Δεν υπάρχουν πολλές λέξεις ή φράσεις που να δίνουν την ίδια ικανοποίηση που παίρνει κάποιος όταν λέει με ύφος «κλάιν». Μια ατάκα που μπορεί να ειπωθεί με τρεις τρόπους -σκέτο «κλάιν», «κλάιν μάιν» ή «κλάιν μάιν πουτς»- και έχει μία βασική χρήση: Έρχεται στο προσκήνιο όταν κάποιος θέλει να μειώσει μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο.
Ας δώσουμε ένα παράδειγμα:
- Ρε φίλε, αύριο έχουμε διαγώνισμα, πρέπει να διαβάσουμε.
- Κλάιν, βαριέμαι να διαβάσω. Θα αράξω
Ωστόσο, όπως αναφέρει το αγαπητό ημι-troll site Slang.gr, «το κλάιν είναι τόσο δύσκολο να αποδοθεί με ορισμό όσο δύσκολο είναι να οριστεί για παράδειγμα το λήμμα ευτυχισμένος».
Και συμπληρώνει: «Το κλάιν δεν περιγράφει κάποια εξωτερική κατάσταση, συμπεριφορά, πράξη ή παράλειψη αυτού που το λέει. Και μπορεί να ακούσουμε κάποιον να λέει ότι είναι κλάιν για μία δεδομένη πραγματική κατάσταση, αντικαθιστώντας ουσιαστικά τη φράση “δεν με νοιάζει” ή “αδιαφορώ”, όμως ο μελετητής θα πρέπει να διακρίνει ότι η ψυχολογική του κατάσταση είναι εν τέλει κλάιν, η οποία με τον κανόνα της λογικής αναγκαιότητας τον οδηγεί στην αδιαφορία. Δεν έχουμε δηλαδή τη σχέση αδιαφορία = κλάιν αλλά ψυχολογική κατάσταση = κλάιν και άρα το κλάιν οδηγεί με λογική αναγκαιότητα στην εξωτερίκευση της συμπεριφοράς μας».
Η φράση πάντως έχει μεγάλη ιστορία και μπορεί να ζει μεγάλες στιγμές στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά σύμφωνα με τον ανεπιβεβαίωτο θρύλο που την ακολουθεί, ξεκίνησε από την Αθήνα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η πόλη μόλις είχε απελευθερωθεί από τους Ναζί και στην περιοχή βρίσκονταν βρετανικά στρατεύματα. Οι Άγγλοι αξιωματικοί πλησίαζαν τους νεαρούς λούστρους που έβγαζαν μεροκάματο γυαλίζοντας παπούτσια και τους έλεγαν “clean my boots”.
Οι πιτσιρικάδες έμαθαν τη φράση και μη γνωρίζοντας αγγλικά την έλεγαν περιπαικτικά «κλάιν μάι πούτς». Νομίζω πως όλοι καταλαβαίνουμε τι εννοούσαν. Έτσι, δημιουργήθηκε μια όμορφη κατάσταση με τους Βρετανούς στρατιωτικούς να κάνουν χαβαλέ με την αδυναμία των νεαρών να πουν σωστά τη φράση και τους δεύτερους να τους περιγελούν με τον δικό τους τρόπο.
Όπως συμβαίνει με πολλές φράσεις, έτσι και με αυτή, μέσα στα χρόνια απέκτησε μια πολύ διαφορετική εννοιολογική υπόσταση. Το περιπαικτικό σχόλιο των λούστρων της μεταπολεμικής Αθήνας μετετράπη σε slang ατάκα που δείχνει τη βαρεμάρα ή την απάθεια για μια κατάσταση.
Μάλιστα, έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που έχει γίνει στάμπα σε t-shirt, ενώ υπάρχουν και άρθρα που δίνουν εναλλακτικές λύσεις σε περίπτωση που το κλάιν σου φαίνεται πολύ mainstream.
Αυτή είναι λοιπόν η επικρατέστερη εκδοχή της προέλευσης μιας ατάκας που χρησιμοποιούμε σχεδόν καθημερινά.
Να υπενθυμίσουμε πάντως ότι δεν υπάρχει επίσημη πηγή που να επιβεβαιώνει όλα τα παραπάνω, αλλά ούτε και κάποια αντίστοιχη ιστορία που να έρχεται κόντρα. Ας μείνουμε λοιπόν στον αστικό μύθο που έχει ταξιδέψει για δεκαετίες από στόμα σε στόμα περιμένοντας κάποιον που θα τον καταρρίψει.