5 Μαρτίου 2014

Η κρυφή ζωή των συγγραφέων

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

Υπάρχει η προκατάληψη ότι το να χώνει κάποιος τη μύτη του στην ιδιωτική ζωή των άλλων σχετίζεται με κατώτερα  ένστικτα και πνευματικά σκουπίδια. Ωστόσο μπορεί κάποιος να υποστηρίξει και το ακριβώς αντίθετο. Οπως για παράδειγμα ο αναγνώστης που θα διαβάσει τα προσφάτως δημοσιευμένα (ή αναδημοσιευμένα) ημερολόγια και τις αυτοβιογραφίες συγγραφέων όπως των Σούζαν Σόνταγκ (1933-2004), Αναΐς Νιν (1903-1977), Αλεχάνδρα Πιζάρνικ (1936-1972), Τζάνετ Φρέιμ (1924-2004), Σίρι Χούστβεντ (1955) και Βιρτζίνια Γουλφ (1882-1941).
Στις σελίδες αυτές γυμνές πλευρές της ιδιωτικότητας - από σεξ, ναρκωτικά και ασθένειες έως κουτσομπολιά για φίλους και μυστικά ομορφιάς - παρουσιάζονται μέσα από το πρίσμα αξιακών συστημάτων και  συναισθημάτων, και όλα αυτά μαζί με πινελιές τέχνης, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας.
Η δεύτερη δόση των ημερολογίων της αμερικανίδας συγγραφέως Σούζαν Σόνταγκ που καλύπτουν την περίοδο 1964-1980 έρχονται να συμπληρώσουν το πρώτο μέρος των εξομολογήσεών της, που ξεκινά το 1947 και φτάνει ώς το 1963 και ήδη είχε κυκλοφορήσει στην αγορά.
Υπό την επιμέλεια του γιου της δοκιμιογράφου και ανταποκριτή Ντέιβιντ Ριφ, τα ημερολόγια περιέχουν τόσο διεξοδικές λεπτομέρειες σε βαθμό που να δίνουν την εντύπωση ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν αναφέρονται οι λίστες με τα ψώνια είναι επειδή απλώς δεν τις είχε κρατήσει η συγγραφέας. Διαβάζοντας μπορεί κάποιος να ανακαλύψει λαμπρές στιγμές τής έτσι κι αλλιώς φωτεινής σκέψης της συγγραφέως, με αναφορές και παρατηρήσεις για την τέχνη.
Το 1964 σημειώνει: «Ποπ αρτ. Είναι δυνατή μόνο σε μια εύπορη κοινωνία που μπορεί να είναι ελεύθερη να απολαύσει τον ειρηνικό καταναλωτισμό. Γι' αυτό υπάρχει ποπ αρτ στην Αγγλία και όχι στην Ισπανία».
Επίσης προσεγγίζει προσωπικά ζητήματα, όπως την αμφισεξουαλικότητά της, την κατανάλωση αμφεταμινών για δύο δεκαετίες ή την έλλειψη σεξουαλικής εμπειρίας, που σε κάνει να αισθάνεσαι λες και είσαι ένας κοντινός της φίλος. «Αφέθηκα σε μια σεξουαλική ζωή εντελώς παράλυτη - απορρίφθηκα επειδή δεν ήμουν καλή στο κρεβάτι, δεν είμαι καλή στο κρεβάτι - και είχα τρομερό άγχος όταν έπρεπε να δεχθώ κάτι από τους άλλους ανθρώπους (ακόμη κι ένα φλιτζάνι καφέ)». Και μετά η υποψία ότι η Ιρένε - έτσι ονομάζεται η πρώην της - την άφησε εξαιτίας της έντονης σχέσης με τον γιο της Ντέιβιντ.
Υπάρχουν εμφανίσεις - αστραπή διάσημων προσωπικοτήτων, όπως των εργατών της, του ζωγράφου Τζάσπερ Τζόουνς ή του ποιητή Γιόζεφ Μπρόντσκι ή των Πολ Μπόουλς και Πίτερ Μπρουκ. Δεκάδες σημειώματα που σχετίζονται με την αυταρχική μητέρα της. «Τη φοβάμαι τη μητέρα μου, μιλώ για φυσικό φόβο. Με χαστούκιζε, επειδή συμφωνούσα, αλλά και επειδή ήμουν αντίθετη με την άποψή της». Και επιπλέον, η εμφάνισή της, που ήταν κάτι μεταξύ ανδρικού και ατημέλητου. «Η θηλυκότητα έχει δηλητηριαστεί στην περίπτωσή μου εξαιτίας της μητέρας μου».
Αλλα σχόλια έχουν κοινωνιολογικό χαρακτήρα: «Κάθε εποχή έχει τη δική της ηλικιακή ομάδα που την εκπροσωπεί. Στη δική μας είναι η νεολαία. Το πνεύμα της εποχής μάς επιβάλλει να είμαστε ψυχροί, αποκτηνωμένοι, παιχνιδιάρηδες, απολιτικοί».
Περισσότερες από 1.000 σελίδες καταλαμβάνει η τελική μορφή των ημερολογίων της ποιήτριας εξ Αργεντινής Αλεχάντρα Πιζάρνικ που περιλαμβάνει σελίδες οι οποίες είχαν λογοκριθεί μετά θάνατον από την αδελφή της, που είχε αναλάβει την πρωτοβουλία να απαλείψει αναφορές στην προσωπική ζωή της ποιήτριας και σε πραγματικά πρόσωπα. Αντίθετα τώρα περιλαμβάνονται όλα, ενώ γίνεται φανερή και η προδιάθεσή της στον θάνατο, που την οδήγησε τελικά στην αυτοκτονία σε ηλικία 36 ετών. Το τελευταίο της βιβλίο, άλλωστε, το 1971, περιλαμβάνει και το ποίημα «El deseo de la palabra», που θεωρείται η ποιητική προαναγγελία της αυτοκτονίας της. 

