18 Μαΐου 2025

Οπλο του είναι η ευστροφία του

Ο Πέτρος Μάρκαρης μίλησε στην «Κ» για τα παιδικά του χρόνια στη Χάλκη, για τους δασκάλους του, για τη Βιέννη, για τον Αγγελόπουλο και τον Καμιλέρι, μα κυρίως για τον Κώστα Χαρίτο. «Μέσα σε λίγα λεπτά ήξερα τα πάντα για εκείνον: ότι είχε γεννηθεί σε ένα χωριό της Ηπείρου, ότι ο πατέρας του ήταν ενωμοτάρχης, ότι ήταν παθιασμένος με τα λεξικά...», λέει και το πρόσωπό του φωτίζεται. (Φωτογραφία: ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ)

Ο Πέτρος Μάρκαρης μιλάει στην «Κ» για τη «γέννηση» του αστυνόμου Χαρίτου
Στο διαμέρισμά του, στην Κυψέλη, καθίσαμε στις πολυθρόνες απέναντι από τη βιβλιοθήκη. Ημασταν μόνοι – και δεν ήμασταν. Μαζί μας, θαρρείς, συγγενείς και φίλοι, δάσκαλοι και συνεργάτες, απόντες που γίνονταν παρόντες μέσα από τις αφηγήσεις του. «Βαρέθηκα τις συνεντεύξεις στις οποίες αναμασώ τα ίδια και τα ίδια», μου είχε πει πει λίγες ημέρες νωρίτερα ο Πέτρος Μάρκαρης. «Γιατί να μη φτιάξουμε, λοιπόν, μια “πινακοθήκη” με αγαπημένα σας πρόσωπα που άφησαν ανεξίτηλο σημάδι στην πορεία σας;» είχα αντιπροτείνει. «Αυτό μάλιστα!» είχε συμφωνήσει.

Το πρώτο πορτρέτο δεν μπορούσε παρά να είναι του αστυνόμου Κώστα Χαρίτου, του δημοφιλούς ήρωά του. Το «Νυχτερινό δελτίο», στο οποίο ο Χαρίτος έκανε το ντεμπούτο του, βγήκε στα βιβλιοπωλεία το 1995 και ακολούθησαν άλλα δεκαεπτά βιβλία. Τέσσερα από αυτά, τρία μυθιστορήματα και μία συλλογή διηγημάτων, εξαντλημένα και δυσεύρετα, μια και ο εκδοτικός οίκος από τον οποίο κυκλοφόρησαν έχει κλείσει –«Σεμινάρια φονικής γραφής», «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία», «Τίτλοι τέλους» και «Αθήνα πρωτεύουσα Βαλκανίων»–, θα κυκλοφορήσουν με την «Καθημερινή», αρχής γενομένης από τις 18 Μαΐου και για τέσσερις διαδοχικές Κυριακές.

Πρόκειται για μια σημαντική προσφορά της «Κ» προς τους αναγνώστες της και ο πολυβραβευμένος 88χρονος συγγραφέας δεν έκρυψε τη χαρά του. «Θα αποκτήσουν μια νέα ζωή και ένα νέο ή και διαφορετικό κοινό: αναγνώστες που διαβάζοντάς τα θα διαπιστώσουν ότι η σύγχρονη αστυνομική λογοτεχνία θεματοποιεί πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Καμία σχέση δεν έχει με συγγραφείς όπως η Αγκάθα Κρίστι ή ο Κόναν Ντόιλ, που είναι πια ξεπερασμένοι. Τα δικά τους μυθιστορήματα πυλώνα είχαν το ερώτημα “ποιος”. Σήμερα το καίριο ερώτημα είναι “γιατί”. Γιατί ένας άνθρωπος γίνεται δολοφόνος;».

