Αποχαιρετισμός στον Βρετανό Τέρι Ριντ (1949-2025), τον παραγνωρισμένο καλλιτέχνη που είχε πει «όχι» στους Led Zeppelin και τους Deep Purple!
Πριν από πολλά χρόνια, συνδύασα εργασία και χαρά στο Λονδίνο ειδικά για μια συναυλία από αυτές που γίνονται μια κι έξω: ένα “blues summit” με προεξάρχοντα τον Μικ Τέιλορ. Αυτό που με τράβηξε περισσότερο, ήταν η συμμετοχή του «αινίγματος» που άκουγε στο όνομα Τέρι Ριντ. Συνθέτης-τραγουδιστής που παραμένει σχεδόν άγνωστος στο ευρύ κοινό, ήταν από τις μεγαλύτερες ελπίδες του βρετανικού ροκ στη δεκαετία του ’60, κατείχε μία από τις μεγαλύτερες φωνές που βγήκαν από το νησί και είχε να επιδείξει και αξιόλογο συνθετικό έργο. Δεν είχε όμως ποτέ τη μεγάλη επιτυχία και δεν έγινε ποτέ ο σταρ που περίμεναν οι γνώστες.
Η συναυλία άξιζε, η μπάντα έσκισε, ο Τέιλορ μας θύμισε γιατί ήταν ο καλύτερος κιθαρίστας που είχαν ποτέ οι Rolling Stones, αλλά η αποκάλυψη για μένα ήταν ο Ριντ. Φωνάρα που συνδύαζε συναίσθημα με δύναμη, μπορούσε να πάει από τον ψίθυρο στην κραυγή με ταχύτητα φωτός. Ευδιάθετος, με μια ιδιαίτερα οικεία σχέση με το κοινό, ήταν σε μεγάλη φόρμα. Βέβαια, σε ένα διάλειμμα μεταξύ τραγουδιών προς το τέλος της συναυλίας, μουρμούρισε κάτι σα να γκρινιάζει και μετά παράτησε τη σκηνή και εξαφανίστηκε. Δεν τον είδαμε ξανά, ούτε στο encore.
Οταν η Αρίθα «υποκλίθηκε»
Ο Ριντ γεννήθηκε στο Χάντινγκτον, μεγάλωσε στο Χόλιγουελ και από μικρός είχε κλίση στη μουσική. Μόλις είδε στην τηλεόραση τους Beatles, έπεισε τον πατέρα του να του αγοράσει μια κιθάρα Gretsch Tennessean, ίδια με αυτή του Τζορτζ Χάρισον. Η εξέλιξή του ήταν τόσο γρήγορη, που στα 15α του γενέθλια «άνοιγε» με τους Peter Jay & the Jaywalkers την περιοδεία των Rolling Stones. Δύο χρόνια μετά, ηγούμενος πια του δικού του τρίο, συνόδευσε τους Cream στη δική τους αμερικανική περιοδεία.
Ο Ριντ, όπως και άλλοι τραγουδιστές της γενιάς του, ήταν επηρεασμένος από τα μπλουζ και τη σόουλ. Όταν, με τους φίλους του Φράνκι Μίλερ και Ρόμπερτ Πάλμερ, είδε στο Λονδίνο τη συναυλία του Ότις Ρέντινγκ, έκλαψε. Όλοι τότε οι επίδοξοι Βρετανοί τραγουδιστές είχαν ως πρότυπο τους μαύρους Αμερικανούς της STAX και της Motown. Αυτός είχε σίγουρα τα φόντα να τους ακολουθήσει: Η γκάμα της φωνής του και η ευελιξία του ήταν τέτοιες που μπορούσε να τραγουδήσει τα πάντα. Καλύτερος κριτής δε θα μπορούσε να είναι άλλος από την Αρίθα Φράνκλιν: το 1968, μετά από την περιοδεία της στη Βρετανία, θα δήλωνε ότι μουσικά, «στο Λονδίνο αξίζουν τρία πράγματα: οι Beatles, οι Stones και ο Τέρι Ριντ».
