Με αντικειμενικούς όρους, αν δεν υπήρχαν τόσο πολλοί πρόθυμοι να βλέπουν αυτές τις εκπομπές, δεν θα υπήρχε δημοσιογραφία εντυπωσιασμού.
Γιάννης Παντελάκης
ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ, τους δημοσιογράφους και γενικά σε όσους έχουν δημόσιο παρεμβατικό λόγο και απευθύνονται στην κοινωνία δεν αρέσει καθόλου να αναφέρονται σε λάθη αυτής της κοινωνίας, σε καταστρεπτικές επιλογές που κάνει, ή έστω να αποδοκιμάζουν κάποιες συμπεριφορές της. Το χάιδεμα των αυτιών του «σοφού λαού» είναι μόνιμη πρακτική για τους περισσότερους, οι πολιτικοί θέλουν οπωσδήποτε ψήφους, οι δημοσιογράφοι θέλουν οπωσδήποτε αναγνώστες και τηλεθεατές.
Είναι πολύτιμος ο λαός για τις δύο αυτές κατηγορίες τουλάχιστον, πρόκειται για την πελατεία τους. Άλλωστε, αυτή η στάση αποτελεί μία από τις κυρίαρχες αιτίες που ενισχύεται ο λαϊκισμός, ένα είδος σε αφθονία στον δημόσιο λόγο αυτής της χώρας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όλοι ή σχεδόν όλοι μιλάνε κολακευτικά γι’ αυτή την κοινωνία, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά της. Ο λαός δεν κάνει ποτέ λάθος, ακόμα και αν επιβραβεύει μια δημοσιογραφική αθλιότητα.
Πριν από μερικές ημέρες ένας προβεβλημένος δημοσιογράφος (Λιάγκας) προκάλεσε για μια ακόμα φορά μεγάλη φασαρία γιατί σε μια εκπομπή του που αφορούσε έναν ποδοσφαιριστή ο οποίος πνίγηκε στην πισίνα του σπιτιού στο οποίο κατοικούσε ξεπέρασε κάθε όριο δημοσιογραφικής δεοντολογίας (αν και ποτέ η ιδιωτική τηλεόραση δεν παύει να εκπλήσσει αρνητικά).
Απο μια πρώτη εκτίμηση όλα αυτά δείχνουν ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας αντιδρά στον δημοσιογραφικό κανιβαλισμό, στον κιτρινισμό, στην αθλιότητα, στη διαπόμπευση ανθρώπων.
Αφιέρωσε πολύ χρόνο στην παρουσίαση του ακριβού σπιτιού όπου ζούσε ο ποδοσφαιριστής, των διαστάσεων της πισίνας και πολλών ακόμη λεπτομερειών που είναι όχι απλά εντελώς άσχετες με το τραγικό γεγονός της απώλειας ενός νέου ανθρώπου αλλά εμμέσως συνδέουν τον θάνατο με τον τρόπο διαβίωσής του προκαλώντας συνειρμούς σε όσους είδαν την εκπομπή. Οι λεπτομέρειες με τις οποίες επένδυσε την είδηση του πνιγμού δεν είχαν να προσθέσουν απολύτως τίποτα στην ενημέρωση για το γεγονός, είχαν όμως να προσθέσουν στην τηλεθέαση, κάνοντας τα μηχανάκια της AGB να δείχνουν ενθουσιασμό.
Η αναφορά του δραματικού γεγονότος καθαυτό έχει αναμφισβήτητα ενδιαφέρον, αλλά οι άνθρωποι της τηλεόρασης του συγκεκριμένου είδους γνωρίζουν καλά πως ένα δράμα επενδυμένο με πολλές λεπτομέρειες, έστω κι αν αυτές προσβάλλουν έναν νεκρό, συγκεντρώνει ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, το πολλαπλασιάζει. Γνωρίζουν ότι το αδηφάγο κοινό τέτοιες ιστορίες αναζητά· και του τις δίνουν.
