1 Ιουνίου 2020

Η εκδίκηση της νυχτερίδας και τα «ποσοστά θνητότητας» των σύγχρονων κοινωνιών

του Χρήστου Ελευθεράκου
Οι καταστάσεις κρίσεων στις σύγχρονες κοινωνίες συνοδεύονται από μια εκτίναξη του αριθμού πληροφοριών σε σύντομο χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα το αρχικό σοκ από το καθ’ αυτό γεγονός να ενισχύεται από τον υπερκορεσμό που προκαλεί η πληροφορία. 
Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θα μπορούσα να διανοηθώ μια κατάσταση κρίσης χωρίς την δυνατότητα πρόσβασης στην πληροφορία. Καθώς λοιπόν παραμένουμε εσώκλειστοι για τρίτη εβδομάδα, προσπαθούμε μέσω επικοινωνίας με φίλους  και γνωστούς αλλά και με την διαρκή παρακολούθηση της ειδησεογραφίας από όλα τα μέσα που έχουμε στην διάθεση μας, να ερμηνεύσουμε μια αφήγηση για την νέα πραγματικότητα που συνεχίζει να διαμορφώνεται. Ένα από τα θέματα  που καλούμαστε να διαχωρίσουμε, μιας και δεν πρόκειται πια για μια διαμάχη που περιορίζεται στην επιστημονική κοινότητα, αλλά για ένα γεγονός που έχει ανοιχτεί διάπλατα στην κοινωνική ματιά, είναι κατά πόσο έχουμε να κάνουμε με μια πανδημία σαν γεγονός βασισμένο σε συγκεκριμένα επιστημονικά δεδομένα, η με ένα γεγονός μέσω του οποίου επιδιώκεται να διαμορφωθεί μια κατάσταση, υπό την οποία ο κίνδυνος από έναν ιό καθιερώνεται στην κοινή πραγματικότητα ως πανδημία. Με λίγα λόγια, πως είναι πραγματικά μια πανδημία και πως μια πανδημία φαίνεται να είναι.
Ξεκινάμε με αφετηρία το γεγονός πως έχουμε να κάνουμε με έναν ίο, που όπως και πολλοί άλλοι «εκμεταλλεύεται» σε μεγάλο βαθμό την κοινωνική συναναστροφή και τον συνωστισμό, σε συνδυασμό με το βασικό χαρακτηριστικό της μοντέρνας παγκοσμιοποιημένης κοινότητας που είναι η εύκολη και ταχύτατη μετακίνηση. Είναι επίσης γεγονός πως είμαστε πολλοί, για την ακρίβεια είμαστε πάρα πολλοί.  Αν σκεφτεί κανείς πως κατά την διάρκεια της πανδημίας γρίπης του 1918 ο πληθυσμός της γης αριθμούσε 1,8 δισεκατομμύρια, σήμερα ο πληθυσμός της γης έχει ανέλθει στα 7,8 δισεκατομμύρια[1]. Παράλληλα, η συγκέντρωση του πληθυσμού στις αστικές περιοχές έχει αυξηθεί ραγδαία. Το 1950 ο αριθμός των ανθρώπων που ζούσε σε αστικές περιοχές ανερχόταν στο 30% του παγκοσμίου πληθυσμού, αριθμός που έφτασε το 55% το 2018 και οι υπολογισμοί δείχνουν πως το 2050, το 65% του παγκοσμίου πληθυσμού θα ζει σε αστικές περιοχές που θα βρίσκονται ως επί το πλείστον στην Ασία και στην Αφρική[2]. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός πως ο πληθυσμός που σήμερα ζει στις αστικές περιοχές δεν είναι τελικά όσο αποκομμένος νομίζουμε από τις κάποτε δυσπρόσιτες δασικές εκτάσεις.
Η ραγδαία οικονομική εκμετάλλευση παρθένων δασών εξ’ αιτίας της ανάπτυξης της υλοτομίας, των ορυχείων μεταλλευμάτων αλλά και της εκτεταμένης αγροτικής και ζωικής παραγωγής δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την δημιουργία δικτύων που συνδέουν απάτητα δάση με το αστικό περιβάλλον. Η διείσδυση στο εσωτερικό αχαρτογράφητων περιοχών με σκοπό την εκμετάλλευση του φυσικού πλούτου είναι συνυφασμένη με την ανάπτυξη του δυτικού πολιτισμού. Μια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Αφρική και οι προσπάθειες διείσδυσης στο εσωτερικό της.
Το 1450 οι Πορτογάλοι κατάφεραν να εισχωρήσουν στο εσωτερικό της φτάνοντας μέχρι της πηγές του ποταμού Ζαμβέζη συντρίβοντας τους Άραβες που είχαν προλάβει να κτίσουν τα φρούρια τους στην ανατολική αφρικανική ακτή πολύ πριν οι Ευρωπαίοι αντιληφθούν τις ανεξάντλητες πηγές χρυσού στα βάθη της μαύρης ηπείρου. Για μια πιο γλαφυρή περιγραφή της τροπικής Αφρικής αλλά και των δυσκολιών που αντιμετώπισαν οι πρώτοι δυτικοί, προτείνεται η ανάγνωση των ημερολόγιων του Χένρυ Μόρτον Στάνλεϋ[3], ενός τυχοδιώκτη δημοσιογράφου που προσελήφθη από την Νιου Γιορκ Χεραλντ προς αναζήτηση του Δρ. Λίβινγκστον, ενός ιεραπόστολου που κατά την διάρκεια της περιπλάνησης του στην Αφρική ψάχνοντας τις πηγές του ποταμού Νείλου, έκοψε κάθε επαφή με αποτέλεσμα τα ίχνη του να χαθούν για χρόνια.