«Το δάσος ήταν σκοτεινό. Τα αιωρούμενα φύλλα στα κλαδιά που με απειλούσαν είχαν μαύρο χρώμα. Δεν ήταν πράσινα. “Είναι όλα ψέματα”, σκέφτηκα. Ημουν τόσο φοβισμένη που δεν ήξερα αν με πλησιάζουν ή αν απομακρύνονται», γράφει σε μία από τις σελίδες του ημερολογίου της, μέρες γιορτινές, δυο νύχτες πριν από τα Χριστούγεννα του 1960 στο Παρίσι. 
Και τέσσερα χρόνια αργότερα σημειώνει στα χαρτιά της στις 18 Απριλίου του 1965 από το Μπουένος Αϊρες: «Δεν θα υπάρχουν άλλα να γράψω σε αυτό το ημερολόγιο σε συνεχή βάση. Φοβάμαι. Τα πάντα μέσα μου καταρρέουν. Δεν θέλω να πολεμήσω, εναντίον όποιου πρέπει να παλέψω. Ολα αυτά είναι τόσο παλιά κι εγώ τόσο κουρασμένη».
Τα ημερολόγια της Αναΐς Νιν επίσης ξανακυκλοφορούν. Το τελευταίο είναι το τέταρτο που καλύπτει την περίοδο 1944-1947. Από τα πρώτα της βήματα ως συγγραφέα στις Ηνωμένες Πολιτείες έως διάφορα θέματα που επεξεργάστηκε όπως νεύρωση, θηλυκότητα, συμπτώσεις στη ζωή και την τέχνη ή τις τρομερές δυσκολίες της να δημιουργήσει σχέσεις βαθιές ή απλώς ενδιαφέρουσες. Παραπονιέται για παράδειγμα ότι γνωρίζει μόνο άνδρες που είναι «απλοί, μονοδιάστατοι, ανιαροί, με ιδέες απλοϊκές, που πάντα μαλώνουν για την πολιτική και δεν αφιερώνονται ούτε για μια στιγμή στον κόσμο της μουσικής και της ευχαρίστησης. Ποτέ δεν αισθάνονται να απελευθερώνονται από το βάρος των προβλημάτων της καθημερινότητας. Δεν είναι ποτέ ευτυχισμένοι ούτε σε κατάσταση ευφορίας. Μοιάζουν να είναι φτιαγμένοι από τσιμέντο και σίδερο ή καλύτερα μοιάζουν με άλογα έλξεως που δείχνουν αδιαφορία για το σώμα τους και έχουν εμμονή με τη δύναμη». 
Η αυτοβιογραφία «Ενας άγγελος στο τραπέζι μου» της νεοζηλανδέζας Τζάνετ Φρέιμ, που υπήρξε και υποψήφια για Νομπέλ Λογοτεχνίας, μιλάει για τον πρώτο αγώνα που έδωσε στη ζωή της κατά της φτώχειας και εν συνεχεία κατά της πνευματικής ασθένειας, μιλώντας ανοιχτά για το μαρτύριο των ψυχιατρικών νοσοκομείων και τη μάχη της να αποφύγει μια λοβοτομή που θα την άφηνε «φυτό» λόγω μιας λανθασμένης διάγνωσης. Εκείνη υπέφερε από συναισθηματική κατάρρευση – δεδομένου και του θανάτου από πνιγμό των δύο μεγαλύτερων αδελφών της –, οι γιατροί θεώρησαν ότι πάσχει από σχιζοφρένεια. 
«Κατοικούσα σε μια περιοχή μοναξιάς που μοιάζει με τον τόπο όπου οι άνθρωποι που πεθαίνουν περνούν τον χρόνο τους πριν από τον θάνατο και όπου εκείνοι που επιστρέφουν στον κόσμο φέρουν αναπόφευκτα μέσα τους μια μοναδική αίσθηση ότι όλο αυτό είναι ένας εφιάλτης, ένας θησαυρός, και ένα διά βίου απόκτημα», γράφει η ίδια για την συγκεκριμένη περίοδο. 
