19 Φεβρουαρίου 2021

Η προστασία των λογοτεχνικών έργων στην Ελλάδα

της Γεωργίας Βασιλειάδου

Η προστασία των έργων του λόγου αποτέλεσε καμπή στην ιστορία του δικαίου και την αντίληψη περί ιδιοκτησίας που συνδεόταν παραδοσιακά, σε όλα τα νομικά συστήματα των περασμένων αιώνων, με τα υλικά αγαθά. Η θεσμοθέτηση του δικαιώματος στην πνευματική ιδιοκτησία (“copyright”), που τοποθετείται περίπου στον 18ο αιώνα (βλ. B. Atkinson & B. Fitzgerald, Short History of Copyright, Springer International Pu, 2016), είχε ως αποτέλεσμα την προστασία του λογοτεχνικού έργου (ενός προϊόντος του ανθρώπινου πνεύματος) ως ισάξιου περιουσιακού αγαθού. Η νομική αυτή εξέλιξη εξόπλισε τους συγγραφείς με τη δυνατότητα να διεκδικούν την πατρότητα των έργων τους και να τα εκμεταλλεύονται, κυρίως, σε σχέση με τους εκδοτικούς οίκους, που έως τότε δρούσαν κατά το δοκούν, χωρίς περιορισμούς και χωρίς να διαπραγματεύονται με τους δημιουργούς την κατανομή των μελλοντικών κερδών ή τους όρους προώθησης και διακίνησης των έργων τους.

Το ελληνικό δικαιϊκό σύστημα (Ν.2121/1993, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) είναι εναρμονισμένο σε αυτόν τον τομέα με τη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που συνεπάγεται μία ελάχιστη παρόμοια προστασία για όλους τους δημιουργούς εντός της Ένωσης, αλλά και μία ευρύτερη προστασία στο σύνολο των κρατών μελών της. Εν συντομία, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε το ισχύον σύστημα προστασίας των λογοτεχνικών έργων ως εξής:

Ένα έργο εμπίπτει στην προστασία του Ν. 2121/1993, εφόσον είναι «πρωτότυπο» (έννοια αρκετά αφηρημένη και υποκειμενική) είτε πρόκειται για καλλιτεχνικό είτε για επιστημονικό έργο. Στον νόμο δεν υπάρχει ορισμός της έννοιας της «πρωτοτυπίας», αλλά ρητά αποσυνδέεται αυτή από την έννοια της αξίας. Στην περίπτωση των συλλογικών έργων η πρωτοτυπία εντοπίζεται στον τρόπο σύνθεσης, οργάνωσης και διάταξής των επιμέρους έργων, αλλά μπορεί να αφορά και μεμονωμένα το κάθε έργο που περιλαμβάνεται στη συλλογή. Για τον προσδιορισμό της έννοιας της πρωτοτυπίας, τα δικαστήρια έχουν θεσπίσει ορισμένα άτυπα, μη δεσμευτικά και μη περιοριστικά κριτήρια, όπως η «ατομικότητά η οποία αντανακλά την ιδιαιτερότητα της δημιουργικής διαδικασίας του δημιουργού του και η οποία συνίσταται και αποδεικνύεται με τη διευθέτηση των μερών της εργασίας του, τη μέσω αυτής σχηματοποίηση της δημιουργικής ιδέας του, τη σπουδή κάθε μέρους της, την προσαρμογή και εναρμόνιση του ενός με το άλλο, έτσι ώστε να απαρτίζουν ένα αρμονικό σύνολο, να διαθέτει “στατιστική μοναδικότητα”, με την έννοια ότι, κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες και με τους ίδιους στόχους, κανένας άλλος δημιουργός, κατά λογική πιθανολόγηση, δεν θα ήταν σε θέση να δημιουργήσει έργο όμοιο, ή να παρουσιάζει μια ατομική ιδιομορφία, ή ένα ελάχιστο όριο δημιουργικού ύψους, ώστε να ξεχωρίζει ή διαφοροποιείται από τα έργα της καθημερινότητας» (βλ. ΑΠ 196/2010, 257/2005 και 152/2005 σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Βεβαίως, το εάν ένα λογοτεχνικό έργο είναι τελικά πρωτότυπο ή όχι κρίνεται κατά περίπτωση (ad hoc) από τον αρμόδιο δικαστή και αφορά το έργο συνολικά, δηλαδή δεν προστατεύεται η ιδέα, αλλά ο τρόπος που αυτή αποδίδεται από τον δημιουργό (σε σχέση με το ύφος, τη γλώσσα, τον τρόπο αφήγησης/γραφής κ.λπ.).

Ο δημιουργός ενός, κατά τα παραπάνω, πρωτότυπου έργου έχει, κατ’ αναλογία των όσων ισχύουν και για τα υπόλοιπα περιουσιακά αγαθά, το δικαίωμα να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη χρήση και εκμετάλλευσή του και, ειδικότερα:

α) την εγγραφή και την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή του έργου του,

β) τη μετάφρασή του (η οποία αφού γίνει με άδεια του δημιουργού προστατεύεται εφεξής ως ξεχωριστό έργο του μεταφραστή),

γ) τη διασκευή, την προσαρμογή ή άλλες μετατροπές του έργου του (οι οποίες, επίσης, προστατεύονται στη συνέχεια ως νέα έργα),

δ) τη διανομή του στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή με άλλους τρόπους.