Μετά την επιστροφή του από την αναζήτηση του Λίβινγκστον, ο Χ.Μ Στάνλεϋ, έχοντας αποκτήσει βαθιά γνώση του πλούτου αλλά και των δυνατοτήτων εκμετάλλευσης του, προσεγγίστηκε από τον βασιλιά Λεοπόλδο, κατά κάποιον τρόπο «ιδιοκτήτη» του σημερινού Κονγκό, ο οποίος του πρότεινε μια δεύτερη αποστολή με βασικό στόχο την δημιουργία δικτύων ανεφοδιασμού κατά μήκος του ποταμού Κονγκό που θα μπορούν να μεταφέρουν χρυσό, καουτσούκ και οτιδήποτε άλλο πολύτιμο από τα βάθη των τροπικών δασών στην Ευρώπη. Όλα αυτά φυσικά με το πρόσχημα μιας ανθρωπιστικής αποστολής που θα φέρει τον χριστιανισμό και το εμπόριο στα έγκατα των άγριων εδαφών. Η πραγματική όμως αποστολή του Χ.Μ Στάνλεϋ δεν ήταν άλλη από την μετατροπή μιας γιγάντιας γεωγραφικής έκτασης σε επιχείρηση εξαγωγής πρώτης ύλης, συνδέοντας τα πρωτόγονα Αφρικανικά δάση με τα μεγάλα ευρωπαϊκά εμπορικά κέντρα. Στα ημερολόγια του Χ.Μ Στάνλεϋ που είναι πολύ πιθανό να έχουν αποτελέσει την έμπνευση για το μνημειώδη μυθιστόρημα του Τζοζεφ Κονραντ «Η καρδιά του σκότους» , γίνεται αρκετά σαφές πως το τροπικό δάσος είναι ένας εξαιρετικά αφιλόξενος τόπος που ευδοκιμούν μυριάδες άγνωστες ασθένειες. Η πρώτη αποστολή του Χ.Μ Στάνλεϋ κράτησε περίπου 1000 ημέρες καλύπτοντας 1.800 μίλια κατά μήκος του ποταμού Κονγκό κατά την διάρκεια της οποίας 227 μέλη της αποστολής του πέθαναν από ασθένειες όπως μαλάρια, δυσεντερία, ευλογιά αλλά και τα τσιμπήματα από την μύγα tsetse που αποτελεί τον κύριο φορέα της αφρικάνικης τρυπανοσωμίασης και καθιστούσε αδύνατη την επιβίωση τετράποδων ζώων που χρησιμοποιούνταν για την μεταφορά των εμπορευμάτων.
Από το 1878 μέχρι σήμερα έχουν μεσολαβήσει πολλά χρόνια συνεχούς και εκτεταμένης εκμετάλλευσης του φυσικού πλούτου  με παρεμβάσεις που προκαλούν ριζικές αλλοιώσεις του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίο επιβιώνουν οι οργανισμοί, ασκώντας αφόρητη πίεση στα τοπικά οικοσυστήματα. Το άμεσο αποτέλεσμα είναι κάποιοι οργανισμοί να επιβιώνουν και να συναντιούνται όλο και πιο συχνά με άλλα ζώα και ανθρώπους. Για την ακρίβεια, ζώα όπως τα τρωκτικά και οι νυχτερίδες δεν καταφέρνουν απλά να επιβιώσουν μετά την ανθρώπινη παρέμβαση, αλλά προσαρμόζονται και ευημερούν σε βαθμό που μετατρέπονται σε ιδανικούς φορείς μετάδοσης ασθενειών από είδος σε είδος.
Σε όσους ασχολούνται με την παγκόσμια υγεία είναι γνωστό πως οι διατροφικές ανάγκες μεγάλης μερίδας του παγκοσμίου πληθυσμού καλύπτονται από την κατανάλωση άγριων ζώων αγορασμένα σε υπαίθριες αγορές ανάλογες με αυτές της Wuhan. Κατά την συλλογή 585 δειγμάτων από άγρια ζώα στην αγορά της Wuhan, 33 βρέθηκαν θετικά στον COVID-19 με 31 από αυτά να εντοπίζονται στο σημείο όπου συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς άγριων ζώων.[4] Ο σκοπός αυτής της αναφοράς φυσικά δεν είναι ο στιγματισμός των υπαίθριων αγορών και των διατροφικών συνηθειών του κάθε τόπου. Οι διατροφικές συνήθειες είναι στενά συνδεδεμένες με τοπικές διατροφικές κουλτούρες αλλά και με την οικονομική δυνατότητα των τοπικών αστικών πληθυσμών. Η εστίαση μας λοιπόν θα πρέπει να επικεντρώνεται στις συνθήκες ζωής των τοπικών πληθυσμών καθώς και στις συνθήκες υγιεινής που αποτελούν μέρος γενικότερων κοινωνικών και περιβαλλοντολογικών ανακατατάξεων που εξελίσσονται παράλληλα με την φτωχοποίηση μεγάλων κομματιών του πληθυσμού των αστικών περιοχών. Οι ανάλογες ανακατατάξεις φυσικά δεν είναι αόριστες, αλλά καθορίζονται από συγκεκριμένους οικονομικούς παράγοντες. Μεγάλες τράπεζες όπως η Goldman Sachs και η Deutsche Bank, επενδύουν τα τελευταία χρόνια τεράστια ποσά στην κτηνοτροφική παραγωγή. Η Goldman Sachs συγκεκριμένα, επένδυσε το 2008 το ποσό των 200 με 300 εκατομμυρίων στην περιοχή των επαρχιών Hunan και Fujian στην Κίνα αγοράζοντας μεγάλες αγροτικές εκτάσεις για την εκτροφή χοίρων[5]. Η κατανάλωση χοιρινού κρέατος στην Κίνα απευθύνεται σε 1,3 δισεκατομμύρια καταναλωτές και παρά το γεγονός πως κατατάσσεται χαμηλά εξαγωγικά, καλύπτει ένα 20% της παγκόσμιας κατανάλωσης χοιρινού. Το 2008 η τιμή του χοιρινού κρέατος στην Κίνα αυξήθηκε κατά 69% κάνοντας αδύνατη την αγορά του από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα[6]. Δεν προκαλεί καμία έκπληξη γιατί ένα μεγάλο κομμάτι των αστικών πληθυσμών καταφεύγει στην κατανάλωση άγριων ζώων για την κάλυψη των διατροφικών του αναγκών.

Είναι πάντως γεγονός, πως από τις 335 ασθένειες που έχουν εμφανιστεί από το 1960 έως το 2004 ένα 60% προέρχεται από τα ζώα.[7] Η φύση αποτελούσε ανεκαθεν μια απειλή για τον άνθρωπο, παρ’ όλ’ αυτά, η ανθρώπινη δραστηριότητα είναι αυτή που προκαλεί το μεγαλύτερο πρόβλημα. Η μετάδοση ζωονοσογονων ασθενειών στους ανθρώπους είναι το κόστος που η ανθρωπότητα καλείται να πληρώσει εξ αιτίας της επιταχυνόμενης οικονομικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με την εκμηδένιση των αποστάσεων. Μια ουσιαστική διαφορά με την εποχή του Χ.Μ Στάνλεϋ είναι πως η απόσταση μεταξύ μιας υπαίθριας αγοράς στην Wuhan, στον Αμαζόνιο η στο Λάγκος της Νιγηρίας με μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη μετριέται πια σε ώρες, και βασίζεται στην ευκολία με την οποία κάποιος/α μπορεί να ταξιδέψει απλά με ένα αεροπλάνο. Μια ματιά στις ετήσιες αναφορές του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής αεροπορίας (ICAO), οργανισμού που αποτελεί τμήμα του ΟΗΕ και ρυθμίζει τις διεθνείς αερομεταφορές, θα μας πείσει για την αυξητική τάση των παγκόσμιων πτήσεων τα τελευταία 10 χρόνια.[8]  Το παρακάτω βίντεο είναι ενδεικτικό της ταχύτητας και του εύρους των μετακινήσεων σε παγκόσμια κλίμακα σε ένα χρονικό διάστημα 72 ωρών[9].