Αν και η λίστα θα μπορούσε να καταλαμβάνει αναρίθμητες σελίδες, αξίζει να σταθεί κάποιος στη Σίρι Χούστβεντ, σύζυγο του Πολ Οστερ, που ερευνά στο «Ζήσε, σκέψου, κοίταξε» μέσα από τις σκανδιναβικές ρίζες της και την προσωπική, ιδιαίτερα έντονη εμπειρία της μετανάστευσης, όπως και  το φαινόμενο των παραισθήσεων που είχε, καθώς έβλεπε λιλιπούτεια όντα ως συνέπεια της μακροχρόνιας ταλαιπωρίας της από τις ημικρανίες και τις κρίσεις αϋπνίας. «Ηταν τέλεια όντα και με εξαίρεση το χρώμα τους – ροζ – έμοιαζαν αληθινά». 
Μέσα από τις σελίδες με τις αποκαλύψεις της συγγραφέως γίνεται λόγος και για μια άλλη πληγή που την ταλάνιζε. Την απόσταση που είχε με τον πατέρα της, κατάσταση που σημάδεψε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής της. «Ο πατέρας μου ήταν πολύ άρρωστος όταν τελείωσα το τρίτο μυθιστόρημά μου και έστειλα στους γονείς μου το χειρόγραφο. Το βιβλίο ήταν το πρώτο που έγραψα από την πλευρά ενός άνδρα. Ενα απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο και προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν ο πατέρας μου. Σπανίως τηλεφωνούσε. Χωρίς προειδοποίηση, ξεκίνησε να μου μιλά για το βιβλίο και να με επιδαψιλεύει με επαίνους για τις λογοτεχνικές μου προσπάθειες. Αρχισα να κλαίω… Υστερα από αυτό αλλάξαμε, και ο πατέρας μου, και εγώ». 
Το προσωπικό της φαντασματάκι είχε και η Βιρτζίνια Γουλφ η οποία το χαιρετούσε κάθε φορά που ξεκινούσε να γράψει στις σελίδες του ημερολογίου της. Για πρώτη φορά το καταστάλαγμα των 26 τόμων των ημερολογίων της πρωτοπόρου αγγλίδας λογοτέχνιδος κυκλοφόρησε το 1953 με τη βοήθεια του συζύγου της. Και εκεί μπορεί κάποιος να διαβάσει ό,τι γράφει στις 11 Ιουνίου του 1936, λίγο πριν οδηγηθεί σε νευρική κατάρρευση: «Μπορώ έπειτα από δύο μήνες να γράψω μόνο αυτό το σύντομο σημείωμα και να πω επιτέλους ότι ύστερα από δυο μήνες μελαγχολίας και σχεδόν καταστροφικής ασθένειας – δεν είχα ποτέ την αίσθηση ότι είμαι τόσο κοντά στον γκρεμό από το 1913 – βρίσκομαι ξανά στην κορυφή… Νομίζω ότι μπορώ», γράφει. Και έναν μήνα αργότερα γράφει: «Υστερα από μια εβδομάδα έντονων πόνων – και μάλιστα βασανιστικών πρωινών – και δεν υπερβάλλω για τους πόνους στο κεφάλι μου, κι ένα αίσθημα πλήρους απελπισίας και αποτυχίας, τώρα ξανά ένα δροσερό ήσυχο πρωινό, μια αίσθηση ανακούφισης, ανάπαυλα, ελπίδα».

της Μαίρης Αδαμοπούλου
Εφημερίδα "Τα Νέα", 28/2/2014