ε) την εκμίσθωση και το δημόσιο δανεισμό του πρωτοτύπου ή των αντιτύπων,

στ) τη δημόσια εκτέλεσή του,

ζ) τη μετάδοση ή αναμετάδοσή του στο κοινό μέσω ραδιοφώνου, τηλεόρασης ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο,

η) την παρουσίασή του στο κοινό με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και την παροχή της δυνατότητας πρόσβασης στο έργο του από το κοινό.

Επιπλέον, όμως, και ανεξάρτητα από τα παραπάνω, στο δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας θεμελιώνεται και ένα ηθικό δικαίωμα, βάσει του οποίου ο δημιουργός μπορεί:

i. να αποφασίζει τον χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο κατά τους οποίους το έργο του θα δημοσιευθεί,

ii. να ζητάει να γίνεται μνεία του ονόματός του (ή του ψευδωνύμου του) στα αντίτυπα του έργου του ή, εάν είναι ανώνυμο, να αποκλείει την οικειοποίηση του έργου του από άλλα πρόσωπα (πατρότητα του έργου),

iii. να απαγορεύει κάθε είδους τροποποίηση του έργου του,

iv. να αποκτά πρόσβαση στο έργο του και

v. να υπαναχωρεί από συμβάσεις μεταβίβασης του περιουσιακού του δικαιώματος ή εκμετάλλευσης του έργου του, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την προστασία της προσωπικότητάς του.

Η προστασία του Ν. 2121/1993 μπορεί να επιδιώκεται ποινικά (καταδίκη του ατόμου που προσέβαλε τα δικαιώματα του δημιουργού από το ποινικό δικαστήριο, συνήθως κατόπιν έγκλησης του προσβληθέντος δημιουργού), αστικά (επιβολή στον παρανομήσαντα χρηματικής αποζημίωσης ή επιβολή υποχρέωσης άρσης της προσβολής ή/και επανάληψής της στο μέλλον, κατόπιν άσκησης αγωγής ή ασφαλιστικών μέτρων από τον θιγόμενο δημιουργό) ή εξωδικαστικά (μέσω διαμεσολάβησης ή διαιτησίας).

Έτσι, για παράδειγμα έχει κριθεί ότι:

  • Η φωτοτύπιση ολόκληρων ακαδημαϊκών συγγραμμάτων από επιχειρήσεις χαρτικών και παραγωγής αντιτύπων, χωρίς άδεια του εκδότη, με σκοπό την πώλησή τους σε τρίτους (φοιτητές) συνιστά παραβίαση των πνευματικών δικαιωμάτων της αναπαραγωγής και διανομής του έργου και θεμελιώνει δικαίωμα αποζημίωσης υπέρ των δικαιούχων της πνευματικής ιδιοκτησίας (ΑΠ 1328/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
  • Η επανακυκλοφόρηση μεταφρασμένων έργων από εκδοτικό οίκο, χωρίς νέα άδεια εκ μέρους της μεταφράστριας και χωρίς την ύπαρξη έγγραφης σύμβασης μεταξύ αυτής και του εκδότη, συνιστά προσβολή των πνευματικών της δικαιωμάτων, ώστε η μεταφράστρια να μπορεί να ζητήσει με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων την παύση της προσβολής (διακοπή ανατύπωσης και διάθεσης των έργων και συντηρητική κατάσχεση όλων των βιβλίων που φέρουν τη μετάφρασή της) και απαγόρευση μελλοντικών ενεργειών προσβολής των πνευματικών της δικαιωμάτων μέσω της απειλής χρηματικής ποινής σε βάρος του εκδότη (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών 7339/2018, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
  • Η εσφαλμένη αναγραφή στον πίνακα των περιεχομένων συλλογικού συγγραφικού έργου του ονόματος ενός εκ των συμμετεχόντων συγγραφέων λόγω αμέλειας και έλλειψης προσοχής του εκδότη, του επιμελητή του βιβλίου και των υπαλλήλων τους συνιστά προσβολή του ηθικού δικαιώματος της πατρότητας του συγγραφέα ο οποίος δικαιούται να ζητήσει την παύσης της προσβολής (ανάκληση όσων αντιτύπων του τόμου δεν έχουν ήδη πωληθεί και δημοσίευση σε εφημερίδα κειμένου όπου θα αποκαθίσταται το όνομα του πραγματικού δημιουργού), την απαγόρευση προσβολής του δικαιώματός του στο μέλλον και την καταβολή χρηματικής αποζημίωσης (Εφετείο Πειραιώς 358/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Η προστασία που παρέχεται με το Δίκαιο Πνευματικής Ιδιοκτησίας στους δημιουργούς δεν είναι, όμως, απόλυτη, καθώς στον Νόμο προβλέπονται και ορισμένες εξαιρέσεις (όπως, για παράδειγμα, όταν αποσπάσματα ενός λογοτεχνικού έργου διανέμονται για εκπαιδευτικούς σκοπούς), ενώ η διάρκειά της περιλαμβάνει τον χρόνο που ο δημιουργός βρίσκεται εν ζωή συν εβδομήντα (70) χρόνια μετά τον θάνατό του (δικαιούχοι καθίστανται τότε οι κληρονόμοι του). Αφού παρέλθει αυτός ο χρόνος, το Δημόσιο είναι εκείνο που υπεισέρχεται στη θέση του δημιουργού όσον αφορά το ηθικό του δικαίωμα (αναγνώριση της πατρότητας και προστασία της ακεραιότητας του έργου), καθώς το έργο εισέρχεται πια στην παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά (βλ. Λ. Κοτσίρης, Δίκαιο πνευματικής ιδιοκτησίας, εκδ. Σάκκουλα, 2010, σελ. 256).