Ο αποτροπιασμός για πρακτικές και διατροφικές συνήθειες που είναι εκτός της σφαίρας κατανόησης ενός δυτικού ήταν η πρώτη αντίδραση της κοινής γνώμης όταν πια έγινε αντιληπτό πως τελικά οι επιδημίες δεν αφορούν μόνο περιοχές μακριά από εμάς αλλά υπάρχει πολύ μεγάλη πιθανότητα να μας πλησιάσουν. Ίσως να αποτελεί και έναν εύκολο τρόπο να δώσουμε μια απλή και χειροπιαστή ερμηνεία στο απόλυτο κακό που μας απειλεί άμεσα με τον θάνατο. Άλλωστε, είναι πάντα ευκολότερο να ενοχοποιήσουμε άτομα με ασιατικά χαρακτηριστικά και ακόμα πιο εύκολο να χαριεντιζόμαστε με λέξεις όπως «kung flu» ή να συνεχίζουμε να ονομάζουμε ιούς με βάση τον τόπο προέλευσης τους.[10] Είναι αξιοσημείωτο πως ο πρόεδρος Τραμπ στην ουσία ακύρωσε την κοινή ανακοίνωση των 7 ισχυρότερων κρατών του κόσμου μετά την διάσκεψη στο Πίτσμπουργκ, εξ αιτίας της εμμονής του να μην χρησιμοποιηθεί εντός του κειμένου η ονομασία COVID-19 που προτείνετε από τον Παγκόσμιο οργανισμό υγείας (ΠΟΥ), αλλά η λέξη «Chinese virus».[11] Ανάλογες συμπεριφορές φυσικά αναδεικνύουν ένα πολύ μικρό κομμάτι της πραγματικότητας και συνήθως υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες η απλά σκοπιμότητες ατομικής ψυχικής επιβίωσης. Έχουμε συστηματικά εκπαιδευτεί να προσάπτουμε κατηγορίες σε οποιονδήποτε, αρκεί να μην μπούμε στην διαδικασία να τολμήσουμε μια κριτική στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα που μας καθορίζει. Σε περίπτωση που οι κατηγορίες και ο στιγματισμός δεν μας αρκούν, τότε μοιραία θα επιζητήσουμε μια ευρύτερη ανάλυση. Όταν αυτό συμβεί, οι συνειδητοποιήσεις γίνονται ακόμα πιο τρομακτικές.
O Rob Wallace είναι εξελικτικός βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Η θεωρία του η οποία συνοψίζεται στο βιβλίο “Big farms make big flu[12] βασίζεται στην υπόθεση πως κάθε φορά που ένας νέος ιός προκύπτει, αυτό σχετίζεται με την αλλαγή της πολιτικής και οικονομικής μας οργάνωσης και τον τρόπο με το οποίο αυτή η αλλαγή ασκεί πιέσεις σε τοπικά οικοσυστήματα[13]. Οι πιέσεις αυτές βασίζονται σε δυο παραμέτρους, στην εκμετάλλευση τεράστιων δασικών εκτάσεων εξ αιτίας της εκτεταμένης αγροτικής παραγωγής και στην δημιουργία γιγαντιαίων εργοστασιακών μονάδων κτηνοτροφικής παραγωγής. Ο Wallace τονίζει πως οι συνεχείς απόπειρες της παγκόσμιας αγροτικής και κτηνοτροφικής βιομηχανίας να μετατρέψει τα ζώα σε προϊόντα είναι εξαιρετικά επικίνδυνη καθώς τα εργοστάσια παραγωγής ζωικών προϊόντων μετατρέπονται σε εργοστάσια παραγωγής ενισχυμένων παθογόνων. Η βιομηχανοποίηση της ζωικής παραγωγής που ξεκίνησε πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έχει φτάσει σε σημείο να συγκεντρώνει όλες τις γραμμές μιας εργοστασιακής παραγωγικής διαδικασίας (πχ σταβλισμός, εκτροφή, σφαγή, ποιοτικός έλεγχος, συσκευασία) κάτω από την ίδια στέγη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την μαζική συγκέντρωση ζώων σε πολύ περιορισμένους χώρους, γεγονός που αυξάνει την δυνατότητα των ιών να μεταφέρονται από ξενιστή σε ξενιστή παράγοντας παθογόνα που είναι πιο φονικά και πιο αποτελεσματικά στην μέθοδο μετάδοσης. Τεράστιοι αριθμοί πουλερικών συγκεντρωμένα στον ίδιο χώρο με το ίδιο γενετικό υλικό αποτελούν την ιδανικότερη συνθήκη μετάδοσης και ενίσχυσης παθογόνων.