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κυρίως αλλά και σε μια μερίδα της αρθρογραφίας η δημοσιογραφική διαχείριση του θέματος από τη συγκεκριμένη εκπομπή σήκωσε πολλή σκόνη. Ο δημοσιογράφος δέχτηκε έντονες, οργισμένες και δικαιολογημένες αντιδράσεις, οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού, παίκτης του οποίου ήταν ο ποδοσφαιριστής, φώναξαν συνθήματα και σήκωσαν πανό εναντίον του και η ΕΣΗΕΑ τον παρέπεμψε στο πειθαρχικό της συμβούλιο με το ερωτηματικό της διαγραφής, αναγκάζοντας τον δημοσιογράφο να ζητήσει δημόσια συγγνώμη (που δεν είχε καμία αξία). Απο μια πρώτη εκτίμηση όλα αυτά δείχνουν ότι ένα κομμάτι της κοινωνίας αντιδρά στον δημοσιογραφικό κανιβαλισμό, στον κιτρινισμό, στην αθλιότητα, στη διαπόμπευση ανθρώπων.
Όμως, η ιστορία έχει συνέχεια. Την επομένη του συγκεκριμένου συμβάντος δεν υπήρξε καμία, έστω μικρή, αποδοκιμασία από το κοινό που βλέπει τις συγκεκριμένες ώρες τηλεόραση· η εκπομπή του Λιάγκα κέρδισε πάλι την πρωτιά στο γενικό κοινό ανάμεσα σε όλες τις εκπομπές που προβάλλονται σε εκείνη τη ζώνη. Αντίστοιχα ιδιαίτερα υψηλή τηλεθέαση συγκέντρωσε κι άλλη εκπομπή που προβάλλεται σε αυτήν τη ζώνη και έκανε ανάλογη διαχείριση του θέματος. Αυτές τις πρωτιές τις δίνει το κομμάτι της κοινωνίας που έχει εθιστεί σε αυτού τους είδους τις εκπομπές «της κλειδαρότρυπας» – τις επικροτεί και αποτελούν απόλυτα συνειδητές επιλογές του.
Η συγκεκριμένη ιστορία δεν αποτελεί, φυσικά, μια ξεχωριστή υπόθεση αθλιότητας στην οποία επιδόθηκε ένα ιδιωτικό κανάλι μια τυχαία στιγμή. Από την ίδρυση της ιδιωτικής τηλεόρασης, το μακρινό 1989, υπάρχουν εκατοντάδες ανάλογες υποθέσεις, πολλές συχνά πολύ πιο άγριες. Το πιο ενδιαφέρον βρίσκεται στο γεγονός ότι τριάντα πέντε χρόνια μετά φαίνεται να έχει παγιωθεί σε ένα τεράστιο κομμάτι του πληθυσμού η αποδοχή αυτής της δημοσιογραφικής διαχείρισης. Έχει ξεπεραστεί το επίπεδο ανοχής ή, έστω, αποδοχής αυτής της δημοσιογραφίας, αντίθετα έχει μετατραπεί σε ζητούμενο.
Η σχέση αυτού τους είδους της δημοσιογραφίας με την κοινωνία που την επικροτεί μοιάζει με το ερώτημα για το αυγό έκανε την κότα ή το αντίθετο. Όμως, με αντικειμενικούς όρους, αν δεν υπήρχαν τόσο πολλοί πρόθυμοι να βλέπουν αυτές τις εκπομπές και να αποδέχονται τη συγκεκριμένη δημοσιογραφία, δεν θα υπήρχαν Λιάγκες, εκπομπές-σκουπίδια, δημοσιογραφία του εντυπωσιασμού. Ο Λιάγκας, άλλωστε, ο οποίος δεν είχε καμία απολύτως επίπτωση απ’ όσα είπε και έκανε, δεν αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα, οι εκπομπές τύπου Λιάγκα είναι ο ίδιος ο κανόνας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.