20 Ιουνίου 2019

ΕΠΤΑ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Ο συγγραφέας Γρηγόρης Αζαριάδης αναλύει το «προφίλ», τις τάσεις και τους προβληματισμούς που επικρατούν στο είδος που συχνά παραγνωρίζουμε.
1. Η αστυνομική πλοκή 
Ηλίου φαεινότερον. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα ξεκινάει από τη βασική πλοκή. Ένα έγκλημα ή μια οποιασδήποτε μορφής παραβατική πράξη -απαγωγή, κλοπή, βιασμός- και μια διαδικασία ερευνών, την οποία αναλαμβάνει η αστυνομία ή ένας ιδιωτικός ερευνητής ή όποιος άλλος έχει τη φιλοδοξία να παίξει τον ρόλο του ερευνητή: νομικός, ιατροδικαστής, μέχρι και μέλος της οικογένειας του θύματος ή και κάποιος φίλος.
Στην περίπτωση που η αστυνομική πλοκή είναι πολύ χαλαρή και κυριαρχούν άλλα θέματα, όπως ανεξήγητα έως και μεταφυσικά γεγονότα ή η ψυχολογική κατάσταση ενός διαταραγμένου ήρωα, ή το μεγάλο βάρος πέφτει στην καταγραφή κοινωνικών αντιδράσεων γύρω από κάποιο συμβάν, το μυθιστόρημα -ανεξάρτητα από το πόσο καλό είναι- διολισθαίνει του όρου «αστυνομικό» και μπορεί να συμπεριληφθεί σε άλλη κατηγορία. Η αστυνομική πλοκή συνήθως πρέπει να είναι καθαρή. Σαφής και κατανοητή από τον αναγνώστη. Τακτοποιημένη. «Neat» όπως λένε και οι Αγγλοσάξονες. Μπορεί να λειτουργεί σε πολλά επίπεδα, να έχει πολλά flash back στην εξέλιξη της υπόθεσης, να προσπαθεί ίσως και να παραπλανήσει τον αναγνώστη, αλλά πρέπει να μην ξεφεύγει από τον βασικό στόχο: να είναι κατανοητή ώστε να μην εγκαταλείψει κάποιος την ανάγνωση.
 

2. Η έρευνα 
Στα προαπαιτούμενα ενός αστυνομικού μυθιστορήματος εξέχουσα θέση καταλαμβάνει η έρευνα του συγγραφέα. Η ρεαλιστική απόδοση της πλοκής, των χαρακτήρων και των πράξεών τους απαιτεί σοβαρή μελέτη των διαδικασιών αστυνομικής έρευνας και του ψυχογραφικού προφίλ των ηρώων, ιδιαίτερα των δολοφόνων που πάσχουν από κάποια ψυχολογική διαταραχή, όπως εκείνη του μετατραυματικού στρες ή η διπολική. Η έρευνα δίνει πάντα τη δυνατότητα στον συγγραφέα να γνωρίζει κάθε λεπτομέρεια και να συνθέτει με ποιον τρόπο ακριβώς θα γράψει την ιστορία του, βαδίζοντας παράλληλα με το ρεύμα στις όχθες του ποταμού της ρεαλιστικότητας. Αν επιθυμεί να απομακρυνθεί, πράγμα που βέβαια γίνεται με δική του ευθύνη, αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να καταλήξει να γράφει σε μια άλλη διάσταση: του εξωπραγματικού, του φανταστικού ή ακόμα και του σουρεαλιστικού. Ίσως η πλειονότητα των αναγνωστών να μην προβληματίζεται με ιπτάμενα πτώματα, ή πτώματα που ζωντανεύουν ξαφνικά(!), αλλά σίγουρα υπάρχουν κάποιοι που μπορεί να προσέξουν και να κρίνουν αυστηρά τη διαφορά ανάμεσα στο πιστόλι και στο περίστροφο και να καταλάβουν ότι το δεύτερο κρατάει τους κάλυκες μέσα και συνεπώς είναι αδύνατον να βρίσκονται στον τόπο του εγκλήματος!
 