– Πότε και πώς «γεννήθηκε» ο Χαρίτος;

– Το 1992 συνεργαζόμουν με τον σκηνοθέτη Πάνο Κοκκινόπουλο γράφοντας τα σενάρια για την τηλεοπτική σειρά «Η ανατομία ενός εγκλήματος» που προβαλλόταν στον ANT1. Επειτα από κάμποσα επεισόδια, έχοντας κουραστεί, ανακοίνωσα στη διεύθυνση του καναλιού ότι σκόπευα να σταματήσω. Με κοίταξαν σαν να μην ήμουν στα καλά μου. «Πληρώνεσαι αδρά και η επιτυχία είναι τεράστια. Γιατί να σταματήσεις;» με ρώτησαν και επέμεναν να συνεχίσω για λίγο ακόμα. Το έκανα με βαριά καρδιά. Μέχρι που ένα πρωί, καθώς δούλευα στο γραφείο μου, είδα δίπλα στην οθόνη του υπολογιστή μου, λες και ήταν ολοζώντανοι, μια τυπική, μικροαστική ελληνική οικογένεια: έναν άνδρα, μια γυναίκα και το παιδί τους, που δεν μπορούσα να διακρίνω αν ήταν αγόρι ή κορίτσι. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν αρνητική, προσπάθησα να απωθήσω την εικόνα.

– Γιατί να την απωθήσετε;

– Επειδή είχα γράψει για πολλούς μικροαστούς. Νισάφι πια, σκέφτηκα. Ειδικά ο άνδρας, όμως, ήταν πεισματάρης, δεν έφευγε με τίποτα από μπροστά μου. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετές μέρες και εξελίχθηκε σε μαρτύριο! «Για να με βασανίζει έτσι, ή αστυνομικός είναι ή οδοντίατρος», είπα στον εαυτό μου και αποφάσισα να… ενδώσω, υιοθετώντας την πρώτη εκδοχή, του αστυνομικού. Μέσα σε λίγα λεπτά ήξερα τα πάντα για εκείνον: ότι είχε γεννηθεί σε ένα χωριό της Ηπείρου, ότι ο πατέρας του ήταν ενωμοτάρχης, ότι ήταν παθιασμένος με τα λεξικά, ότι η σύζυγός του λεγόταν Αδριανή και η κόρη του Κατερίνα, ότι έμεναν στο Παγκράτι. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, πόσο καιρό ωρίμαζε μέσα μου αυτός ο ήρωας…


Η μητέρα του Πέτρου Μάρκαρη, Τασούλα. Η μαγειρική δεινότητα και ο τρόπος της «Αριάδνης» να αποστομώνει τον άνδρα της ήταν δικά της χαρακτηριστικά, αποκαλύπτει ο συγγραφέας.

– Σας μοιάζει καθόλου;

– Οχι, είμαστε τελείως διαφορετικοί· σε προσλαμβάνουσες, σε εμπειρίες, στα πάντα. Ομως μοιάζει η γυναίκα του, η Αδριανή, στη μητέρα μου. Πρώτο κοινό στοιχείο τους είναι τα εξαιρετικά γεμιστά τους. Ολες οι εντάσεις και οι διαφωνίες μεταξύ του Χαρίτου και της γυναίκας του ξεπερνιούνται με ένα ταψί γεμιστά, η συμφιλίωσή τους περνάει μέσα από τον φούρνο. Το ίδιο συνέβαινε με τους γονείς μου, το φαγητό ήταν δείκτης οικογενειακής ηρεμίας. Επίσης, η Αδριανή έχει έναν μοναδικό τρόπο να αποστομώνει τον Χαρίτο. Ακριβώς όπως η μητέρα μου.

Ολες οι εντάσεις και οι διαφωνίες μεταξύ του Χαρίτου και της γυναίκας του ξεπερνιούνται με ένα ταψί γεμιστά, η συμφιλίωσή τους περνάει μέσα από τον φούρνο. Το ίδιο συνέβαινε με τους γονείς μου.

– Σε κανένα από τα βιβλία σας δεν έχει χρησιμοποιήσει ποτέ το όπλο του. Γιατί;

– Παραδοσιακά στην αστυνομική λογοτεχνία ο ήρωας σπάνια χρησιμοποιεί το όπλο του. Ο Χαρίτος έχει μια ομάδα συνεργατών με τη βοήθεια των οποίων διαλευκαίνει τα εγκλήματα. Οπλο του είναι η ευστροφία του.