Ο Wallace υποστηρίζει πως στο φυσικό περιβάλλον, τα περισσότερα παθογόνα σκοτώνουν τον ξενιστή τους σχετικά γρήγορα με αποτέλεσμα να μην έχουν την δυνατότητα να συνεχίσουν την επιβίωση τους καθώς η αλυσίδα μετάδοσης κόβεται. Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η διαδικασία εξάπλωσης ενός ιού ας πάρουμε το παράδειγμα του Εμπολα. Ο συγκεκριμένος ιός χρονολογείται από το 1976 με το πρώτο κρούσμα να καταγράφεται στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό σε περιοχή κοντά στον ποταμό Εμπολα. Μέχρι το 2014 ο ιός εμπολα προκαλούσε ξεσπάσματα τα οποία περιορίζονταν τοπικά.[14] Κάτι ανάλογο συνέβη και τον Ιανουάριο του 1996 όταν δυο άνδρες στην περιοχή Mayiabout της Γκαμπόν τεμάχισαν και έφαγαν έναν νεκρό χιμπαντζή που βρήκαν στο δάσος. Τον Φεβρουάριο τα περιστατικά είχαν φτάσει σε αριθμό τα 19. Ο τελευταίος θάνατος από εμπολα στην περιοχή καταγράφηκε τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς και το επίσημο τέλος δόθηκε από τον ΠΟΥ στις 23 Απριλίου του 1996. Η συνολική διάρκεια του ξεσπάσματος ήταν 42 ημέρες και ο αριθμός των νεκρών έφτασε τους 37.[15]
Τι συνέβη όμως στην επιδημία εμπολα του 2014 που επεκτάθηκε σε πάνω από 10 χώρες και εκτίναξε τον αριθμό των θανάτων σε 11,323; Ο Wallace υποστηρίζει πως τίποτα από την γενετική δομή του ιού δεν ήταν διαφορετικό από αυτή που είχε εμφανιστεί τα προηγούμενα χρόνια, τα ποσοστά θνητότητας ήταν ίδια, η κλινική πορεία ήταν ίδια και οι ρυθμοί μετάδοσης ήταν ίδιοι. Η υπόθεση που διαμόρφωσε και αναμένεται να αποδειχθεί μέσω ερευνητικών δεδομένων, σχετίζεται με την κατάργηση των συνόρων μεταξύ της φύσης και του αστικού ιστού από εταιρίες που επενδύουν στην καλλιέργεια φοινικέλαιου.[16] Για την συγκεκριμένη καλλιέργεια απαιτείται τεράστια δαπάνη σε εγκαταστάσεις και ριζική διαμόρφωση δασικών εκτάσεων πράγμα που ισοδυναμεί με την διατάραξη του φυσικού περιβάλλοντος οργανισμών όπως οι φρουτοφάγες νυχτερίδες οι οποίες αποσπασμένες από το φυσικό τους «χώρο», καταφέρνουν να ευημερήσουν με μεγάλη ευκολία σε περιοχές πιο κοντά στον άνθρωπο καθώς τους προσφέρεται άφθονη τροφή χωρίς τον κίνδυνο πολλών θηρευτών. Είναι επιβεβαιωμένο, πως η επιδημία εμπολα το 2014 μεταφέρθηκε στον άνθρωπο από φρουτοφάγες νυχτερίδες.[17] Είναι επίσης επιβεβαιωμένο, πως ο ιός Nipah[18]  που έκανε την εμφάνιση του στο Μπαγκλαντές το 2001 μεταδόθηκε σε ανθρώπους από ούρα φρουτοφάγων νυχτερίδων που βρέθηκαν σε φρούτα φοινικόδεντρων καθώς και από την μετάδοση σε οικόσιτα ζώα που στην συνέχεια καταναλώθηκαν από τον άνθρωπο[19]. Είναι επίσης πιθανό, ο ιός SARS-CoV που εντοπίστηκε στις ρινολοφίδες νυχτερίδες (horseshoe bats), να ήρθε σε αλληλεπίδραση με τον SARS-CoV που εντοπίστηκε στον παγκολίνο (chinese pangolin), δημιουργώντας την δομή του ιού που μετονομάστηκε σε SARS-COV2[20]. Τέλος, είναι εξαιρετικά πιθανό, διαφορετικές διατροφικές συνήθειες όπως η κατανάλωση άγριων ζώων και η κατανάλωση κρέατος από οικόσιτα ζώα, να συναντιούνται σε αγορές που περιλαμβάνουν την πώληση άγριων ζώων σε συνδυασμό με οικόσιτα, καθώς ανάλογοι συνδυασμοί επιτρέπουν την ευκολότερη μετάδοση και την πιθανότητα μεταλλάξεων.
Είναι αφελές λοιπόν να πιστεύουμε πως πρόκειται για κάποια απροσδόκητη φυσική καταστροφή μιας και οι μεταλλάξεις ιών συμβαίνουν διαρκώς και είναι συνυφασμένες με την ανθρώπινη ιστορία. Για να γίνουν οι μεταλλάξεις απειλητικές για την ζωή των κοινωνιών προϋποθέτουν συγκεκριμένες ανθρώπινες παρεμβάσεις, κρίσιμες ανθρώπινες παραλήψεις και εκτεταμένα κοινωνικά αδιέξοδα. Οι ιοί και τα παθογόνα είναι ο απόλυτος συμβολισμός της απειλής στην ανθρώπινη ιστορία. Το γεγονός πως στον δυτικό κόσμο το είχαμε ξεχάσει σχετίζεται με το δραματικό παρελθόν μας.  Αρκούμαστε να πιστεύουμε πως ολ’ αυτά συνέβαιναν σε εξωτικά μέρη, ο εμπολα, ο ZIKA, ο SARS και ο MERS, είναι περίεργα ονόματα που προκαλούσαν κάποιο άγχος αλλά μέχρι εκεί. Τα ξεσπάσματα των επιδημιών όμως είναι δυναμικά, η επιβίωση ενός ιού εξαρτάται άμεσα από την επιβίωση του φορέα του ιού. Όταν δεν υπάρχει η αναγκαία σύνδεση μεταξύ των φορέων για να εξασφαλιστεί η επιβίωση ενός ιού η πορεία του ανακόπτετε και μοιραία εξαφανίζεται. Αρκεί όμως μια χρυσή σφαίρα (golden bullet) όπως τονίζει ο Wallace, μια ολέθρια αλληλουχία συνδέσεων που κρίνονται ως ιδανικές ώστε το ξέσπασμα να υπερβεί τις τοπικές κοινότητες και να μετατραπεί σε πανδημία.
O Wallace κάνει ένα βήμα παραπάνω, συνδέει όλα τα ξεσπάσματα ζωονοσογονων ασθενειών, από τον HIV και τον εμπολα, μέχρι τους γνωστούς κορονοιους, με τις ριζικές αλλαγές που προκαλούνται στα τοπικά οικοσυστήματα από εταιρίες που ασχολούνται με την αγροτική και κτηνοτροφική παράγωγη. Οι προτάσεις του για τον περιορισμό των επιδημιών σχετίζονται με την αναδιάρθρωση του τρόπου με τον οποίο παράγουμε τα τρόφιμα που τρώμε. Πρόκειται αρχικά για έναν αναστοχασμό και στην συνέχεια μια αναδόμηση της παγκόσμιας αγροτικής και ζωικής μαζικής βιομηχανίας. Η δυσκολία λοιπόν είναι δεδομένη καθώς οι προτάσεις των επιδημιολόγων για τον περιορισμό των ξεσπασμάτων συγκρούονται άμεσα με τον τρόπο που οι σύγχρονες κοινωνίες παράγουν τα τρόφιμα τους. Η σύνδεση των παθογόνων με την εκτεταμένη αγροτική και ζωική παράγωγη αποτελούν μια σφιχτοδεμένη αλληλουχία που συντηρείται εντός ενός παγκόσμιου οικονομικού μοντέλου. Το συγκεκριμένο οικονομικό μοντέλο μέχρι σήμερα φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να ανακοπεί καθώς η λειτουργία του βασίζεται στην συνέχιση της παραγωγής και της ζήτησης με σκοπό μια αέναη κερδοφορία.