3. Το κοινωνικό στοιχείο 
Σχεδόν όλοι οι κριτικοί και οι αναγνώστες αναγνωρίζουν και αποδέχονται την αυξημένη συμμετοχή του «κοινωνικού» στοιχείου στην αστυνομική πλοκή. Τα παλιά καλά αστυνομικά μυθιστορήματα του Χάμετ και του Τσάντλερ περιείχαν ψήγματα κοινωνικής κριτικής και περιέγραφαν σκληρές εικόνες διαφθοράς και διαπλοκής στην Αμερική της δεκαετίας του 1920 με 1930. Αυτή η τάση συνεχίστηκε για δεκαετίες στην αμερικανική σχολή. Τα παιδιά του Γαλλικού Μάη, με εξέχουσες φυσιογνωμίες τον Μανσέτ και τον Φαζαρντί, ώθησαν τη συμμετοχή του κοινωνικού στοιχείου στα άκρα. Η αναρχοτροτσκιστική προέλευσή τους οδήγησε στη βίαιη παρέμβαση και την ανελέητη αντιπαράθεσή τους με τις δυνάμεις της «τάξης και του νόμου» και ενστερνίζεται στοιχεία της θεωρίας του Ντεμπόρ. Τρίτη γενιά το περιβόητο ζεύγος Σγιεβάλ-Βαλέε, οι Σουηδοί πρωτοπόροι της δεκαετίας του 1970, που έχουν επηρεάσει βαθύτατα τη σύγχρονη σκανδιναβική σχολή. Αναρχοτροτσκιστές επίσης, καταγράφουν τα κοινωνικά προβλήματα της σουηδικής κοινωνίας, που εκείνη την εποχή δεν ήταν τόσο προφανή και καλύπτονταν αρκετά επιτυχημένα κάτω από το χαλί της προοπτικής της ευημερίας. Αλλά και στο αποκαλούμενο μεσογειακό νουάρ, η διαφθορά και η διαπλοκή αποτελούν κλασικά θέματα που έχουν επανειλημμένα απασχολήσει τους Μονταλμπάν, Καμιλέρι, Ατιά και τους σπουδαίους συμπατριώτες μας, από τον Μαρή και τον Μάρκαρη μέχρι πολλούς ακόμα της νεότερης γενιάς (Φιλίππου, Γκάκα, Αποστολίδη, Μαρτινίδη κ.ά.).
 
4. Αστυνομικοκοινωνικό Vs κοινωνικοαστυνομικού 
Δυστυχώς για τους φυσιολογικούς ανθρώπους, αλλά ευτυχώς για τους αστυνομικούς συγγραφείς, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες είναι πολλά, σημαντικά και συνεχώς κλιμακώνονται. Από τη γενικότερη αύξηση της εγκληματικότητας μέχρι την εκτίναξη των ναρκωτικών και του trafficking, τη μετανάστευση και τον ρατσισμό κάθε μορφής, την παιδοφιλία και την ηλεκτρονική εξάπλωσή της… Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό για κάθε συγγραφέα και το πλέον κατάλληλο φόντο για την εξέλιξη της πλοκής του μυθιστορήματός του. Συζητώντας με υψηλόβαθμο αστυνομικό του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής, αντιλήφθηκα το αυτονόητο. Όταν κάποιος αστυνομικός, στο πλαίσιο της έρευνας, κυκλοφορεί στους δρόμους, βλέπει εικόνες που αντικρίζουμε όλοι. Άστεγοι σε χάρτινα κουτιά, επαίτες, ναρκομανείς... Ως άνθρωπος αισθάνεται την ανάγκη να πάρει θέση και να τοποθετηθεί. Ασχέτως βέβαια αν αυτό είναι κάτι που κρατάει συνήθως για τον εαυτό του. Αυτό όμως το φαινόμενο είναι κάτι που ο αστυνομικός συγγραφέας μπορεί και πρέπει να το καταγράψει στο μυθιστόρημά του. Έχει υποχρέωση να το κάνει. Αν αυθαιρετήσουμε και δημιουργήσουμε μια κλίμακα «συμμετοχής του κοινωνικού παράγοντα» ή του «κοινωνικού περιβάλλοντος» στο αστυνομικό μυθιστόρημα από το 0 έως το 100 και τοποθετήσουμε για παράδειγμα τα αστυνομικά με μικρές αναφορές στα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα στο διάστημα από το 0 μέχρι το 20 και τα αντίστοιχα με πλούσιες αναφορές σε αυτά τα προβλήματα στο διάστημα από το 80 μέχρι το 100, μπορούμε να έχουμε μια ακριβέστερη εικόνα της σημερινής παραγωγής αστυνομικών μυθιστορημάτων. Αν συνεχίσουμε έτι περαιτέρω την αυθαιρεσία, θα μπορέσουμε να παρατηρήσουμε να διαγράφονται δύο βασικές τάσεις. Με μια λέξη, το αστυνομικοκοινωνικό μυθιστόρημα, αυτό με τις λιγότερες αναφορές στα κοινωνικά προβλήματα (κλίμακα 0 μέχρι 20 π.χ.) και το αντίστοιχο κοινωνικοαστυνομικό (κλίμακα 80 με 100), που περιέχει συχνές και πυκνές αναφορές στα ίδια προβλήματα.
 