Μπαίνοντας στο ρόστερ του παραγωγού των επιτυχιών Μίκι Μοστ, ο Ριντ κυκλοφόρησε δύο προσωπικά άλμπουμ. Στο δεύτερο (Terry Reid, 1968) συμπεριέλαβε και μια διασκευή ενός τραγουδιού του Ντόνοβαν που θα αποτελούσε εφεξής και το παρατσούκλι του: “Superlungs”. Όμως, τα άλμπουμ δεν είχαν επιτυχία, είχε διαφωνίες με τον Μοστ σχετικά με το στυλ που έπρεπε να ακολουθήσει και τελικά η συνεργασία τους λύθηκε μετά από χρόνια, δια της δικαστικής οδού.
Η επιτυχία δεν ήρθε ποτέ
Η λύση βρέθηκε στο πρόσωπο του Αχμέτ Ερτεγκούν της Atlantic Records: του έκανε συμβόλαιο, τον έβαλε στο στούντιο με καλούς μουσικούς και κορυφαίο παραγωγό (Τομ Ντάουντ) και του έδωσε την ευκαιρία που ζητούσε. Το άλμπουμ River (1973) είχε πολύ καλές κριτικές (ακόμα και σήμερα μνημονεύεται ως ένας από τους κρυμμένους θησαυρούς της ροκ δισκογραφίας) αλλά δεν πούλησε. Όπως δεν πούλησε και το επόμενο, επίσης εξαιρετικό Seed of memory (1976) που έβγαλε με παραγωγό τον Γκρέιαμ Νας. Ακολούθησαν άλλα επτά άλμπουμ (3 στούντιο, 4 live) αλλά κανένα δεν είχε μεγάλη ανταπόκριση εμπορικά.

(Φωτογραφία: Getty Images/Ideal Image)
Ο Ριντ δεν έκανε ποτέ το «μπαμ» που περίμεναν όλοι ότι θα κάνει. Μέχρι το θάνατό του, θα ζούσε κυρίως από τη δουλειά του ως session μουσικός (Τζάκσον Μπράουν, Ντον Χένλεϊ, Μπόνι Ρέιτ), ως συνθέτης μουσικής για ταινίες και βίντεο (ακόμα και μουσική για βίντεο γυμναστικής της Ελ Μακφέρσον έκανε) και από συναυλίες, όπου είχε πάντα πιστό κοινό. Και όλα αυτά, χωρίς να πέσει ούτε σε δυσμένεια, ούτε στα ναρκωτικά.
Γιατί όμως δεν είχε την επιτυχία που είχαν άλλοι τραγουδιστές της γενιάς του; Και τί κάνει, τελικά, έναν καλλιτέχνη επιτυχημένο;
Το ταλέντο; Είχε άφθονο, κυρίως ως τραγουδιστής αλλά και ως συνθέτης. Η φωνή του αποτελούσε σημείο αναφοράς ενώ τα τραγούδια του έχουν διασκευάσει καλλιτέχνες όπως οι Cheap Trick, Crosby, Stills & Nash, Τζον Μέλενκαμπ, Μαριάν Φέιθφουλ και Raconteurs.
Η αποδοχή του από τους κριτικούς και το συνάφι; Ήταν καθολική. Οι οπαδοί του περιλαμβάνουν τους Τζεφ Μπεκ, Μικ Τζάγκερ, Τζο Πέρι, αλλά και τους πιο σύγχρονους Τζο Μποναμάσα, Ρούμερ και Τζακ Γουάιτ. Ο Γκρέιαμ Νας τον έχει χαρακτηρίσει ως «φαινόμενο» και ο Ρόμπερτ Πλαντ ως τον καλύτερο τραγουδιστή της γενιάς του (η οποία περιλάμβανε τους Έρικ Μπάρντον, Πωλ Ρότζερς, Ροντ Στιούαρτ, Στιβ Γουίνγουντ και τον ίδιο τον Πλαντ).