Ο τρόπος με τον οποίο μπορώ να αποτυπώσω το οικονομικό μοντέλο που ζούμε είναι σίγουρα μια απλούστευση, αλλά θα τον παρομοίαζα με έναν μηχανισμό που δεν απαιτεί την παρουσία συγκεκριμένων προσώπων για την λειτουργία του, αλλά απλούς ταγμένους μεσάζοντες (ας τους ονομάσουμε πολιτικούς η κοινούς λομπίστες), με δυο συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Την αφοσίωση στην διευκόλυνση της λειτουργίας του μηχανισμού, και την παράκαμψη η μετάθεση της επίλυσης οποιουδήποτε προβλήματος εμποδίζει την λειτουργιά του σε ένα αόριστο μέλλον. Όταν το βασικό αίτιο για την δημιουργία παθογόνων εντοπίζεται στην ακραία παρέμβαση στο φυσικό περιβάλλον από την σύγχρονη αγροτική και κτηνοτροφική παράγωγη αντιλαμβανόμαστε πως η λύση του προβλήματος είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και κοστοβόρα. Το μοναδικό που μένει στον μηχανισμό λοιπόν είναι η διαχείριση των επιπτώσεων που προκαλούνται από ανάλογες παρεμβάσεις. Οι επιπτώσεις μιας φυσικής καταστροφής, ή μιας πανδημία στην προκείμενη, γίνονται διαχειρίσιμες από τα κυρίαρχα κράτη εντος ενός ιδιότυπου καθεστώτος εξαίρεσης. Οι διαπιστώσεις του Φουκώ μας θυμίζουν πως «οι κυβερνήσεις της ασφάλειας (les gouvernements sécuritaires) δεν λειτουργούν αναγκαστικά με το να παράγουν την κατάσταση εξαίρεσης, αλλά με το να την εκμεταλλεύονται και να την καθοδηγούν όταν αυτή συμβαίνει».[21]
Σε αυτό το σημείο λοιπόν, κρίνεται απαραίτητο να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στους τρόπους με τους οποίους πραγματοποιείται η διαχείριση των επιπτώσεων της πανδημίας αλλά και τον ρόλο της επιστημονικής κοινότητας.  Μέχρι αυτή την στιγμή φαίνεται πως η επικινδυνότητα του SARS-COV2 εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από συγκεκριμένες μεταβλητές όπως η επάρκεια των εθνικών συστημάτων υγείας, τα δημογραφικά ενός πληθυσμού, η ηλικία, η συννοσηρότητα και η ανοσοκαταστολή[22]. Οι συγκεκριμένοι δείκτες αποτελούν risk factors που είναι πολύ πιθανό να αυξήσουν την πιθανότητα θανάτου από τον ιό στο γενικό πληθυσμό, γεγονός που αποτυπώνεται και στις διαφορές που παρουσιάζει η κάθε χώρα. Το επίπεδο θνητότητας του ιού,  που μεταφράζεται στον αριθμό των ανθρώπων που πεθαίνουν από τον ίο επί του συνόλου αυτόν που έχουν νοσήσει[23], είναι επίσης ένας αριθμός που σκιαγραφεί αυτή την επικινδυνότητα. Υπολογίζεται πως στην Wuhan, τα επίπεδα θνητότητας έφτασαν το 2-4%, ενώ εκτός Wuhan η πτώση έφτανε στο 1%. Σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε γενικός διευθυντής του ΠΟΥ στις αρχές Μαρτίου, Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεέσους, ανακοινώσε πως στο σύνολο των περιστατικών COVID-19 που έχουν καταγράφει παγκοσμίως, ένα 3,4% κατέληξε στο θάνατο. Σε σύγκριση με τον SARS-COV που τα επίπεδα θνητότητας κυμάνθηκαν στο 10%, την γρίπη του 1918 που κινήθηκε μεταξύ 5-20%, αλλά και την γρίπη των χοίρων (Η5Ν1) που τα ποσοστά έφταναν το 60% μέχρι και τον εμπολα με το εκρηκτικό 90%, ο SARS-COV2 φαίνεται να παραμένει χαμηλά αλλά υψηλοτέρα από τα ποσοστά της εποχιακής γρίπης που υπολογίζεται στο 0,1%, γεγονός που φυσικά μένει να φανεί με την ολοκλήρωση της πορείας του ιού.
Ένα ερώτημα που διαμορφώνεται σχετικά με το επίπεδο θνητότητας του COVID-19  βασίζεται στον τρόπο με τον οποίο συλλέγονται τα δεδομένα από την κάθε χώρα. Υπάρχει δηλαδή ένα υπαρκτό πρόβλημα με τον αριθμό των ατόμων που πέθαναν ενώ είχαν διαγνωστεί με κορονοϊό COVID-19 και τον αριθμό των ατόμων που τα αίτια θανάτου  οφείλονταν στον εν λόγω ιό.