5. Η επίδραση του κινηματογράφου/των τηλεοπτικών σειρών 
Πολλά σύγχρονα αστυνομικά μυθιστορήματα ξένων συγγραφέων κρύβουν στις σελίδες τους βαθιές επιρροές από τηλεοπτικές σειρές. Άλλωστε τα δικαιώματα αρκετών από αυτά έχουν εξαγοραστεί με στόχο τη μεταφορά τους στη μικρή οθόνη. Παράλληλα, αρκετοί από τους σεναριογράφους παρόμοιων τηλεοπτικών σειρών γράφουν τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο με τους αστυνομικούς συγγραφείς! Η αλληλεπίδραση μεταξύ τους είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Είναι μια αίσθηση που ο αναγνώστης βιώνει σε μεγάλο βαθμό και από συγκεκριμένα στοιχεία. Πρώτο και καλύτερο αυτό που αποκαλούμε «κινηματογραφική» ή «τηλεοπτική» οπτική. Γρήγορες εναλλαγές σκηνών και καταιγιστικός ρυθμός. Αυτό που ενδιαφέρει βασικά δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά η απάντηση στο καυτό ερώτημα «what’s next». Τι γίνεται μετά, στην επόμενη σκηνή... Ο αναγνώστης, όπως κι ο θεατής των σειρών, βουλιάζει σε ένα κλίμα αγωνίας και το μόνο που τον απασχολεί είναι τι κρύβει το επόμενο κεφάλαιο, αντίστοιχα η επόμενη σκηνή του φιλμ. Είναι πιθανό στο τέλος των μυθιστορημάτων αυτού του τύπου (και των αντίστοιχων ταινιών) το μόνο που απομένει σαν αίσθηση να είναι οι δυο τρεις μέρες που πέρασε ο αναγνώστης με πολύ ευχάριστο τρόπο, αλλά τίποτε περισσότερο.
6. Αστυνομικές ιστορίες εναντίον μυθιστορημάτων 
Ως συνέπεια των προαναφερθέντων, υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στους συγγραφείς των αστυνομικών μυθιστορημάτων. Κάποιοι γράφουν απλώς αστυνομικές ιστορίες. Τουτέστιν, στοχεύουν σε αναγνώστες που θέλουν να διασκεδάσουν, να παρακολουθήσουν με ενδιαφέρον την πλοκή τους, να κολλήσουν πάνω της και τελικά να περάσουν ευχάριστα το διάστημα της ανάγνωσης. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι την επόμενη στιγμή που διαβάζουν την τελευταία σελίδα το βιβλίο πεθαίνει. Και πεθαίνει χωρίς να αφήσει καμιά κληρονομιά. Καμιά αφορμή για περαιτέρω συζήτηση. Κάποιοι άλλοι βέβαια γράφουν αστυνομικά μυθιστορήματα. Μεγάλα μυθιστορήματα, όχι κατ’ ανάγκη σε έκταση. Αυτού του τύπου τα μυθιστορήματα απευθύνονται σε πιο απαιτητικούς αναγνώστες, καθώς εκτός των αναφορών σε κοινωνικά προβλήματα με πιο σοβαρό και υπεύθυνο τρόπο, περιέχουν βαθύτερους προβληματισμούς για διαχρονικά θέματα, που ταλανίζουν την κοινωνία μας. Όπως για παράδειγμα, τον σεβασμό στους νόμους, την απονομή δικαιοσύνης, την εκδίκηση και την αυτοδικία, την ηθική των εκπροσώπων του νόμου και την ανηθικότητα των διεφθαρμένων εγκληματιών ή συχνά και αντιστρόφως (όπως ευαγγελιζόταν ο Μανσέτ).
 
7. Ο φόβος του τέλους 
Τι πιο κατάλληλο για το τέλος από τη συγγραφή του ίδιου του τέλους; Πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα διαθέτουν μια δυνατή πλοκή και περιγράφουν πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Η εξέλιξή τους μέχρι το φινάλε αναπτύσσεται με πολύ ικανοποιητικό τρόπο και οι προσδοκίες που έχει δημιουργήσει ο συγγραφέας προδιαθέτουν τον αναγνώστη για ένα πραγματικά εντυπωσιακό φινάλε. Και ξαφνικά, καθώς οι τελευταίες σελίδες πλησιάζουν, ο αναγνώστης αισθάνεται πως υποτιμάται και διαπιστώνει απογοητευμένος πως η ολοκλήρωση της ιστορίας είναι κατώτερη των προσδοκιών του και δυστυχώς αδικεί ολόκληρο το βιβλίο. Είναι ο λεγόμενος «φόβος του συγγραφέα πριν από το πέναλτι», σαν τον αντίστοιχο φόβο των τερματοφυλάκων. Δεν υπάρχει κάποια ψυχολογική ερμηνεία, μιας και κάτι τέτοιο ανάγεται στη σφαίρα της ψυχανάλυσης. Εκείνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η συγγραφή ενός μυθιστορήματος συνήθως απαιτεί ένα μεγάλο χρονικό διάστημα πολύ επίπονης δουλειάς, που απομυζά όλη την ενέργεια του συγγραφέα. Φτάνοντας λοιπόν στο τέλος αυτής της σκληρής περιόδου, ίσως επέρχεται μια υποσυνείδητη χαλάρωση και μια διάθεση «να τελειώνουμε τελικά». Μια λύση -που και αυτή βέβαια απαιτεί μια ακόμα παράταση του χρόνου εργασίας- ίσως μπορούσε να είναι η ανάγνωση ειδικά του τέλους από ένα πεπειραμένο πάνελ αναγνωστών που εμπιστεύεται πλήρως ο συγγραφέας και η «τροποποίησή» του πριν προωθηθεί προς έκδοση.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας ΤΑ ΝΕΑ, στις 26/4/2019.