Οι Αnimals δεν ήταν μια τυχαία μπάντα. Εχοντας ορίσει τον περίφημο «Αnimal Sound» και όντας μαζί με τους Beatles και τους Rolling Stones, το συγκρότημα της «βρετανικής εισβολής» στις ΗΠΑ στα 60s, θα δημιουργήσουν ένα άλμπουμ μακριά από τον πυρήνα της μουσικής τους, που, μοιραία, θα διχάσει το κοινό και τα ΜΜΕ
Πριν από 43 ολόκληρα χρόνια, μία θρυλική rock-RnB μπάντα, ολοκλήρωνε τις ηχογραφήσεις ενός πραγματικά απαιτητικού πειράματος που θα κυκλοφορούσε λίγους μήνες μετά, το 1983. Ηταν οι Animals, οι οποίοι ύστερα από μια μακρά περίοδο «νάρκης», επιχείρησαν το τελευταίο reunion τους μέσα από το άλμπουμ The Ark και σε μια περίοδο όπου το ροκ μεταλλασσόταν δραματικά σε σχέση με τον χαρακτήρα που είχε στη δεκαετία του ’70.
Και οι Αnimals δεν ήταν μια τυχαία μπάντα. Εχοντας ορίσει τον περίφημο «Αnimal Sound» και όντας μαζί με τους Beatles και τους Rolling Stones, το συγκρότημα της «βρετανικής εισβολής» στις ΗΠΑ στα 60s, θα δημιουργήσουν ένα άλμπουμ μακριά από τον πυρήνα της μουσικής τους, που, μοιραία, θα διχάσει το κοινό και τα ΜΜΕ.
Ο «λευκός μαύρος» Eric Burdon (προσωνύμιο που απέκτησε λόγω της ιδιαίτερης χροιάς της φωνής του που παραπέμπει σε μαύρους τραγουδιστές) θα συναντηθεί ξανά με τον Hilton Valentine (κιθάρες), τον Alan Price (keys), τον Chas Chandler (μπάσο), τον John Steel (ντραμς), αλλά και τον Steve Grant στα synths με δύο δικά του κομμάτια, θα αφήσουν πίσω τους την περίοδο μιας πολύ μεγάλης κρίσης, με καβγάδες που πέρασαν μέχρι και την πόρτα των ΜΜΕ (κυρίως αυτοί μεταξύ του Chandler και του Price με τον Burdon) και θα παρουσιάσουν ένα αποτέλεσμα που θα σοκάρει τους κριτικούς και το φανατικό κοινό των Animals, που πολύ… απλά, αδυνατούν να κατανοήσουν αυτό που ακούν.
Ναι, οι Animals έχουν «μεταλλαχθεί» σε μία «άλλη» μπάντα, όμως όταν η σκόνη από τις σφοδρές αντιδράσεις κατακάθεται (και πήρε πολλά χρόνια, είν’ αλήθεια), το άλμπουμ αποκαλύπτει τον κρυφό πλούτο του.

Με ήχο εντυπωσιακά κάθαρο -και στυλ όπου κυριαρχούν τα επιβλητικά synths, αρκετή new wave, pop και ρέγκε αισθητική-, με συνθέσεις άλλοτε βαριές, άλλοτε πιο ανάλαφρες και με την επιβλητική ερμηνεία του Burdon να επισκιάζει κάθε τι άλλο, το Ark αναδίδει μια ομορφιά παράξενη, μυστηριώδη.
Το Ark δεν είναι… Animals, αναμφίβολα. Κανένα άλλο γκρουπ, όμως, δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει -και πόσο μάλλον να αποδώσει- ένα τέτοιο άλμπουμ.