– Με ποιους «μάστορες» της αστυνομικής λογοτεχνίας θεωρείτε ότι έχετε ένα είδος συγγένειας;

– Ανέκαθεν εκτιμούσα πολύ τον Ζορζ Σιμενόν. Με τα χρόνια ανέπτυξα ενδιαφέρον για τους εκπροσώπους του μεσογειακού αστυνομικού μυθιστορήματος: τον Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν, τον Λεονάρντο Σάσα, τον Ζαν-Κλοντ Ιζό, μεταξύ άλλων. Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται και τα δικά μου βιβλία. Το μεσογειακό μυθιστόρημα έχει μια κοινωνικοπολιτική διάσταση, δεν μένει μόνο στο προφανές, δηλαδή στην επίλυση ενός γρίφου. Μιλάει για τις ανάγκες της κοινωνίας και προσπαθεί να ανταποκριθεί σε αυτές.

– Την απήχηση που γνωρίζουν διεθνώς τα βιβλία σας την περιμένατε;

– Οταν κανείς γράφει σε μια «μικρή» γλώσσα όπως η ελληνική, χρειάζεται τύχη για να φτάσει στη διεθνή αναγνώριση. Κι εγώ στάθηκα τυχερός, δεν έχω αυταπάτες. Με το που κυκλοφόρησε το πρώτο μου βιβλίο, η Αν Μαρί Σέλινγκερ, στέλεχος του Ινστιτούτου Γκαίτε της Αθήνας, ενθουσιάστηκε. Μετέφρασε, λοιπόν, τρία κεφάλαια και μέσω ενός γνωστού της τα έστειλε στον ελβετικό εκδοτικό οίκο Diogenes. Οταν τα διάβασε ο ιδιοκτήτης του, Ντανιέλ Κέελ, έκλεισε αμέσως τα δικαιώματα. Η επιτυχία του πρώτου βιβλίου οδήγησε στη συνέχεια της συνεργασίας μας και στο δεύτερο, μέχρι που ο εν Ελλάδι εκδότης μου και αδελφικός μου φίλος, Σάμης Γαβριηλίδης, με προέτρεψε να τους δώσω τα διεθνή δικαιώματα. Είχε δίκιο. Ετσι άνοιξαν για εμένα οι πόρτες όχι μόνο στο γερμανόφωνο κοινό, αλλά και σε πολλές χώρες. Πρέπει πάντως να πω ότι τα βιβλία μου είναι περισσότερο δημοφιλή στον Νότο της Μεσογείου και στη Λατινική Αμερική.

Με την κόρη του, Ζοζεφίνα, στη Χάλκη.

– Υπάρχει κάποιος λόγος γι’ αυτό;

– Πιστεύω πως έχει να κάνει με την οικογένεια: έκανα ήρωά μου έναν αστυνομικό που δεν ήταν μόνος όπως η συντριπτική πλειονότητα των ηρώων της αστυνομικής λογοτεχνίας, κι αυτό ήταν μεγάλη ανατροπή. Σε χώρες όπως αυτές του Νότου, όπου ο ρόλος της οικογένειας παραμένει κομβικός, οι αναγνώστες δεν ταυτίζονται με τον Χαρίτο αλλά με την οικογένειά του. Είναι χαρακτηριστικό κάτι που συνέβη στη διάρκεια της επίσκεψής μου, για μια ομιλία, στην πόλη Ολότ της Καταλωνίας. Μου σύστησαν μια κυρία. Απλωσα το χέρι μου να τη χαιρετήσω κι εκείνη, αγνοώντας το προτεταμένο μου χέρι, έπεσε πάνω μου και με αγκάλιασε σφιχτά. «Σας ευχαριστώ», μου είπε συγκινημένη, «γιατί η οικογένεια του Χαρίτου είναι η δική μου!».
Μπρεχτ, Καμιλλέρι και Αγγελόπουλος

Η «απόδραση» του Πέτρου Μάρκαρη από τη Χάλκη

Συγγραφέα τον έκανε η μοναξιά της Χάλκης Πριγκηποννήσων. Εκεί μεγάλωσε και τελείωσε το δημοτικό. Και όταν πήγε στο γυμνάσιο, στην Κωνσταντινούπολη, βίωνε την αβάσταχτη θλίψη των απογευμάτων, ειδικά της Παρασκευής: «Επαιρνα το πλοίο των 16.15 για να επιστρέψω στο σπίτι, άκουγα τους συμμαθητές μου να κάνουν σχέδια για το Σαββατοκύριακο και μαύριζε η ψυχή μου». Καταφύγιό του έγιναν τα βιβλία. Ετσι, ο σπόρος της συγγραφής βρήκε πρόσφορο έδαφος για να βλαστήσει και να καρποφορήσει, με την καθοριστική συμβολή –αλλά και τη φιλία– κάποιων ανθρώπων που ο Πέτρος Μάρκαρης δεν ξεχνάει.

