Εχουν περάσει πέντε χρόνια από τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη, αλλά η μάνα δεν ξεχνά. Η μάνα δεν ξεχνά ποτέ. Την περίπτωση της Ελένης, όμως, δεν θα την ξεχάσει κανένας μας ποτέ. Επειδή, στις 28 Νοεμβρίου 2018, η δολοφονία της ενσάρκωσε όλες τις παθογένειες και τη φρίκη που μπορούν να καταγραφούν σε μια κοινωνία: μικροκοινωνίες, μικροπολιτική και μικροί, αλλά «ισχυροί» άνθρωποι, ζυγίστηκαν όλοι - και η Δικαιοσύνη η ίδια ζυγίστηκε
«Ραγίζει καρδιές» ήταν ο κυρίαρχος τίτλος στα ΜΜΕ για τη μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη που πήγε –όπως κάθε χρόνο– στον τάφο του παιδιού της ανήμερα των γενεθλίων της, στις 15 Ιανουαρίου. Το «ραγίζει καρδιές» είναι ένα πολύ χρήσιμο γλωσσικό κλισέ. Γεγονότα σαν τη δολοφονία της Ελένης, εξάλλου, είναι πολύ δύσκολο να περιγραφούν επαρκώς, αναγκαστικά καταφεύγεις στα κλισέ. Εν προκειμένω δεν ήταν οι καρδιές μας που ράγισαν, όμως. Ηταν όλη η κοινωνία μας.
Εχουν περάσει πέντε χρόνια από τη δολοφονία της Ελένης, αλλά η μάνα δεν ξεχνά. Η μάνα δεν ξεχνά ποτέ. Την περίπτωση της Ελένης, όμως, νομίζω ότι δεν θα την ξεχάσει κανένας μας ποτέ. Επειδή, στις 28 Νοεμβρίου 2018, η δολοφονία της ενσάρκωσε όλες τις παθογένειες και τη φρίκη που μπορούν να καταγραφούν σε μια κοινωνία.
Η 21 ετών Ελένη είχε πάει στη Ρόδο για να σπουδάσει. Δύο άντρες, ο 21χρονος Μανώλης Κούκουρας και ο 19χρονος Αλέξανδρος Λουτσάι, την κάλεσαν στο σπίτι τού ενός και εκεί της ζήτησαν να κάνει σεξ μαζί τους. Η Ελένη αρνήθηκε. Τη χτύπησαν, τη βίασαν, την ξαναχτύπησαν, την έσυραν στα βράχια, την πέταξαν λιπόθυμη στη θάλασσα και την άφησαν να πνιγεί. Στο σπίτι, μετά το βασανισμό της, τους είχε ζητήσει να την πάνε στο νοσοκομείο, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν.
Η ωμότητα της πράξης φαίνεται αδιανόητη, ακόμη και πέντε χρόνια αργότερα.
Οι δύο δράστες συνελήφθησαν λίγες ημέρες αργότερα και εκεί ξεκίνησε ένα γαϊτανάκι αποκαλύψεων, συγκαλύψεων, αλληλοκατηγοριών και αντιδράσεων.
Η Ελένη, όπως αποκαλύφθηκε, είχε δεχθεί παρενοχλήσεις στο παρελθόν, αλλά η αστυνομία, στην οποία κατέφυγε, δεν έκανε τίποτε.
Ο ένας από τους δύο δράστες, όπως αποκαλύφθηκε, είχε βίαιο ιστορικό με γυναίκες, ενώ λίγες ημέρες μετά τη δολοφονία της Ελένης, βίασε και μια κοπέλα ΑμεΑ.