Το Ark δεν είναι απλώς ένα reunion. Eίναι μια πράξη συμφιλίωσης και μια τελευταία καταγραφή μιας εποχής που είχε προ πολλού παρέλθει. Είναι η ώριμη μελαγχολία πέντε ανδρών που είχαν γνωρίσει τη φήμη, την αποξένωση και τη φθορά του χρόνου. Eίναι η προσπάθεια να ξαναβρούν ο ένας τον άλλον μέσα από τη μουσική και να αφήσουν πίσω τους ένα τελευταίο, ήσυχο αποτύπωμα, παρότι αυτή συνέβη σε μια εποχή κατά την οποία η νοσταλγία για τα 60s είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε βιομηχανία, καθώς οι εταιρείες ανακάλυπταν ότι το «παλιό» μπορούσε να πουλήσει ξανά, αρκεί να παρουσιαζόταν με σύγχρονο ήχο (σ.σ. ας μην ξεχνάμε τη μετάλλαξη γκρουπ στα 80s, όπως οι Dire Straits, οι Deep Purple, οι Rainbow, oι Def Leppard, οι Whitesnake και πάρα πολλά ακόμη).
Οι Animals, ωστόσο, δεν ήταν μια μπάντα που είχε αφήσει πίσω της μόνο τραγούδια, αλλά ένα ολόκληρο κοινωνικό στίγμα. Ηταν η φωνή της εργατικής τάξης του Newcastle, το σκοτεινό αντίβαρο των Beatles και των Stones. Οι ερμηνείες του Eric Burdon είχαν πάντα κάτι το ωμό, σχεδόν επικίνδυνο· οι στίχοι τους μιλούσαν για αποξένωση, φυγή, επιβίωση.
Ετσι, όταν το 1982 άρχισαν οι πρώτες συζητήσεις για μια πιθανή επανένωση, δεν επρόκειτο απλά για μια επιχειρηματική σύμβαση, αλλά για μια συναισθηματική ανάγκη. Ο Burdon είχε ήδη ζήσει μια θυελλώδη πορεία στη δεκαετία του ’70, ο Price είχε στραφεί στη μουσική για τον κινηματογράφο, ενώ ο Chandler είχε αποσυρθεί στις παραγωγές και τη διαχείριση καλλιτεχνών όπως ο Hendrix και οι Slade.
Οι ηχογραφήσεις του Ark ξεκίνησαν το 1982 στα Kingdom Sound Studios της Νέας Υόρκης, με παραγωγό τον Steve Lipson, συνεργάτη του Trevor Horn (γνωστού για τη δουλειά του με τους Frankie Goes to Hollywood και τους Yes). Ο Lipson έφερε στο στούντιο τη νέα αισθητική των 80s: καθαρός, ψηφιακός ήχος, έντονα συνθεσάιζερ, πλούσιες κιθάρες και ηλεκτρονικά τύμπανα.
Η επιλογή του παραγωγού δεν ήταν τυχαία. Η μπάντα ήθελε να αποφύγει την παγίδα της νοσταλγικής επιστροφής και να δημιουργήσει έναν σύγχρονο ήχο που να στέκεται πλάι στις νέες τάσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ένας δίσκος που συνδύαζε τη μελωδική απλότητα των Animals με τη στιλιστική φινέτσα της new wave εποχής.
Η κυκλοφορία έγινε από την I.R.S. Records, εταιρεία του Miles Copeland (αδελφού του Stewart Copeland των Police), που εκείνη την περίοδο προωθούσε καλλιτέχνες όπως οι REM, οι Go-Go’s και η Fine Young Cannibals. Το Ark έτσι βρέθηκε σε μια περίεργη θέση: ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, ανάμεσα στο blues των 60s και το ηλεκτρονικό rock των 80s.
Κι εδώ θα πρέπει να τονιστεί η καίρια συμβολή του Alan Price, ο οποίος δεν υπήρξε απλώς μέλος των Animals, αλλά μια θεμελιώδης δημιουργική δύναμη πίσω από το άλμπουμ και η παρουσία του υπήρξε καθοριστική στη μουσική ταυτότητα, την παραγωγική κατεύθυνση και τον συναισθηματικό τόνο του έργου.
Εκείνη την εποχή ο Price είχε μόλις ολοκληρώσει συνεργασίες στη βρετανική τηλεόραση και στο σινεμά, και είχε βαθιά γνώση των νέων τεχνολογιών ήχου (synths, drum machines, sequencers). Ετσι, ανέλαβε να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στον παλιό και τον νέο ήχο. Χρησιμοποίησε Yamaha CS-80 και Oberheim OB-X synths, προσθέτοντας ατμοσφαιρικά στρώματα που χαρίζουν στο άλμπουμ τη χαρακτηριστική new wave υφή του.