Στην πόλη Ολότ της Καταλωνίας μου σύστησαν μια κυρία. Επεσε πάνω μου και με αγκάλιασε σφιχτά. «Σας ευχαριστώ», μου είπε συγκινημένη, «γιατί η οικογένεια του Χαρίτου είναι η δική μου!».
Οι δάσκαλοι

«Ευγνωμονώ τη δεσποινίδα Χρυσάνθη, τη δεσποινίδα Ξανθίππη, τον κύριο Οικονομίδη και τον κύριο Αποστόλου –έτσι απευθύναμε τότε τον λόγο στους δασκάλους μας–, για τα ελληνικά που μου δίδαξαν, στο δημοτικό σχολείο της Χάλκης. Σε εκείνους χρωστάω το ότι μιλάω και γράφω τόσο καλά τη γλώσσα μας, γιατί αργότερα, στην Πόλη, φοίτησα στο αυστριακό γυμνάσιο Sankt Georg ο πατέρας μου πίστευε ότι έπρεπε να μάθω γερμανικά (θεωρούσε ότι θα γίνονταν η διεθνής επιχειρηματική γλώσσα) και στη συνέχεια να σπουδάσω Οικονομικά και να αναλάβω την οικογενειακή επιχείρηση εισαγωγών και αντιπροσωπειών ξένων εταιρειών. Επεσε έξω και στα δύο…».

Η φιλόλογος

«Θυμάμαι με αγάπη τη Μαχμεδέτ Σαχίλερ, την καθηγήτρια της Τουρκικής Φιλολογίας στο γυμνάσιο. Ηταν η πρώτη που είδε τη συγγραφική κλίση μου. Mια μέρα μού έδωσε τρία βιβλία: του πεζογράφου Ορχάν Κεμάλ και των ποιητών Οκτάι Ριφάτ και Ορχάν Βελί Κανίκ. Τα λάτρεψα! Μου ζήτησε να της εξηγήσω γιατί. Αφού με άκουσε, μου είπε: “Θέλω να κρατήσεις αυτά τα βιβλία, εσύ θα τα χρειαστείς περισσότερο από μένα”. Πολλά χρόνια μετά, όταν τη συνάντησε μια συγγενής μου και της είπε ότι ήμουν πια συγγραφέας, καθόλου δεν εξεπλάγη. “Μα, φυσικά. Τι άλλο θα γινόταν;” σχολίασε».
Ο Παναγιώτης Αμπατζής


«Αν η μοναξιά της Χάλκης μου άνοιξε την πόρτα της λογοτεχνίας, ο Παναγιώτης Αμπατζής με οδήγησε στον δρόμο της συγγραφής. Ηταν εκδότης του “Πυρσού”, του μοναδικού ελληνικού λογοτεχνικού περιοδικού στην Πόλη, αλλά και του παλαιότερου στην Τουρκία περιοδικού κλασικής μουσικής. Ταυτόχρονα ήταν βιόλα της συμφωνικής ορχήστρας της Κωνσταντινούπολης και μέλος της τουρκικής Λυρικής Σκηνής: πολύπλευρος καλλιτέχνης, δηλαδή».

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Στο τέλος της εφηβείας μου, όταν μετακομίσαμε στην Πόλη, με έπιασε μανία με το θέατρο: Αργότερα, από τη Βιέννη όπου σπούδαζα, ταξίδεψα στο Βερολίνο, στο Δυτικό αλλά και στο Ανατολικό, όπου είδα από το Μπερλίνερ Ανσάμπλ, τον θίασο που είχαν ιδρύσει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ και η σύζυγός του Χελένε Βάιγκελ, το έργο “Η άνοδος του Αρτούρο Ούι”. Τρελάθηκα! Ο Μπρεχτ έγινε ευαγγέλιό μου. Δύο πολύτιμα διδάγματα έχω κρατήσει από εκείνον. Κατ’ αρχάς την αποστασιοποίηση: Για να θελήσω να γράψω ένα μυθιστόρημα κάτι πρέπει να με κάνει έξαλλο, όταν όμως αρχίσω να δουλεύω, ο θυμός φεύγει, βλέπω ψύχραιμα και αντικειμενικά την ιστορία που θα αφηγηθώ. Το δεύτερο είναι αυτό που αποκαλώ παραξένισμα: πώς να δείξεις ότι αυτό που οι περισσότεροι άνθρωποι δέχονται ως φυσικό είναι αφύσικο».

