18 Αυγούστου 2017

Η αποικιοκρατική σύμβαση της Fraport με την Πυροσβεστική

Του Γιώργου Δ. Ευθυμίου

Την αποικιοκρατικού τύπου σύμβαση που υπέγραψε η κυβέρνηση Τσίπρα με τη Fraport για την πυρασφάλεια των περιφερειακών αεροδρομίων αποκαλύπτει η «Κυριακάτικη ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ». Η συμφωνία αποτελεί συνέχεια της σύμβασης παραχώρησης, για 40 έτη, των 14 περιφερειακών αεροδρομίων στη Fraport, για την οποία η κυβέρνηση κατηγορήθηκε ότι δεν προχώρησε σε μια κλασικού τύπου ιδιωτικοποίηση, αλλά ότι εκχώρησε δημόσιο πλούτο της Ελλάδας στη γερμανική εταιρεία.

Πιο συγκεκριμένα, είναι η σύμβαση μεταξύ Fraport Greece και Πυροσβεστικού Σώματος, που υπογράφουν εκ μέρους του ελληνικού Δημοσίου οι υπουργοί Ευκλείδης Τσακαλώτος και Νίκος Τόσκας. Και σε αυτή την περίπτωση, προκύπτει οικονομική επιβάρυνση. Παράλληλα, προκύπτουν ζητήματα ασφάλειας, σε μια περίοδο, μάλιστα, που ξεσπούν καθημερινά καταστροφικές πυρκαγιές σε όλη τη χώρα και ο συντονισμός της πυρόσβεσης αποτελεί αντικείμενο έντονης κριτικής.
Αφορά τα 6 από τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια (Θεσσαλονίκης, Κέρκυρας, Χανίων, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας και Καβάλας), ενώ υπάρχει και δεύτερη σύμβαση για τα αεροδρόμια των νησιών του Αιγαίου. Και οι δύο συμφωνίες, που δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα, αναφέρονται στο Προεδρικό Διάταγμα 11/2017 για την «Ιδρυση Πυροσβεστικών Σταθμών εντός των Αερολιμένων», που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 2 Μαρτίου 2017. Τα ερωτήματα που προκύπτουν από τους όρους των δύο αυτών συμβάσεων είναι πολλά.

Κατ’ αρχάς, από την εφαρμογή της σύμβασης το Πυροσβεστικό Σώμα έχει αποδυναμωθεί κατά 502 άτομα. Τόσοι είναι οι πυροσβέστες, όλων των βαθμών, που, σύμφωνα με το ΠΔ, στελεχώνουν τις θέσεις πυρασφάλειας των περιφερειακών αεροδρομίων. Επομένως, 502 πυροσβέστες λιγότεροι για τις πυρκαγιές όλης της χώρας, καθώς οι συγκεκριμένοι, όπως αναγράφεται, θα απασχολούνται αποκλειστικά εκεί, «σε 24ωρη βάση, με βάρδιες».

Εννοείται πως, για την αναπλήρωσή τους, δεν έχουν προκηρυχθεί νέες θέσεις, ενώ προβλέπεται (έγγραφο 1) ότι η Πυροσβεστική μπορεί να κληθεί να αυξήσει το προσωπικό, «σύμφωνα με τις επιχειρησιακές ανάγκες κάθε αεροδρομίου» αλλά και σε περίπτωση αναβάθμισης της κατηγορίας του αεροδρομίου.
Επίσης, η Πυροσβεστική δεν μπορεί να «μεταθέτει, αποσπά, μετακινεί προσωπικό», σε οποιοδήποτε από τα περιφερειακά αεροδρόμια, χωρίς την έγγραφη συναίνεση της Fraport! Δηλαδή, αν υπάρξει κάποια μεγάλη καταστροφή ή ανάγκη για μετακίνηση πυροσβεστικού προσωπικού, πρέπει να πάρει την άδεια της γερμανικής ιδιωτικής εταιρείας!
Ταυτόχρονα, τίθενται ερωτήματα επιχειρησιακού τύπου, καθώς η σύμβαση βάζει περιορισμούς πρόσβασης στους πυροσβέστες στους χώρους του αεροδρομίου, με ό,τι αυτό σημαίνει. Οπως αναφέρεται, η Fraport είναι αυτή που θα επιτρέπει, «κατά το μέτρο του δυνατού», την απαραίτητη κάθε φορά πρόσβαση εκεί όπου «απαιτείται να έχει πρόσβαση το ΠΣ, προκειμένου να εκτελεί τις υπηρεσίες».

