28 Ιουλίου 2025

Συναγερμός για το δημογραφικό: Μείωση πληθυσμού 50.000 τον χρόνο - Γιατί η Ελλάδα «γερνάει»

Ο καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βύρων Κοτζαμάνης, εξηγεί στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ότι δεν είναι θέμα επιλογής αλλά συνθηκών
Η Ελλάδα γερνάει και η υπογεννητικότητα πλανάται ως απειλή πάνω από το έθνος μας. Ομως, δεν είναι απλώς ένας δείκτης που φθίνει. Είναι η κορυφή ενός σοβαρού πολυπαραγοντικού προβλήματος με κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές προεκτάσεις.

Οι επιστήμονες είναι κατηγορηματικοί: Οι γεννήσεις μειώνονται συνεχώς, η μέση ηλικία τεκνογονίας αυξάνεται και οι νέες γενιές δεν καταφέρνουν να κάνουν τα παιδιά που επιθυμούν. Η οικογένεια συρρικνώνεται.

Η επιστημονική ανάλυση του καθηγητή Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βύρωνος Κοτζαμάνη, μέσα από τη μελέτη του 2021 για το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, αποκαλύπτει το μέγεθος της κρίσης, τις αιτίες της και τις πραγματικές δυνατότητες ανάσχεσής της.

Σε δηλώσεις του στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής, έρχεται να διαλύσει μύθους και να μιλήσει για όλα αυτά που ξέρουμε, αλλά εξακολουθούμε να αγνοούμε. «Ενα μεγάλο κομμάτι της ηπειρωτικής Ελλάδας είναι σε οξύτατη δημογραφική κρίση, καθώς έχουν απομείνει μόνο οι ηλικιωμένοι. Δεν υπάρχουν παιδιά, επίσης, στα απομακρυσμένα νησιά της νησιωτικής Ελλάδας – εκτός από τα Δωδεκάνησα και τις Κυκλάδες. Οι γεννήσεις κάθε χρόνο έχουν αναλογία: Μία γέννηση έναντι δέκα θανάτων. Ολοι οι Ελληνες έχουμε μαζευτεί σε δέκα πόλεις, κυρίως σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Αυτό δεν έγινε χθες, έχει γίνει από το 1950 και μετά. Υπάρχουν νομοί όπου ο ένας στους δύο είναι άνω των 65 ετών. Τι περιμένετε να γίνει;», επισημαίνει με έμφαση ο καθηγητής.

Ο καθηγητής Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βύρων Κοτζαμάνης

Από το 1950

Η χώρα γνωρίζει μια βαθμιαία, αλλά και ραγδαία μείωση γεννήσεων από τις αρχές του 1950 μέχρι σήμερα: Από 151.000 γεννήσεις ετησίως φτάσαμε στις 80.000 το 2020 και στις 69.500 το 2024. Και κάθε χρόνο, το νούμερο αυτό μειώνεται δραματικά.

Το φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις – θάνατοι) είναι σταθερά αρνητικό από το 2011 και μετά.

Παράλληλα, ο δείκτης γονιμότητας (παιδιά ανά γυναίκα) παραμένει κάτω από το 1,4 από το 2010, ενώ οι γυναίκες φέρνουν στον κόσμο τα παιδιά τους σε ολοένα και μεγαλύτερη ηλικία.

Ο μέσος όρος ηλικίας στο πρώτο παιδί είναι πλέον άνω των 31 ετών. Η αναπλήρωση γενεών (replacement level fertility) των 2,1 παιδιών/γυναίκα δεν επιτεύχθηκε ποτέ στις μεταπολεμικές γενιές στη χώρα μας, γεγονός που δεν αφήνει κανένα περιθώριο αισιοδοξίας στους ειδικούς.

Το ποσοστό άτεκνων γυναικών έχει, επίσης, αυξηθεί: Από 14% στις γενιές του 1940 σε πάνω από 20% στις γενιές του 1970.