Συνδύασε αυτά τα ηλεκτρονικά στοιχεία με παραδοσιακό ηλεκτρικό πιάνο και Hammond organ, κρατώντας τον κλασικό τόνο που χαρακτήριζε πάντα τους Animals. Επενέβη στις φωνητικές ενορχηστρώσεις, υποστηρίζοντας τη βραχνή φωνή του Burdon με απαλά, σχεδόν gospel-like φωνητικά μέρη.
Η αισθητική του Price, με την κινηματογραφική του ευαισθησία, ανέβασε τη συνοχή του δίσκου. Πέρα από τη μουσική, έπαιξε κρίσιμο ρόλο και στην εσωτερική ισορροπία των Animals κατά την επανένωσή τους.
Η σχέση του με τον Eric Burdon υπήρξε τεταμένη, καθώς οι δυο τους είχαν συγκρουστεί ήδη από το 1965, όταν ο Price αποχώρησε λόγω δημιουργικών διαφορών (και, σύμφωνα με τον Burdon, εξαιτίας «ανεπίλυτων προσωπικών εντάσεων»).
Ωστόσο, στην περίοδο του Ark, οι δύο άνδρες βρήκαν κοινό έδαφος. Ο Price ήταν πλέον πιο ώριμος και σταθερός, λειτουργώντας σχεδόν σαν «μουσικός σκηνοθέτης», ενώ ο Burdon ήταν η επιβλητική φωνή. Η μεταξύ τους ισορροπία είναι εμφανής: ο Price χτίζει τις αρμονίες, και ο Burdon απελευθερώνει το συναίσθημα πάνω τους.
Σε συνεντεύξεις του 1983 στο Melody Maker και το Rolling Stone, ο Burdon είχε δηλώσει χαρακτηριστικά: «Ο Alan έφερε μαζί του την ψυχραιμία και το χρώμα που χρειαζόμασταν. Χωρίς εκείνον, θα ήταν απλώς μια απόπειρα να ξαναπαίξουμε τα παλιά».
Τι θα συναντήσει ο ακροατής στο άλμπουμ αυτό τελικά; Σε αντίθεση με τους δίσκους των 60s, όπου οι Animals τραγουδούσαν για την κοινωνική εξέγερση και τη φυγή από τη μιζέρια, το Ark είναι ένας εσωτερικός διάλογος. Ο Burdon δεν φωνάζει πια (τουλάχιστον τόσο συχνά)· ψιθυρίζει. Οι ήρωες των τραγουδιών δεν προσπαθούν να ξεφύγουν από τον κόσμο, αλλά να τον κατανοήσουν.
Ο χρόνος, η μνήμη, η αγάπη που αντέχει, η φθορά που δεν μπορείς να αποφύγεις. Το άλμπουμ μοιάζει σαν μια μουσική αυτοβιογραφία των Animals, όχι μέσα από εξομολογήσεις, αλλά μέσα από υπαινικτικά, ώριμα τραγούδια που μιλούν για τη ζωή μετά τη φήμη.
Κι όλα αυτά, το γκρουπ, τα μεταφράζει εξαιρετικά στη γλώσσα των 80s. Το συνθεσάιζερ, τα ηλεκτρονικά τύμπανα και η καθαρή παραγωγή ίσως ξένισαν τους παλιούς θαυμαστές, αλλά αποκαλύπτουν μια μπάντα που δεν ήθελε να γίνει απολίθωμα.
Ο ήχος του Ark βρίσκεται κάπου ανάμεσα στους Moody Blues του Long Distance Voyager και στους Police του Ghost in the Machine. Υπάρχει το ίδιο υπόγειο υπαρξιακό βάρος, αλλά και μια προσπάθεια να ακουστεί μοντέρνο, χωρίς να χαθεί η ψυχή. Ο Price, με τα πλήκτρα του, δίνει στο άλμπουμ μια κινηματογραφική διάσταση, ενώ ο Burdon παραμένει η ακατέργαστη φωνή της αλήθειας.