Λαμβάνοντας υπ όψιν τα στοιχειά που έχουν δοθεί από το Ιταλικό Ινστιτούτο υγείας (ISS) γίνεται αντιληπτό πως ένα 99,2% των θανάτων που σχετίζονταν με τον ιό COVID-19 είχαν ήδη νοσήσει από κάποια άλλη ασθένεια γεγονός που δείχνει πως το ISS δεν διαχωρίζει τελικά αν ο θάνατος σχετιζόταν με τις παρακείμενες ασθένειες η με τον COVID-19. [24]
Ο Ιταλός καθηγητής και σύμβουλος του Ιταλικού υπουργείου υγείας Walter Ricciardi αναφέρει χαρακτηριστικά, «Ο τρόπος με τον οποίο κωδικοποιούμε τους θανάτους στην χώρα μας είναι πολύ γενναιόδωρος καθώς αυτοί που πεθαίνουν στα νοσοκομεία με τον εν λόγω κορονοϊό θεωρείται πως έχουν πεθάνει από τον εν λόγω κορονοϊό».[25]  [26]
Η παραπάνω «ασάφεια» δεν περιορίζεται μόνο στην Ιταλία, καθώς σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε ο διευθυντής του Robert Koch institute στις 20 Μαρτίου, όταν ρωτήθηκε από δημοσιογράφο για το αν οι καταγεγραμμένοι θάνατοι στην Γερμανία είχαν σαν αιτία τον COVID-19, η απάντηση ήταν η ακόλουθη «Θεωρούμε κάποιον που έχει μολυνθεί με τον συγκεκριμένο ιό σαν έναν θάνατο από τον συγκεκριμένο κορονοϊό».[27]
Αν λάβουμε υπ όψιν μας τα παραπάνω σε συνδυασμό με έρευνες που πραγματοποιούνται για τα ποσοστά θνητότητας του COVID-19 [28],[29] και αναφορές επιδημιολόγων και γιατρών[30],[31],[32],[33] δημιουργούνται εύλογα ερωτηματικά σχετικά με το πραγματικό επίπεδο θνητότητας του ιού, τον τρόπο που συλλέγουμε τα δεδομένα μας αλλά και την ευκολία, ίσως και βιασύνη, με την οποία διασπείρονται τα συγκεκριμένα δεδομένα στο ευρύ κοινό. Είναι αρκετά πιθανό τελικά να κινούμαστε στα τυφλά. Η εξέλιξη της πανδημίας του SARS-COV2 παραμένει ακόμα άγνωστη καθώς είναι ένα νέος, άγνωστος ιός που προκάλεσε έντονο άγχος με την δραματική του αρχική παρουσίαση. Παρ’ όλ’ αυτά, σχεδόν δυο μήνες μετά, ακόμα προσπαθούμε να καταλάβουμε δυο βασικά πράγματα, πόσο φονικός είναι τελικά ο νέος ιός και πόσο διαφοροποιείται από τα ποσοστά θανάτων που προκαλούν οι υπόλοιποι κορονοϊοί και οι παρακείμενες λοιμώξεις του αναπνευστικού ετησίως. Στο επίπεδο συλλογής δεδομένων είναι πολύ πιθανό να μετατεθεί οποιαδήποτε μελλοντική συζήτηση μιας και φαίνεται να προκαλεί έντονη  διαμάχη στην επιστημονική κοινότητα.
Σε αυτό το σημείο θα χρειαστεί να κάνουμε μια αναφορά στον καθηγητή του Στάφορντ Γιάννη Ιωαννίδη που είναι αν μη τη άλλο μάλλον αναπόφευκτη. Η μηντιακη παρουσία του Γιάννη Ιωαννίδη στους εγχώριους δέκτες ξεκινά από μια εκπομπή στο Κρήτη ΤV το 2017 και ομολογουμένως η συνέπεια των απόψεων του μέχρι σήμερα αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη αξιοπιστίας. Σε μια εκτενή συνέντευξη που έδωσε πρόσφατα στο Journey man pictures αλλά και στο πρόσφατο άρθρο του που δημοσιεύτηκε στο stat news με τίτλο  “A fiasco in the making? As the coronavirus pandemic takes hold, we are making decisions without reliable data”[34], τονίζει με ιδιαίτερα προσεκτικό και μετρημένο τρόπο το γεγονός πως η έλλειψη δεδομένων σχετικά με τον νέο κορονοϊό δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα ως προς την αναγκαιότητα επιβολής συγκεκριμένων μέτρων περιορισμού. Ο Ιωαννίδης επιβεβαιώνει πως όντως τελικά κινούμαστε στα τυφλά καθώς δεν λαμβάνουμε υπ όψιν μας συγκεκριμένες παραμέτρους με αποτέλεσμα η μεθοδολογία της επιδημιολογίας μας να μπορεί να αποδειχτεί λανθασμένη. Η προσέγγιση του Ιωαννίδη φυσικά δεν είναι κάτι αποκομμένο από την γενικότερη πορεία του μιας και η δημοσίευση του άρθρου του το 2005 με τον εμφατικό τίτλο «Why Most Published Research Findings Are False», προκάλεσε μια εκτεταμένη συζήτηση γύρω από την λειτουργία της επιστημονικής έρευνας και τον τρόπο με τον οποίο καταλήγουμε στα ερευνητικά μας συμπεράσματα.
Από την στιγμή λοιπόν που τα δεδομένα δεν είναι επαρκή, η βιασύνη και η επιτακτικότατα των πολιτικών σχεδιασμών είναι πολύ πιθανό να οδηγούν σε λανθασμένους χειρισμούς και πρόκληση εκτεταμένου πανικού. Χωρίς να υποβαθμίζει το μέγεθος της πανδημίας, αναφέρεται στους τρόπους με τους οποίους τα ιατρικά συστήματα αντιμετώπιζαν τους κορονοιους μέχρι σήμερα. Αυτή είναι η πρώτη πανδημία κορονοϊού στην ανθρώπινη ιστορία παρά το γεγονός πως οι εμφανίσεις τους είναι ετήσιες προκαλώντας θανάτους που κυμαίνονται  σε χαμηλά ποσοστά. Δυο από τους πιο γνωστούς είναι ο SARS και ο MERS. Ο SARS (SARS-CoV) ταυτοποιήθηκε πρώτη φορά το 2003 και είναι πιθανό να μεταφέρθηκε από τις νυχτερίδες σε άλλα ζώα (μοσχογαλη) και στην συνέχεια στο άνθρωπο στη επαρχεία Guangdong της νότιας Κίνας. Η επιδημία του ιού SARS επεκτάθηκε σε 26 χώρες με 8000 καταγεγραμμένα κρούσματα και 774 θανάτους.[35] Ο MERS (MERS-CoV) από την άλλη εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Σαουδική Αραβία τo 2012 και είναι πιθανό να έχει μεταφερθεί στον άνθρωπο από τις καμήλες. Ο MERS επεκτάθηκε σε 27 χώρες με το 80% των περιπτώσεων να περιορίζονται στην Σ. Αραβία. Από την εμφάνιση του το 2012 έχουν καταγράφει 2494 κρούσματα και 858 θάνατοι. [36]
Ο Ιωαννίδης αναφέρει πως τα περισσότερα κρούσματα από κορονοιους παρατηρούνται μέχρι σήμερα σε ασθενείς που ήδη νοσηλεύονται και τις περισσότερες φορές δεν καταγράφονται η κατατάσσονται στους ιούς που μοιάζουν με την κοινή εποχιακή γρίπη χωρίς να πραγματοποιηθεί κάποιο τεστ που να τους διαφοροποιεί. Υπολογίζεται πως η εποχιακή γρίπη προσβάλει 30 με 60 εκατομμύρια αμερικανούς το χρόνο προκαλώντας από 25.000 έως 60.000 θανάτους, μεταξύ αυτών, είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν και θάνατοι από κορονοιους. Όλες αυτές οι περιπτώσεις θανάτων κατατάσσονταν πάντα κάτω από την ομπρελά του συνδρόμου οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (acute respiratory distress syndrome) με τα αίτια να οφείλονται σε παθήσεις που μοιάζουν με την εποχιακή γρίπη (influenza like viruses). Ο Ιωαννίδης παραπέμπει σε μια ερευνά Καναδών επιστημόνων που δημοσιεύτηκε το 2006 όπου διαπιστώθηκε πως οι κοινοί κορονοϊοί μπορούν να αγγίξουν ποσοστά θνητότητας μεταξύ αυτόν που έχουν νοσήσει της τάξης του 8% σε ομάδες υψηλού κίνδυνου και πως πολλά από τα τεστ είναι αμφίβολης αξιοπιστίας καθώς σε πολλές περιπτώσεις δεν διαχωρίζουν επακριβώς το είδος του κορονοιου. [37]
Ένα ποσοστό θνητότητας της τάξης του 8% κανονικά δεν θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα αμελητέο αν λάβουμε υπ όψιν μας το 3,4% του COVID-19 όπως ανακοινώθηκε από τον ΠΟΥ. Την ίδια στιγμή, η εποχιακή γρίπη προκαλεί θανάτους σε λιγότερο από το 1% αυτών που έχουν διαγνωστεί. Ο Ιωαννίδης σπεύδει  να κάνει ξεκάθαρο πως ο αριθμός  θνητότητας του COVID-19 για να έχει μεγαλύτερη αξιοπιστία θα χρειαστεί ένας πιο ακριβής αριθμός των ατόμων που έχουν προσβληθεί από τον ιό και επί του παρόντος κάτι τέτοιο δεν είναι διαθέσιμο, τονίζοντας πως είναι μάλλον νωρίς για πιο συνολικές αποτιμήσεις.