«Οι γεννήσεις μειώνονται για δύο λόγους: Γιατί κάνουμε λιγότερα παιδιά και γιατί είμαστε λιγότεροι αυτοί που μπορούμε να κάνουμε παιδιά. Πολλοί από αυτούς που γεννήθηκαν τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 έχουν φύγει στο εξωτερικό», εξηγεί ο δημογράφος και ταυτόχρονα αποδομεί τον μύθο της «επιλογής»: «Δεν υπάρχει απόδειξη ότι οι Ελληνίδες και οι Ελληνες κάνουν λιγότερα παιδιά επειδή επιθυμούν να κάνουν λιγότερα παιδιά ή ότι οι γυναίκες δεν θέλουν να κάνουν παιδιά κάτω από 31 ετών. Η πραγματικότητα είναι πως δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν, στην ηλικία που θα ήθελαν. Αυτή είναι η πραγματική κρίση της γονιμότητας παγκοσμίως: Στις χώρες του ανεπτυγμένου κόσμου τα ζευγάρια δεν μπορούν να κάνουν όσα παιδιά επιθυμούν και όταν επιθυμούν. Δεν φταίει η “επιλογή”, αλλά οι συνθήκες».

Φυσικά, δεν συμβαίνει το ίδιο σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου. Η κρίση γονιμότητας, σύμφωνα πρόσφατη έκθεση των Ηνωμένων Εθνών, δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα. Είναι παγκόσμιο και εξαιρετικά πολυπαραγοντικό. Και δεν αφορά απλώς το πόσα παιδιά κάνουμε, αλλά, κυρίως, το αν μας δίνεται η δυνατότητα να κάνουμε τα παιδιά που θέλουμε, όταν τα θέλουμε.

«Πολύ συχνά, όταν μιλάμε για υπογεννητικότητα και μείωση γεννήσεων, οι παράμετροι μπερδεύονται από χώρα σε χώρα. Η Ελβετία, για παράδειγμα, που είναι από τις πιο πλούσιες χώρες στην Ευρώπη, κάνει πολύ λίγα παιδιά, ενώ υπάρχουν χώρες με εξίσου υψηλό εισόδημα, Νορβηγία ή Ισλανδία για παράδειγμα, που κάνουν πολλά παιδιά. Θέλω να πω ότι τα πράγματα δεν είναι μηχανιστικά και απλά», εξηγεί ο επιστήμονας.


Δύο δείκτες

Στην Ελλάδα, «υποφέρουν» οι δύο βασικοί δείκτες της υπογεννητικότητας: 1) Πόσα παιδιά κάνουμε κατά μέσο όρο. 2) Πόσοι είμαστε σε ηλικία να κάνουμε παιδιά. Αφενός, οι γυναίκες κάνουν ολοένα και λιγότερα παιδιά και, αφετέρου, τα άτομα σε ηλικία αναπαραγωγής είναι πολύ λιγότερα, λόγω της πτώσης γεννήσεων τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά και της μετανάστευσης νέων ανθρώπων στο εξωτερικό.

«Αυτοί που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80 και ήταν λιγότεροι από παλαιότερες δεκαετίες και είναι πλέον σε ηλικία να κάνουν παιδιά είναι ολοένα και λιγότεροι. Ενα μέρος αυτών, μάλιστα, έχει φύγει εκτός χώρας και, άρα, είναι ακόμα λιγότερα τα ζευγάρια που τώρα μπορούν να κάνουν παιδιά», εξηγεί ο καθηγητής.

Το κυρίαρχο αφήγημα που ρίχνει την «ευθύνη» της υπογονιμότητας στις γυναίκες που εστιάζουν στην καριέρα τους και παρατείνουν τη μητρότητα δεν ευσταθεί, εξηγεί ο κ. Κοτζαμάνης.

