12 Ιουλίου 2019

Τα βιβλία που πεθαίνουν

του Οδυσσέα Ιωάννου

Νομίζω πως τα βιβλία με έριξαν στα πολλά τσιγάρα. Μετά τον «Ξένο» του Καμί ή κάποιο βιβλίο του Κάφκα, πλακωνόμουν στα τσιγάρα σαν να ήθελα με τον καπνό να τα πιέσω όλα μέσα μου, να μην ξαναβγούν ποτέ, να μη χαθούν
Πού πάνε τα βιβλία όταν τα διαβάσουμε; Πού μένουν όλα εκείνα που μόλις διαβάσαμε; Πού «αποθηκεύονται», με ποιον τρόπο και σε ποια μορφή; Δεν θυμάμαι απ’ έξω κανένα απόσπασμα από όσα βιβλία έχω διαβάσει στη ζωή μου. Και ελάχιστα ποιήματα, πέρα από όσα έχουν γίνει τραγούδια. Εχω φίλους με ιδιαίτερη ικανότητα στην απομνημόνευση, κατεβάζουν ολόκληρα σεντόνια από μυθιστορήματα και βέβαια δεκάδες ποιήματα.

Οταν με κάποιον τρόπο έρχεται η σειρά μου, σωπαίνω. Σαν να είμαι γεμάτος αισθήσεις αλλά εντελώς άδειος από λέξεις.

Θέλω να πιστεύω πως σε ανθρώπους σαν εμένα – που είμαστε πάρα πολλοί – η δουλειά γίνεται αλλιώς. Γιατί κάπως αλλιώς πρέπει να γίνεται.

Δεν μπορεί τόσες χιλιάδες ώρες να ήταν χαμένος χρόνος. Δεν μπορεί πέρα από το γενικό πλαίσιο μιας αφήγησης, μιας αποτύπωσης της ιστορίας που μόλις διάβασες, να μην υπάρχουν σημάδια, να επουλώνεται αμέσως το δέρμα, μετά την επαφή του με τροχισμένες λέξεις.

Το μόνο που θυμάμαι είναι το ρίγος. Τις έχω τις αναμνήσεις των αισθημάτων μόλις έπεσα επάνω σε κείμενα που με συγκλόνισαν. Αλλά δεν έχω τα κείμενα. Οσο κι αν προσπαθώ δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα από την «απολογία» του Ρασκόλνικοφ, στο «Εγκλημα και τιμωρία». Θυμάμαι πως είχα βγει στο μπαλκόνι και έκανα δύο τσιγάρα για να συνέλθω. Και ήμουν σίγουρος πως κάποια λόγια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.

Νομίζω πως τα βιβλία με έριξαν στα πολλά τσιγάρα. Μετά τον «Ξένο» του Καμί ή κάποιο βιβλίο του Κάφκα, πλακωνόμουν στα τσιγάρα σαν να ήθελα με τον καπνό να τα πιέσω όλα μέσα μου, να μην ξαναβγούν ποτέ, να μη χαθούν. Ξέρω πως κάπου είναι, αλλά όχι με τη μορφή λέξεων. Κάπως αλλιώς. Χτισμένα, στέρεα, έχουν πάρει ένα τελείως διαφορετικό σχήμα από αυτό που είχαν τα αρχικά υλικά τους.

Ισως το κέρδος δεν είναι η αποστήθιση αλλά το άνοιγμα των δρόμων. Tα βιβλία πέρα από την αυθύπαρκτη λογοτεχνική αξία που έχει να κάνει με τον καλλιτεχνικό κώδικα και την απόλαυση της ανάγνωσης, είναι τρόποι να σκέφτεσαι, να βλέπεις τους άλλους, να απλώνεσαι. Οι τρόποι είναι εκείνοι που «γράφουν» μέσα μας. Κι ας μη θυμόμαστε πώς έγινε.

Eξάλλου μάθαμε να γελάμε από αστεία που δεν τα θυμόμαστε πια. Φαντάζομαι πως δεν θυμόμαστε ούτε τα αντικείμενα που μας πρωτοπλήγωσαν, όμως ζούνε οι αναμνήσεις των πόνων και ο τρόπος της διαχείρισής τους.

Τα βιβλία του καλοκαιριού περιμένουν σε μια στοίβα ποια θα διαλέξουμε όχι μόνο για να διαβαστούν πρώτα, αλλά και για να πεθάνουν πρώτα. Ποια θα κερδίσουν το τσιγάρο της πρώτης ζαλάδας στην τελευταία τους σελίδα και ποια δεν θα κερδίσουν ούτε αυτό.

Και θα πάνε εκεί που έχουν πάει και τα άλλα. Παρέα με όλο το θαλασσινό νερό που πέρασε από το σώμα μας και ξαναγλίστρησε στη θάλασσα. Και με τους εαυτούς μας σε παλιές φωτογραφίες. Δεν θυμόμαστε καν πού τραβήχτηκαν και πότε αλλά αν δεν περνούσαμε από εκεί δεν θα φτάναμε ποτέ εδώ. Και αν δεν είχαμε διαβάσει εκείνα τα βιβλία.