Ένα από τα πράγματα βέβαια που γνωρίζουμε για τους κορονοιους είναι πως είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι για τους ηλικιωμένους με παρακείμενα νοσήματα καταγράφοντας ποσοστά θνητότητας που κυμαίνονται από 8 έως 11% σε τοπικά ξεσπάσματα εντος νοσοκομείων. Αν βέβαια τα συγκεκριμένα ποσοστά αναχθούν στην κοινότητα τότε είναι πολύ πιθανό τα ποσοστά θνησιμότητας (θάνατοι στον γενικό πληθυσμό) να μειώνονταν ακόμα περισσότερο και να καταλήγαμε να μην τους δώσουμε και μεγάλη σημασία μιας και τα συμπτώματα θα περιορίζονταν σε αυτά που μοιάζουν με μια εποχιακή γρίπη η ένα απλό κρυολόγημα. Ακόμα και αν κάποιοι ερευνητές επέλεγαν να ασχοληθούν με τον διαχωρισμό των ασθενών με κορονοϊό κάτι τέτοιο δεν θα προσέφερε τίποτα παραπάνω στο τρόπο με τον οποίο θα τους αντιμετωπίζαμε θεραπευτικά.
Είναι πιθανό λοιπόν η πανδημία να ολοκληρωθεί με πολύ λιγότερους θανάτους απ όσους υπολογίζαμε, είναι όμως επίσης πολύ πιθανό να ολοκληρωθεί με πολύ περισσότερους. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η ανάγκη δεδομένων για έναν στοχευόμενο και όχι τυφλό σχεδιασμό είναι αναγκαίος. Η βιασύνη να παρθούν μέτρα χωρίς δεδομένα οδηγεί σε έναν γενικευμένο πανικό που μπορεί να έχει πολλαπλές συνέπειες. Ο διάλογος σχετικά με την μεταδοτικότητα του ιού από ασυμπτωματικους ασθενείς και ο τρόπος που αναδείχτηκε στην δημοσιά σφαίρα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.  Ένα από τα άρθρα που αναφέρονταν στην μετάδοση του ιού από έναν ασυμπτωματικό ασθενή δημοσιεύτηκε στο  New England Journal of Medicine στις 30 Ιανουαρίου του 2020 και αποτέλεσε μια από τις επιστημονικές βάσεις για την αιτιολόγηση των πολιτικών περιορισμού του ιού καθώς και της κοινωνικής απομόνωσης. Ο Anthony Fauci, διευθυντής του Αμερικανικού ινστιτούτου αλλεργιών και μεταδοτικών ασθενειών (NIAID) και ένας από τους βασικούς διαχειριστές της πανδημίας στην Αμερική δήλωνε χαρακτηριστικά, «Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως μετά την ανάγνωση του άρθρου [the New England Journal of Medicine], πως η μετάδοση από ασυμπτωματικους ασθενείς συμβαίνει. Η συγκεκριμένη έρευνα απαντά στην ερώτηση (lays the question to rest.[38] Αυτό που έχει όμως περισσότερο ενδιαφέρον είναι πως η συγκεκριμένη δημοσίευση διαψεύστηκε μέσω του περιοδικού Science στις 3 Φεβρουαρίου 2020[39] καθώς οι εισηγητές του άρθρου αναφέρονται σε ασυμπτωματικό ασθενή με τον οποίο δεν είχαν έρθει καν σε επαφή. Το Γερμανικό ινστιτούτο  Robert Koch (RKI)  ανέδειξε το σφάλμα με επιστολή που εστάλει στο New England Journal of Medicine τονίζοντας μεταξύ άλλων πως «Το γεγονός πως οι ασυμπτωματικοι ασθενείς είναι πιθανοί φορείς του  COVID-19 επιτάσσει μια επαναξιολόγηση των δυναμικών της μετάδοσης του ιού».