«Το εύκολο είναι να στιγματίζουμε τις γυναίκες. Να λέμε πως παραμελούν την οικογένεια. Ολες οι έρευνες που έχουν γίνει, ωστόσο, λένε ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται σε αυτές τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που το βάρος για την ανατροφή των παιδιών και την οικογένεια το φέρει, κυρίως, η γυναίκα. Αυτή είναι πολύ μεγάλη διαφορά από τις άλλες χώρες. Αυτό δεν είναι θέμα οικονομικό, είναι θέμα παιδείας. Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι σκανδιναβικές χώρες, που σίγουρα η ευθύνη της οικογένειας δεν μοιράζεται εντελώς ισομερώς, αλλά σίγουρα μοιράζεται περισσότερο από την Ελλάδα. Στην Ελλάδα, η γυναίκα φέρει το μεγάλο βάρος του μεγαλώματος του παιδιού, της οικογένειας, αλλά και της φροντίδας στους ηλικιωμένους», σχολιάζει.

Σε πολλές χώρες -Ιταλία, Ουγγαρία, Κορέα- τέτοιες πολιτικές πίεσης στις γυναίκες έχουν φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα και έχουν γεννήσει αντιδράσεις και κινήματα άρνησης της μητρότητας.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΣΚΟΠΕΛΟΣ
«Στη χώρα μας, το παιδί κοστίζει πολύ»

Για τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βύρωνα Κοτζαμάνη, το πρόβλημα είναι βαθύ και πολυεπίπεδο. Αν και η σημερινή κυβέρνηση, όπως λέει, είναι η μόνη που ξεκίνησε από το 2019 να λαμβάνει μέτρα για την αντιμετώπιση του δημογραφικού (δημιουργία του υπουργείου Οικογένειας, μέτρα για το στεγαστικό πρόβλημα των νέων ζευγαριών, νταντάδες της γειτονιάς, επιδότηση γεννήσεων κ.λπ.), οι παρεμβάσεις αυτές δεν αρκούν.

Κάποια μέτρα, μάλιστα, όπως λέει, έχουν δυσανάλογο κόστος σε σύγκριση με το όφελος.

«Για παράδειγμα, καλώς ελήφθησαν μέτρα για το στεγαστικό. Αλλά αυτά θα βοηθήσουν 25.000 ζευγάρια, ενώ τα υπόλοιπα θα μείνουν χωρίς λύση». Η λύση είναι -σύμφωνα με τον καθηγητή Κοτζαμάνη- η μείωση του κόστους του παιδιού. «Στη χώρα μας, το παιδί κοστίζει πολύ και η ανατροφή του είναι δυσανάλογη με τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Η υγεία του και η Παιδεία είναι ακριβές, ενώ σε κοινωνικό επίπεδο η γυναίκα σηκώνει σχεδόν όλο το βάρος. Αυτές οι συνθήκες δεν υπάρχουν σε άλλες χώρες του εξωτερικού», τονίζει ο ειδικός και υποδεικνύει λύσεις.


«Δεν λέω ότι δεν έγιναν βήματα. Αυτή η κυβέρνηση ήταν η πρώτη που έκανε κάτι. Ομως, χρειάζεται κοινωνική κατοικία. Οχι με τη μορφή ιδιοκτησίας, αλλά του χαμηλού ενοικίου. Αυτό έκαναν πολλές ευρωπαϊκές χώρες από τη δεκαετία του ’50 και μετά. Χρειάζεται αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Δεν φεύγουν οι νέοι επειδή δεν αγαπούν την πατρίδα», συμπληρώνει.

«Τα νέα ζευγάρια πρέπει να έχουν την ευκαιρία να κάνουν τον αριθμό των παιδιών που επιθυμούν, στον χρόνο που επιθυμούν», καταλήγει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. «Αυτό σημαίνει: Λιγότερη αβεβαιότητα, καλύτερες υποδομές, στήριξη της ισότητας στο σπίτι και στην εργασία. Είναι ο μόνος τρόπος για να μπορούμε να μιλάμε για τις “γενιές του μέλλοντος” και όχι για τις τελευταίες γενιές», καταλήγει ο κ. Κοτζαμάνης.