Πέρα, όμως, από αυτή τη βασική μορφή προστασίας των λογοτεχνικών έργων, που φαίνεται επηρεασμένη και βασισμένη σε μία παλαιότερη πραγματικότητα, όπου τα βιβλία ήταν αποκλειστικά σε έντυπη μορφή, ο ευρωπαίος νομοθέτης και, με τη σειρά του και ο Έλληνας νομοθέτης, προσάρμοσαν σταδιακά τους ισχύοντες κανόνες στις ιδιαιτερότητες του ψηφιακού κόσμου (π.χ. παράθεση έργων μέσω υπερσυνδέσμων), ενώ το 2019 η Ευρωπαϊκή Ένωση προέβη σε μία άκρως αντικρουόμενη τροποποίηση του συστήματος προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας, επιρρίπτοντας σημαντική ευθύνη στους ιδιοκτήτες ηλεκτρονικών πλατφορμών τύπου facebook, youtube κ.ά. για το υλικό που (ανα)δημοσιεύεται από τους χρήστες τους (βλ. άρθρο 17 της Οδηγίας 2019/790).

Αξίζει, επίσης, να αναφέρουμε και μία νέα ιδιότυπη κατηγορία έργων με άδειες «Creative commons». Πρόκειται ουσιαστικά για ένα είδος διεθνών αδειών βάσει των οποίων ο δικαιούχος του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επιτρέπει μαζικά στους χρήστες του έργου του να το αναπαράγουν ελεύθερα, δηλαδή χωρίς την υποχρέωση αίτησης και λήψης ατομικής άδειας από αυτόν ή την καταβολή αντιτίμου σε αυτόν.

Όσον αφορά δε τους εκδότες, ο νόμος παρέχει και σε αυτούς ειδική προστασία όσον αφορά τη σελιδοποίηση και στοιχειοθεσία των έργων που δημοσιεύουν, αποκλείοντας άλλα άτομα από τη δυνατότητα αναπαραγωγής των βιβλίων τους, χωρίς την άδειά τους. Το δικαίωμα αυτό των εκδοτών διαρκεί πενήντα χρόνια από την τελευταία έκδοση του εκάστοτε βιβλίου και θεωρείται «συγγενικό» δικαίωμα προς το περιουσιακό δικαίωμα του συγγραφέα, δηλαδή έπεται αυτού, αλλά δεν μπορεί να τύχει αντίστοιχης προστασίας, καθώς η εργασία των εκδοτών δεν πληροί το κριτήριο της «πρωτοτυπίας» που αναφέραμε παραπάνω. Ωστόσο, η συνεισφορά τους στην παρουσίαση του πνευματικού έργου στο κοινό ή ακόμη και στην παραγωγή του μέσω χρηματοδότησης του δημιουργού κρίνεται σημαντική από τον νομοθέτη, γι’ αυτό και καθιερώνεται στον νόμο ένα πλαίσιο προστασίας και για αυτούς.

Οι δημιουργοί όσο και οι εκδότες έχουν τη δυνατότητα εκ του νόμου να αναθέτουν τη διαχείριση και προστασία όλων ή μέρους των δικαιωμάτων τους σε αναγνωρισμένους από το κράτος «Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης», οι οποίοι υπόκεινται σε ορισμένες προϋποθέσεις και κανόνες (Ν. 4481/2017).

Κλείνοντας αυτή τη σύντομη σκιαγράφηση του ελληνικού συστήματος προστασίας των λογοτεχνικών έργων, θέτουμε προς προβληματισμό το νέο πεδίο νομικής διαμάχης που έχει ανοίξει σχετικά με το εάν τα παραγόμενα με μηχανικό ή αυτοματοποιημένο τρόπο λογοτεχνικά έργα εμπίπτουν ή πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και, συνακόλουθα, ποιος θα πρέπει να θεωρείται ο δικαιούχος των πνευματικών δικαιωμάτων: η μηχανή/υπολογιστής ή ο δημιουργός/χειριστής της μηχανής/υπολογιστή;