Πέραν αυτού, ο πανικός και η αυξημένη πίεση στην επιστημονική ερεύνα αλλά και τους κλινικούς στο πεδίο να δημιουργήσουν και να χορηγήσουν νέα εμβόλια υιοθετώντας νέες φαρμακευτικές προσεγγίσεις είναι πιθανό να οδηγήσει στην παράκαμψη σημαντικών σταδίων της ερευνητικής και θεραπευτικής διαδικασίας. Πρόσφατα μάλιστα, Γάλλος γιατρός που δέχτηκε δριμεία κριτική και όχι άδικα, πρότεινε να δοκιμαστούν εμβόλια σε αφρικανικό πληθυσμό έτσι ώστε να ξεπεραστούν γρήγορα τα δοκιμαστικά στάδια των εμβολίων ώστε να βγουν πιο γρήγορα στην παράγωγη.[40]
Για να φτάσουμε έως εδώ, χρησιμοποιήθηκε το ερευνητικό έργο του Rob Wallace σαν μια φυσική αφετηρία που οποιαδήποτε ανάλυση της επικαιρότητας οφείλει να λάβει υπ όψη, έτσι ώστε τα επιχειρήματα να παραμένουν εποικοδομητικά και να μην καταφεύγουμε σε θεωρίες συνομωσίας περί μυστικών όπλων και τα σχετικά. Ακόμα και αν κάτι τέτοιο συνέβαινε, που προσωπικά δεν κλείνω προς μια τέτοια κατεύθυνση, τα δεδομένα που δημιουργούν τις επιδημίες και τις πανδημίες δεν εξαλείφονται από την επιβεβαίωση μιας συνομωσίας. Το μοναδικό που εξαλείφετε η έστω υποχωρεί σε κάποιο βαθμό είναι η δίκη μας ένταση που αναζητά μια εκτόνωση στην προσπάθεια να ερμηνεύσει και να καταπραΰνει το άγχος που προκαλείται από μια εξωτερική, παντελώς άγνωστη συνθήκη.
Θα πρέπει να γίνει κατανοητό, πως ακόμα και αν έχουμε διανύσει χιλιάδες χρόνια επιστημονικής προόδου, η ανάγκη προσκόλλησης σε ερμηνευτικά συστήματα του παρελθόντος που εκλάμβαναν μια φυσική καταστροφή η μια φυσική συνθήκη στην προκείμενη, ως κάτι θεόσταλτο η ακόμα και κάτι που μπορεί να αναλυθεί μέσα από τα σκοτεινά μονοπάτια που χαράζονται από τους παγκόσμιους ισχυρούς, προκαλεί προβληματισμό για το αν τελικά η επιστήμη, μέσω της λογικής και της πειραματικής διεργασίας καταφέρνει τελικά να καταπραΰνει την ακόρεστη ανάγκη του ανθρώπου για «μεταφυσικές» αναζητήσεις. Παράλληλα, μεταθέτει την συζήτηση σε διαφορετική βάση που απομακρύνεται αισθητά από τον πυρήνα του προβλήματος. Ο ανάλογος συλλογισμός αποτελεί αντικείμενο μιας άλλης θεματικής χωρίς να είναι ο σκοπός του συγκεκριμένου κειμένου και αναφέρετε μόνο για να τονιστεί το γεγονός πως χιλιάδες συμπολίτες μας εμμένουν να αγνοούν τα κατά κοινή ομολογία πολύπλοκα επιστημονικά δεδομένα, παραμένοντας σφιχτοδεμένοι σε θέσεις που πια, είναι πολύ πιθανό να τους κοστίσουν την ίδια την ζωή.
Οι καταστρεπτικές συνέπειες της παρούσας κατάστασης είναι δεδομένες. Μιλάμε για ένα πρωτοφανές σταμάτημα οποιασδήποτε διαδικασίας όριζε την ανθρωπότητα μέχρι σήμερα και για μια μνημειώδη παρέμβαση στον τρόπο που μέχρι σήμερα ο κάθε άνθρωπος αντιλαμβανόταν τον χώρο που αλληλεπιδρούσε. Αξίζει όμως να διερωτηθούμε πως αν όλο αυτό που ζούμε καταλήξει να μην δικαιολογεί το εύρος και την αυστηρότητα των μέτρων που πάρθηκαν σε παγκόσμιο επίπεδο, τότε θα έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να δούμε πως ένα σημαντικό κομμάτι του επιστημονικού κύρους μπορεί να αποκατασταθεί και αν τελικά πέρα από την συζήτηση για την μετατροπή των κρατών σε αυταρχικές βιοπολιτικες οντότητες, έχουμε να κάνουμε με μια ηχηρή κρίση της επιστημονικής κοινότητας που οδηγεί σε μια τελική σύμπραξη με πολιτικές που έχουν σκοπό τον περιορισμό ελευθεριών. Μην ξεχνάμε, πως ο τρόπος με τον οποίο εκτυλίσσεται μια διαφωνία σε μηντιακο επίπεδο έχει μεγάλη διαφορά με τον τρόπο που εκτυλίσσεται μια διαφωνία στην επιστημονική κοινότητα γύρω από ενστάσεις σχετικές με το περιεχόμενο δημοσιεύσεων. Η μηντιακη εστίαση στα δεδομένα ενός επιστημονικού άρθρου διαμορφώνει μια πραγματικότητα η οποία συνεχίζει να υφίσταται ακόμα και όταν μια δημοσίευση έχει διαψευστεί.  Μην ξεχνάμε επίσης, πως όταν μιλάμε για επιδημιολογικούς αριθμούς είναι γνωστό πως αυτό που παρουσιάζετε αριθμητικά έχει αξία αλλά αυτό που δεν αναδεικνύετε είναι επίσης εξαιρετικά σημαντικό.
Σε αυτή την βάση, η χρήση της επιστημονικής μεθόδου θα πρέπει να βοηθά στην τοποθέτηση του ορίου για να αντιληφτεί κάποιος που σταματούν οι επιστημονικές προτροπές και που ξεκινά η πολιτική. Είναι σαφές λοιπόν, πως έχουμε ένα μείγμα ικανό να προκαλέσει μια συζήτηση που είναι αδύνατο να περιοριστεί μόνο στην άποψη ενός ειδικού. Ακόμα και αν η επιλογή μεταξύ ζωής και θανάτου, καταστάσεις που συχνά εμπίπτουν στην αρμοδιότητα ειδικών επιστημόνων, κατά τον Αγκαμπεν, είναι περισσότερο αντικείμενα πολιτικής και συνήθως κρίνονται από την επιβολή μιας συγκεκριμένης απόφασης[41].
Η αποκάλυψη της άρρηκτης σχέσης της επιστήμης με την πολιτική είναι κάτι που έχει αναδειχτεί σαν θεματική στο παρελθόν, ίσως φτάσαμε στην στιγμή που αυτή η σύμπραξη, η οποία έχει δεδομένα προκαλέσει μεταβολές και στην πολιτική αλλά και στην επιστήμη, αποκαλύπτετε πια με έναν τεράστιο κρότο καθώς στέκεται γυμνή μπροστά σε χιλιάδες μάτια που κοιτάζουν εναγωνίως τις οθόνες τους.
[13] file:///C:/Users/christof/Desktop/a4712com.pdf
Στην εικαστική πλαισίωση του άρθρου: Πήτερ Μπρέγκελ ο πρεσβύτερος, “Κυνηγοί στο χιονισμένο τοπίο” (1565).