Οι γονείς του 21χρονου Ροδίτη και μέρος της τοπικής κοινωνίας, όπως αποκαλύφθηκε, τον έκρυψαν, προσπάθησαν να τον καλύψουν, να τον βγάλουν «τρελό», γίνονται καταγγελίες για «υψηλές παρεμβάσεις», για προσπάθειες επηρεασμού της Δικαιοσύνης, ο ένας συνήγορος λέει ευθαρσώς στο δικαστήριο «εγώ πιστεύω τον Μανόλη, βιασμός με στηθόδεσμο δεν υπάρχει», η Ελένη διασύρεται, παρουσιάζεται ως ένα κορίτσι που «τα ήθελε», η εισαγγελέας Αριστοτελία Δόγκα μιλάει στην ιστορική αγόρευσή της για «πιέσεις» που ασκήθηκαν, για παραλείψεις από τον ανακριτή στη Ρόδο, γίνονται τέρατα· αν η υπόθεση δεν είχε ένα πολύ αληθινό νεκρό κορίτσι και δύο πολύ αληθινούς δράστες, θα μπορούσε να είναι ένα απίστευτο θρίλερ του Netflix.
Η Δόγκα στοχοποιήθηκε από τον πρόεδρο του ΔΣΑ και μέρος τής τότε αντιπολίτευσης για την πολύ γενναία στάση της, οι γονείς της Ελένης κάθονταν επί μέρες και άκουγαν όλα τα τερατώδη που ειπώθηκαν στο δικαστήριο, δεν φτάνει να σου το σκοτώσουν μια φορά το παιδί σου, πρέπει να σου το σκοτώνουν ξανά και ξανά και ξανά. «Τα ήθελε» η Ελένη. «Ηθελε» να τη βιάσουν, να τη βασανίσουν, να τη σκοτώσουν. Δεν είναι εγκληματίες αυτοί, εμείς κάτι δεν καταλάβαμε καλά…
Οι δύο δράστες καταδικάστηκαν, έτσι κι αλλιώς τα στοιχεία ήταν εξαρχής αδιάσειστα. Δεν ήταν εκεί το θέμα, δεν όφειλε να αποδειχθεί εάν το έκαναν. Το θύμα, από τον τάφο, βρέθηκε να πρέπει να αποδείξει ότι δεν ήθελε να πεθάνει στα χέρια τους. Η αλήθεια, όσο προφανής και αν είναι, επιδέχεται πάντα διαστρέβλωση, αυτό ήταν το ένα μάθημα από την υπόθεση. Και χρειάζονται κάποιοι πολύ γενναίοι άνθρωποι για να την υπερασπιστούν.
Μικροκοινωνίες, μικροπολιτική, μικροσυνειδήσεις και μικροί, αλλά «ισχυροί» άνθρωποι, ζυγίστηκαν όλοι στην υπόθεση της Ελένης, αυτό ήταν το άλλο μάθημα. Και η Δικαιοσύνη η ίδια ζυγίστηκε. Από τη μία ένα νεκρό κορίτσι κι από την άλλη ένα ολόκληρο σύστημα δύναμης, χρημάτων και συμφερόντων. Το κορίτσι κέρδισε τη δίκη, αλλά έχασε τη ζωή του. Οι γονείς κέρδισαν δικαιοσύνη, αλλά έχασαν το παιδί τους, αυτό κι αν είναι «ζύγι»…
Ολα αυτά, τελικά, λειτούργησαν καταλυτικά. Αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά για «γυναικοκτονίες», αγανακτήσαμε εμείς οι απέξω, η Ελένη έγινε σύμβολο. Η αντίσταση στη Δικαιοσύνη, πολλαπλασίασε την ανάγκη μας να αποδοθεί.
Πέντε χρόνια αργότερα, πολλοί δεν έχουν πειστεί ακόμη ότι η Ελένη δεν ήταν η μόνη, η υπόθεσή της δεν επαρκούσε για να δουν την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι εκεί, όμως. Και αν υπάρχει ένας λόγος που η Ελένη δεν ξεχνιέται, είναι ακριβώς αυτός: βιασμένη, βασανισμένη και πεταμένη στα βράχια, παραμένει φάρος αλήθειας και δικαιοσύνης.
Οσο κι αν κλείνεις τα μάτια, αυτό το φως είναι ισχυρότερο. Με όποιο κόστος.