Ο Αντρέα Καμιλλέρι

«Γνωριστήκαμε το 2004 στο Φεστιβάλ Βιβλίου του Παλέρμο. Τον επισκέφθηκα την επόμενη χρονιά στο σπίτι του στη Ρώμη –δεν έβλεπε ήδη και απέφευγε τις μετακινήσεις– και αμέσως νιώσαμε ότι είχαμε ένα είδος συγγένειας. Ηταν πολλά τα κοινά μας στοιχεία: Ξεκινήσαμε από το θέατρο, εκείνος ως σκηνοθέτης, εγώ ως μεταφραστής και συγγραφέας· περάσαμε στο σενάριο· καταλήξαμε στο αστυνομικό μυθιστόρημα σε μεγάλη ηλικία, ήταν 53 ετών όταν έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα, εγώ ήμουν 57· είχε χάσει από γλαύκωμα την όραση και στα δύο του μάτια, εγώ μόνο στο δεξί. Το φαγητό ήταν δομικό στοιχείο στα βιβλία του, όπως και στα δικά μου: Κάθε φορά που ο ήρωάς του, ο Μονταλμπάνο, πρέπει να εξιχνιάσει μια υπόθεση, συγκεντρώνει την ομάδα του και τους ρωτάει αν έχουν τις πληροφορίες που χρειάζονται. “Ωραία”, τους λέει όταν βεβαιώνεται ότι όλα είναι έτοιμα. “Πάμε για φαγητό τώρα”. Πρώτα τρώνε στην τρατορία του Εντσο και μετά ξεκινούν την έρευνα. Μας έδεσε και η κοινή μας αίσθηση του χιούμορ. Ο Αντρέα μιλούσε ελάχιστα γαλλικά, εγώ ελάχιστα ιταλικά, είχαμε μαζί μας έναν νεαρό διερμηνέα από τον εκδοτικό μου οίκο να μας διευκολύνει στην επικοινωνία και αυτό το παλικάρι έπεφτε κάτω από τα γέλια με όσα άκουγε!».

Μου λείπουν οι δημιουργικές αναζητήσεις μας και το χιούμορ του. «Τόσα χρόνια μαζί μου τίποτα δεν έμαθες για το σινεμά», με πίκαρε κάθε τόσο. «Πράγματι, ήμουν πολύ απασχολημένος να διορθώνω τα μέτρια σενάριά σου», του απαντούσα.

Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος

Ο Π. Μάρκαρης με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, φίλο του από τη δεκαετία του ’70.

«Το 1971 ανέβηκε στο θέατρο Καλουτά το έργο μου “Η Ιστορία του Αλή Ρέτζο” και είχε τεράστια επιτυχία. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, που μόλις είχε κάνει το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο με την “Αναπαράσταση” ήρθε, είδε την παράσταση και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Ετσι ξεκίνησε μια πολυετής συνεργασία και φιλία. Οι διαφωνίες μας δεν ήταν σπάνιες και κανείς μας δεν υποχωρούσε. Οποτε συνέβαινε αυτό, χανόμουν. Με το που περνούσε μία εβδομάδα, στις 7 το πρωί, πάντα την ίδια ώρα, χτυπούσε το τηλέφωνό μου. Η μητέρα μου φώναζε από το δωμάτιό της: “Ο Αγγελόπουλος είναι!”. “Εξακολουθώ να μην αποδέχομαι τη διαφωνία σου, αλλά έχω κάτι να προτείνω”, έλεγε ο Θόδωρος. Είχε έναν μοναδικό τρόπο να ξεπερνάει κάθε αγκύλωση, κάθε πρόβλημα με μια νέα ιδέα. Μου λείπουν οι δημιουργικές αναζητήσεις μας, η κατανόηση και το χιούμορ του. “Τόσα χρόνια μαζί μου τίποτα δεν έμαθες για το σινεμά”, με πίκαρε κάθε τόσο. “Πράγματι, ήμουν πολύ απασχολημένος να διορθώνω τα μέτρια σενάριά σου”, του απαντούσα».