Η υποδοχή του Ark ήταν μάλλον ένα μούδιασμα. Στις ΗΠΑ, το The Night έγινε μικρή ραδιοφωνική επιτυχία και ο δίσκος έφτασε σε σχετικά καλές πωλήσεις, χάρη στο κοινό των classic rock σταθμών. Στην Ευρώπη, όμως, πέρασε σχεδόν απαρατήρητος.
Οι κριτικοί της εποχής αναγνώρισαν τη σοβαρότητα της προσπάθειας, αλλά σχολίασαν ότι το άλμπουμ «δεν είχε ενέργεια» ή ότι «προσπαθεί υπερβολικά να ακουστεί σύγχρονο». Παρ’ όλα αυτά, αρκετά χρόνια μετά, κριτικοί όπως ο Richie Unterberger του AllMusic χαρακτήρισαν το άλμπουμ «ένα σπάνιο δείγμα ώριμου reunion album, γεμάτο ψυχή και αξιοπρέπεια».
Στο Ark οι Animals, σε αντίθεση με άλλα reunions που κατέληξαν σε απομιμήσεις, έδειξαν ότι ήξεραν ποιοι ήταν, τι είχαν χάσει και γιατί δεν μπορούσαν πια να είναι οι ίδιοι.
Το Ark έμελλε να είναι το τελευταίο στούντιο άλμπουμ των αυθεντικών Animals. Ο Chas Chandler πέθανε το 1996, αφήνοντας πίσω του μια τεράστια κληρονομιά ως μουσικός, μάνατζερ και παραγωγός. Οι υπόλοιποι συνέχισαν κατά καιρούς να περιοδεύουν με διαφορετικές εκδοχές του ονόματος The Animals, αλλά η εποχή του Ark είχε πλέον περάσει.
Το Ark δεν ακούγεται σαν ένα χαμένο κεφάλαιο της βρετανικής ροκ ιστορίας. Δεν ανήκει στους κλασικούς δίσκους των Animals, αλλά ούτε και στα αποτυχημένα reunion που γέμισαν τη δεκαετία του ’80. Είναι κάτι διαφορετικό: μια ήσυχη, συνειδητή, ανθρώπινη προσπάθεια να αναμετρηθούν πέντε μουσικοί με τον χρόνο και το παρελθόν τους. Κουβαλάει τα θραύσματα μιας εποχής όπου το rock είχε ακόμη κοινωνικό ρόλο, όπου οι φωνές σαν του Burdon μπορούσαν να εκφράσουν τη συλλογική αγωνία μιας γενιάς. Το The Ark δεν προσπαθεί να ξαναγράψει την ιστορία· απλώς τη διασώζει με αξιοπρέπεια.
Το εξώφυλλο
Εκείνη την εποχή, τα εξώφυλλα των άλμπουμ έπαιζαν καθοριστικό ρόλο: αποτελούσαν τον μαγνήτη για τον μουσικόφιλο (αφού δεν υπήρχε Ιντερνετ), αλλά και τη βιτρίνα του έργου. Τα εξώφυλλα ήταν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο στη δημιουργία ενός άλμπουμ.
Το συγκεκριμένο cover με τον… τυπά Νώε να φορά καπαρντίνα και να «γαζώνει» με πολυβόλο το τέρας έξω από την κιβωτό, είναι δημιουργία του Βρετανού art director, Paul Power, ο οποίος έχει επιμεληθεί και το εξώφυλλο του πρώτου άλμπουμ των AC/DC, High Voltage το 1975.
Δεν είναι απλώς μια εικαστική επιλογή, αλλά ένα συμβολικό σχόλιο πάνω στην ίδια την επιστροφή του συγκροτήματος. Στο οπισθόφυλλο, υπάρχει η φωτογραφία των πέντε αυθεντικών μελών του γκρουπ, με τη λήψη να έχει γίνει στο στούντιο της Νέας Υόρκης.