το απόλαυσα επι ένα τρίωρο. Την άλλη μέρα έδωσε δωρεάν συναυλία έξω από το Κολοσσαίο και την παρακολούθησαν ενάμιση εκατομμύριο θεατές.

Λεζάντα: Με τον Έλτον Τζον

Moυ άρεσε και η συναυλία του Πίτερ Γκάμπριελ στον Λυκαβητό, ήταν σπουδαία. Δεν ήταν όμως καλή η πρώτη των Talking Heads, γιατί το κοινό ήταν απαίδευτο και πετούσαν αντικείμενα στους support Tom Tom Club, όπου υπήρχαν δυο στελέχη τους. Τους ενόχλησε και δεν έπαιξαν με κέφι.

Σημαντική ήταν η γνωριμία μου με τους Μπόουι, Ίγκι Ποπ που τους πήγα στην Επίδαυρο και στους Δελφούς, αλλά και με τον Ντέιβιντ Μπερν που τον πήγα στο Σούνιο , την επέτειο του θανάτου του Μάνου Χατζηδάκι και τρελάθηκε όταν άκουσε στο ραδιόφωνο τη φωνή του Μπιθικώτση. Σημείωνε κάτι σε ένα μπλοκ, τον ρώτησα και μου απάντησε “Δεν υπάρχει αυτή η φωνή, θέλω να αγοράσω τον δίσκο. Του τον χάρισα την άλλη μέρα. Αυτός ο άνθρωπος που έκανε το αριστούργημα, το Αμέρικαν Ουτόπια και το Remain in light, ψάχνει ακόμη καινούργια πράγματα. Έτσι είμαι κι εγώ. Ιδιοφυής, έχει μια δόση σχιζοφρένειας, όπως κι εγώ, και μου αρέσει. Δεν μπορεί τη μια να παίζω γαλλικά και την άλλη heavy metal. Είναι καλή η σχιζοφρένεια όταν δεν επηρεάζει άλλους τομείς της ζωής, παρά μόνο τη μουσική. Είχε έρθει για ένα φεστιβαλ στο πάρκο απέναντι από το Ερίκος Ντινάν με λάτιν συγκροτήματα.Επειδή ακούει αυτή τη μουσική ήταν εκεί».

-Λένον ή Μακάρτνει;

“Το ίδιο. Όπως και οι Μικ Τζάγκερ, Κιθ Ρίτσαρντς. Ο ένας είναι ο περφόρμερ του αιώνα και ο άλλος είναι από πίσω και κάνει του κόσμου τα πράγματα. Τα τραγούδια εξάλλου μαζί τα έγραψαν”

Δεν σας αρέσουν οι δημόσιες εμφανίσεις; «Καθόλου, όπως και η τηλεόραση. Όταν βγαίνω με τους φίλους, δεν πάμε στα φημισμένα μαγαζιά, αλλά στις ταβέρνες στο Μοσχάτο, στον Πειραιά, σε αυτές που πηγαίναμε νέοι. Κάνω την ίδια ζωή που έκανα το 70. Δεν μου αρέσει η έκθεση. Με ικανοποιεί όμως να με αναγνωρίζουν στον δρόμο από τη φωνή μου. Πήγα σε ένα βενζινάδικο πρόσφατα και έδινα τηλεφωνικές οδηγίες για την εκπομπή. Περνάει ένας κύριος, ακούει το φωνή μου και μου λέει “Ο Πετρίδης είσαι;” και με ευχαρίστησε. Αυτό μου αρέσει».

Και ως επίλογος μια ρήση του Τζακ Κέρουακ που τον εκφράζει: «Για να δρέψεις την πραγματικότητα, ό,τι απλά ονειρεύεσαι, ζήσε με έναν παιδιάστικο, στοχαστικό και ανέμελο τρόπο στο δάσος της μοναξιάς».

ONCE IN A LIFETIME

Ο Γιάννης Πετρίδης αποτυπώθηκε σε φιλμ για πρώτη φορά στη ζωή του. Ο άνθρωπος που έχουμε ταυτίσει με μια φωνή αποφάσισε να αφήσει για λίγο το μικρόφωνο του ραδιοφώνου και να μας ξεναγήσει στις μουσικές ιστορίες της ζωής του. Το Once In A Lifetime είναι ένα πολυεπίπεδο μουσικό οδοιπορικό στην ζωή του σπουδαιότερου Έλληνα ραδιοφωνικού παραγωγού, στην μουσική εξέλιξη της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, στην έκρηξη του ροκ την δεκαετία του 60, στα μουσικά κινήματα που γεννήθηκαν και μας έφερε σε επαφή η εκπομπή του και στο κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό που διαμόρφωσε την σύγχρονη Ελληνική κουλτούρα.

Μέσα από συναρπαστικές αφηγήσεις, αρχειακό υλικό και σημαντικές πληροφορίες, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Νικόλ Αλεξανδροπούλου στην προσωπικότητα και το έργο του Γιάννη Πετρίδη και να κορυφωθεί με ένα ταξίδι στους αχανείς αυτοκινητόδρομους του Los Angeles, τις γειτονιές του San Francisco και την έρημο του Joshua Tree. Ένα σπουδαίο ντοκουμέντο για τον άνθρωπο που έμαθε σε παραπάνω από τρεις γενιές ακροατών να ακούνε μουσική, που διέσχισε τέσσερις δεκαετίες μουσικών εξελίξεων, η διαδρομή του και η επιρροή του μέχρι σήμερα και ταυτόχρονα το soundtrack της ζωής μας…