Εντύπωση προκαλεί και η υποχρέωση της Πυροσβεστικής να παρέχει υπηρεσίες και μέσα στους χώρους της Πολεμικής Αεροπορίας, στα αεροδρόμια Κοινής Χρήσης (Θεσσαλονίκης, Καβάλας και Χανίων), αν το ζητήσει η Fraport. Λογικά, θα πρέπει να υπάρχει και συμφωνία με την Πολεμική Αεροπορία, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν υφίσταται για τη λειτουργία των ΠΥ στα πολεμικά αεροδρόμια από το ΠΔ 20/1989.

Ζήτημα υπάρχει και με την ίδια τη στελέχωση των Πυροσβεστικών Σταθμών, καθώς η Fraport έχει δικαίωμα αντιρρήσεων στην επιλογή του προσωπικού (έγγραφο 2). Επί της ουσίας, καταργεί τα Υπηρεσιακά Συμβούλια και τον Αρχηγό του ΠΣ για το ποιοι θα υπηρετήσουν στα αεροδρόμια. Επίσης, περιγράφει δυνατότητα ελέγχου των πυροσβεστών από τον ιδιώτη, αγνοώντας, έτσι, τους κανόνες Πειθαρχικού Δικαίου του ΠΣ και του Δημοσίου, προκαθορίζοντας χαρακτηρισμούς από τη Fraport.

Επειτα από όλα αυτά και κυρίως με την ξεκάθαρη πρόβλεψη ότι η Πυροσβεστική «θα συνεργάζεται και θα συμμορφώνεται με τις οδηγίες του παραχωρησιούχου κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης επικείμενων έργων», φαντάζει τουλάχιστον ειρωνική η αναφορά ότι η Fraport «δεν ασκεί επί του προσωπικού του ΠΣ οποιοδήποτε είδος διευθυντικού δικαιώματος, το οποίο κανονικά αρμόζει στους εργοδότες».

Στη σύμβαση προβλέπεται ετήσια αποζημίωση της Πυροσβεστικής, ύψους 5.019.920,32 ευρώ για τρία χρόνια. Αυτή θα πρέπει να καλύψει και το μισθολογικό κόστος, το οποίο, όμως, δεν συνδέεται με το παραπάνω ποσό και δεν υπολογίζεται αναλυτικά ανά πυροσβέστη, όπως συμβαίνει στο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Επομένως, δεν διευκρινίζεται αν αυτό φθάνει για τις πραγματικές ανάγκες σε μισθούς. Ποιος θα καλύψει, π.χ., τη διαφορά που θα προκύψει από τυχόν ωριμάνσεις, υπερωρίες, αργίες κ.λπ.;
Το μόνο που αναφέρεται είναι πως, μετά την πάροδο των τριών ετών, μπορεί να γίνει επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης «επί τη βάσει του πραγματικού μισθολογικού κόστους»! Επίσης, η Fraport θα καταβάλει στο ΠΣ ένα flat fee (δαπάνες διοίκησης – διαχείρισης), που ανέρχεται στο 4%, ύψους 200.796,81 ευρώ, όταν στο «Ελευθέριος Βενιζέλος το flat fee είναι στο 6%.