Η τύχη και οι συγκυρίες; Ήταν και τυχερός και άτυχος. Τυχερός γιατί δεν του έλειψαν οι ευκαιρίες: ήταν παρών στο πρώτο Isle of Wight και στο πρώτο Glastonbury, ενώ ήταν πάλι support band στους Stones στην αμερικανική περιοδεία του ’69 (εκτός του Altamont). Δεν είχε την ίδια τύχη στο Woodstock. Ήταν καλεσμένος αλλά δεν μπόρεσε να πάει, εγκλωβισμένος μαζί με τη Τζόνι Μίτσελ, περιμένοντας ένα ελικόπτερο που δεν απογειώθηκε ποτέ γιατί την τελευταία στιγμή οι πιλότοι ζήτησαν τα διπλά. Οι πιο σημαντικές ατυχίες του όμως ήταν άλλες: Για χρόνια έμπλεξε με ένα μάνατζερ που τον ώθησε σε λάθος κατεύθυνση ενώ μετά, οι δίσκοι του βγήκαν σε λάθος εποχή ή δεν προωθήθηκαν σωστά.
Χαμένες ευκαιρίες
Οι επιλογές; Ο Ριντ εδώ τίναξε τη μπάνκα. Μέσα σε λίγα χρόνια, αρνήθηκε τρεις προσφορές που θα αποδεικνύονταν χρυσές ευκαιρίες: τη θέση του Στηβ Γουίνγουντ όταν αυτός έφυγε από τους Spencer Davis Group, τη θέση του τραγουδιστή στους υπό διαμόρφωση Led Zeppelin και την αντίστοιχη θέση στους Deep Purple όταν έφυγε ο Ροντ Έβανς. Η ειρωνεία εδώ, είναι ότι στην περίπτωση των Zeppelin, ο Ριντ αρνήθηκε την προσφορά γιατί είχε δεσμευτεί στην περιοδεία των Stones, αλλά αντιπρότεινε ο ίδιος στον Τζίμι Πέιτζ τον Πλαντ, αλλά και τον Μπόναμ. Τους οποίους είχε δει να παίζουν με τους Band of Joy, ως support στο δικό του συγκρότημα! («Πάρε και τον ντράμερ, είναι θηρίο ανήμερο»).
Οι επιτυχίες; Το κλειδί της υπόθεσης. Όσο καλή μουσική και να βγάζεις, πρέπει να πουλάει, δηλαδή να αρέσει σε πολλούς. Οι δίσκοι του Ριντ ήταν μπροστά από την εποχή τους, ξεπερνώντας τις διαχωριστικές γραμμές των μουσικών στυλ. Πολύ καλοί για τους γνώστες, δύσκολοι για τους πολλούς, στο στυλ και την κατηγορία του Τιμ Μπάκλεϊ και του Τζον Μάρτιν. To River αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα: ένα αριστούργημα που ακόμα και σήμερα έχει φρεσκάδα και ακούγεται ξανά και ξανά από την αρχή ως το τέλος, ξεκινώντας ως ροκ και καταλήγοντας ως φολκ-τζαζ.
Ο Ριντ όμως, έχει δηλώσει ότι δε σκέφτηκε ποτέ τί θα αρέσει στον κόσμο, αλλά τί αρέσει σε αυτόν και πώς θα δημιουργήσει κάτι μέσα από τη δική του πραγματικότητα. Όπως αισθάνονται οι περισσότεροι καλλιτέχνες. Και όπως λέει και ο φίλος του Έρικ Μπάρντον, έτσι είναι. Ο ίδιος ο Ριντ δε θεωρεί κάν ότι έχει χάσει κάτι. Έκανε αυτό που ήθελε. “He did it his way”, χωρίς βέβαια την επιτυχία του Σινάτρα.
Πέθανε σε ηλικία 75 χρόνων, χτυπημένος από τον καρκίνο. Μπορεί να μην ήταν τελείως άγνωστος, μπορεί να μην ήταν ο μεγαλύτερος ροκ τραγουδιστής της Βρετανίας… αλλά σίγουρα ήταν ο «μεγαλύτερος άγνωστος».
* Ο Μωρίς Σιακκής σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες «εδώ» και «έξω», δούλεψε 30 χρόνια στο μάρκετινγκ και την επικοινωνία και έχει μόνιμη αδυναμία στη μουσική, την ιστορική έρευνα και τα ταξίδια. Έχει κάνει ραδιοφωνικές εκπομπές, έχει γράψει άρθρα και έχει δημοσιεύσει δύο βιβλία για την ιστορική εξέλιξη της ροκ μουσικής.