14 Οκτωβρίου 2025

Ειρήνη; Μα τι ατυχία!

του Ξενοφώντα Μπρουντζάκη

Και τώρα, πώς θα ζήσουν οι βάρβαροι δίχως Γάζα και Τέμπη; Ήταν κι αυτά τα νεκρά παιδάκια, μια κάποια λύση.
Η ειρήνη –αυτή που τόσο υποτίθεται πως επιθυμούσαν– ήρθε και τους βύθισε στη θλίψη. Οι “free Palestine” της Ευρώπης, οι φοιτητικές φλοτίλες, οι επαναστάτες του TikTok έμειναν χωρίς αντικείμενο. Ξαφνικά η Χαμάς παρέδωσε ομήρους, η απεργία πείνας του Ρούτσι τελείωσε, οι κραυγές σώπασαν. Κι εκείνοι, που για δύο χρόνια διαδήλωναν με υψωμένες κεφίγιες, κλαίνε τώρα για την απώλεια του δράματος.

Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελαν ειρήνη, ήθελαν πόλεμο για να ζουν μέσα του. Ο πόλεμος ήταν το άλλοθί τους, η ιδεολογική τους τροφή. Χωρίς αίμα και δάκρυα δεν έχουν αφήγημα. Τώρα, που τα παιδιά στη Γάζα χαμογελούν, οι επαναστάτες του Instagram δεν ξέρουν πώς να ποζάρουν. Η χαρά των άλλων τους στερεί τη δική τους ταυτότητα.

Όμηροι, αλλά με διαπραγματευτική αξία

Η κυρία Ράνια Τζίμα, σε άρθρο της στο Βήμα, αναρωτήθηκε με δραματικό τόνο τι θα γίνει «αν η παλαιστινιακή πλευρά χάσει τον μοχλό πίεσης των ομήρων». Σαν να μιλούσε για κάποια νομισματική διαπραγμάτευση, όχι για ανθρώπους φυλακισμένους, βασανισμένους, βιασμένους. Ένας αφοπλιστικός κυνισμός που αποκαλύπτει πόσο εύκολα η δήθεν προοδευτική σκέψη καταλήγει να μιλά τη γλώσσα των θυτών.

Πρόκειται για τυπικό παράδειγμα κοινοτοπίας του κακού. Για εκείνη τη ρηχότητα και ασκεψία που σκεπάζει τα πάντα σαν μύκητας. Όταν ένας δημοσιογράφος θεωρεί «διαπραγματευτικό εργαλείο» τα σώματα ανθρώπων, τότε κάτι βαθύτερο έχει σαπίσει, όχι στην ταλαιπωρημένη Γάζα, αλλά στο κέντρο της ηθικής του πολιτισμού.

Και μαζί μ’ αυτή την ηθική χρεοκοπία καταρρέει και ολόκληρη η αφήγηση των «αντιιμπεριαλιστών» που προσκύνησαν τον ισλαμοναζισμό στο όνομα της προόδου. Οι ίδιοι που δεν είπαν ποτέ λέξη για τα παιδιά της Ουκρανίας και του Σουδάν, για τους πρόσφυγες του Σαχέλ, για τις γυναίκες του Ιράν. Μόνο η Γάζα τους ενδιέφερε, γιατί εκεί μπορούσαν να φωνάζουν κατά της Δύσης χωρίς κόστος.

Το ΚΚΕ και το τρένο της φαντασίας

Εν τω μεταξύ, στην εγχώρια σκηνή, το ΚΚΕ συνεχίζει το γνωστό του έργο: προσαρμόζει τη θεωρία στις ανάγκες επιβίωσης. Όταν η υπόθεση των Τεμπών συζητήθηκε στη Βουλή, ο εκπρόσωπος Τύπου του κόμματος είχε υποστηρίξει με παγερή βεβαιότητα ότι «το τρένο μετέφερε στρατιωτικό υλικό του ΝΑΤΟ προς την Ουκρανία».
Η κατακραυγή δεν τον εμπόδισε, αρκεί που το ψέμα είχε ήδη κυκλοφορήσει. Κι όταν αργότερα αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε ούτε ξυλόλιο, ούτε όπλα, ούτε συνωμοσία, το ΚΚΕ βρήκε νέα ερμηνεία: φταίει η «ιμπεριαλιστική Ευρώπη».

Το κόμμα που άλλοτε μιλούσε για «ΝΑΤΟϊκά βαγόνια», τώρα βλέπει πίσω από το δυστύχημα τη συνωμοσία των ευρωπαϊκών λιπαντικών σιλικόνης. Από την παλιά επωδό το «ΝΑΤΟ σκοτώνει» περάσαμε στο «ο καπιταλισμός λαδώνει τις μηχανές». Είναι μια αξιοθαύμαστη ικανότητα μεταμόρφωσης, η μόνιμη μετάφραση κάθε ανθρώπινης τραγωδίας σε θεωρία επιβίωσης.

Κι ενώ η κοινωνία αναζητά απαντήσεις και ευθύνες, το ΚΚΕ συνεχίζει να τρέφεται από το ίδιο ανεξάντλητο καύσιμο: την ψευδαίσθηση της σύγκρουσης. Όπως οι “free Palestine” χρειάζονται τον πόλεμο για να υπάρξουν, έτσι και το ΚΚΕ χρειάζεται το δράμα για να θυμίζει πως υπάρχει.

Το TikTok για όσους δεν αντέχουν την πλήξη της ειρήνης

Η εποχή των «πωλητών του πένθους» τελειώνει όπως άρχισε: με φτηνό θέαμα. Οι φλοτίλες, που ταξίδευαν δήθεν για «ανθρωπιστική βοήθεια», έγιναν αναμνηστικά στα social media. Οι influencers του πόνου μετρούν προβολές αντί για απώλειες. Η Χαμάς έμαθε να κάνει προπαγάνδα καλύτερα από κάθε διαφημιστική εταιρεία και το TikTok έγινε το νέο πεδίο της «αντίστασης» για όσους δεν αντέχουν την πλήξη της ειρήνης.

Κάπως έτσι, ολόκληρη η προοδευτική σκηνή της εποχής, από τα hashtags ώς τα κόμματα, βρίσκεται σήμερα μπροστά σε ένα υπαρξιακό κενό. Η ειρήνη τους διέλυσε. Τους πήρε το μόνο πράγμα που ήξεραν να εμπορεύονται: το πένθος.
Και τώρα, χωρίς Γάζα, χωρίς Τέμπη, χωρίς απεργούς πείνας και ξυλόλιο, μένουν μόνοι με τον εαυτό τους. Με μια επαναστατική μελαγχολία που δεν ξέρει πού να στραφεί.

Ίσως να φτιάξουν κι αυτοί ταπισερί με κεφίγιες στους τοίχους των σαλονιών τους. Για να θυμούνται τα χρόνια της θλίψης, τότε που η δυστυχία των άλλων τους έκανε να νιώθουν ζωντανοί.