Παράλληλα, η ιδιωτική εταιρεία καλύπτει τα έξοδα μόνο για την αρχική μετάθεση του προσωπικού, βάζοντας, μάλιστα, και ανώτατο όριο το ποσό των 329.915,11 ευρώ.
Πρόβλημα υπάρχει και στη διαμονή τους. Η Πυροσβεστική αποδέχεται ότι κτίρια και εξοπλισμός «είναι επαρκή και κατάλληλα» (έγγραφο 3), την ώρα που, όπως καταγγέλλουν πηγές από το ΠΣ, κανένα κτίριο δεν έχει ολοκληρωθεί. Ως αποτέλεσμα αυτού, οι πυροσβέστες αναζητούν κατάλυμα σε ακριβά νησιά, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη.

Στη σύμβαση γίνεται και κοστολόγηση της εκπαίδευσης (διευκρινίζεται ότι δεν θα ξεπεράσει τις 221.100,22 ευρώ), όταν, όπως επίσης καταγγέλλεται, αυτή έγινε από το ΠΣ στο «Ελευθέριος Βενιζέλος», που είναι παράρτημα της Πυροσβεστικής Ακαδημίας. Υλοποιήθηκε, προσθέτουν, με μειωμένο κόστος, διαμονή των Πυροσβεστικών Υπηρεσιών, χωρίς σίτιση και με κάλυψη των εκτός έδρας από την Πυροσβεστική.
Η Frapor, αναλαμβάνει και την ασφάλιση αστικής ευθύνης, χωρίς να περιγράφεται η αιτιολογία, τα όρια των ποσών και ο τρόπος ασφάλισης (είδος συμβολαίων), ενώ προβλέπεται και αστική ευθύνη του ΠΣ, αναιρώντας, ουσιαστικά, την προηγούμενη παράγραφο και μεταβιβάζοντας ευθύνες και αποζημιώσεις γι’ αυτές (αστικές και μη) στην Πυροσβεστική.

Εμπιστευτικότητα

Το μεγαλύτερο ερώτημα στο οποίο θα πρέπει να απαντήσει ο κ. Τόσκας αφορά την απαγόρευση, για οκτώ έτη, δημοσιοποίησης της σύμβασης (έγγραφο 4). Μήπως λόγω των συγκεκριμένων αποικιοκρατικών όρων; Μάλιστα, παρόλο που αναφέρεται ότι κάθε συμβαλλόμενος μπορεί να κοινοποιεί πληροφορία, αν «επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή διοικητική πράξη κ.λπ.», δεν δόθηκε στη δημοσιότητα ούτε όταν στις 28/4/2017 κατατέθηκαν ερώτηση και αίτηση κατάθεσης εγγράφων στη Βουλή από τον αρμόδιο τομεάρχη της ΝΔ, Μάξιμο Χαρακόπουλο.

Αυτό προκαλεί και επιχειρησιακό πρόβλημα, καθώς κανείς εκ των διοικητών αυτών δεν γνωρίζει τη σύμβαση και τους όρους με τους οποίους θα εργάζονται στα αεροδρόμια. Χαρακτηριστική είναι η απάντηση στο αίτημα που κατέθεσαν η Περιφέρεια ΠΥ Ν. Αιγαίου και η ΠΥ Αερολιμένος Σαντορίνης προς το υπουργείο και το Αρχηγείο του ΠΣ: «Το εν λόγω έγγραφο είναι διαβαθμισμένο και δεν δύναται να κοινοποιηθεί» ήταν η κοφτή απάντηση.
Αριστος γνώστης της σύμβασης, πάντως, θα πρέπει να είναι ο επικεφαλής Πυρασφάλειας της Fraport. Πρόκειται για τον κ. Αντώνη Παναγιωτάκη, μέχρι πρόσφατα επιπυραγό στη Διεύθυνση Στρατηγικού Σχεδιασμού του Αρχηγείου του ΠΣ, που ήταν ένα από τα πέντε μέλη της ομάδας εργασίας τα οποία κατήρτισαν τη σύμβαση με τη Fraport. Μόλις ολοκληρώθηκε η σύμβαση, έφυγε από το Σώμα και πήρε τη θέση στη γερμανική εταιρεία.