Συντάκτης: Γρηγόρης Κεντητός
Οι Beatles δεν ήταν απλώς μια μπάντα. Ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο, ένα μουσικό κύμα που σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά του. Κι όμως, το 1966, στην κορύφωση της επιτυχίας τους, σταμάτησαν τις περιοδείες. Όχι επειδή δεν τους αγαπούσε το κοινό, αλλά ακριβώς επειδή τους αγαπούσε… υπερβολικά.
Οι συναυλίες τους είχαν μετατραπεί σε χάος. Ο κόσμος ούρλιαζε τόσο δυνατά που οι ίδιοι δεν μπορούσαν να ακούσουν τον εαυτό τους, πόσο μάλλον να παίξουν σωστά. Τα ηχητικά συστήματα της εποχής δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν την απίστευτη φασαρία του κοινού. Οι Beatles ένιωθαν πως έπαιζαν «μουγκοί» μπροστά σε ένα κύμα υστερίας.
Η κατάσταση δεν ήταν μόνο εκνευριστική, αλλά και επικίνδυνη. Σε πολλές συναυλίες, οι θαυμαστές έσπαγαν τα κιγκλιδώματα, έτρεχαν στη σκηνή, και η ασφάλεια μετά βίας μπορούσε να τους συγκρατήσει. Τα μέλη της μπάντας έφτασαν να φοβούνται για τη ζωή τους, ειδικά μετά από περιστατικά όπως στην Αμερική, όπου τα λόγια του Τζον Λένον περί «μεγαλύτερης επιτυχίας από τον Χριστό» προκάλεσαν αντιδράσεις, κάψιμο δίσκων και απειλές.
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Η μουσική τους είχε εξελιχθεί. Είχαν φύγει από τα απλά rock ‘n’ roll κομμάτια και είχαν στραφεί σε πιο σύνθετες ηχογραφήσεις, γεμάτες εφέ και στουντιακές παρεμβάσεις που ήταν αδύνατο να αποδοθούν ζωντανά. Το άλμπουμ Revolver ήταν η απόδειξη ότι οι Beatles δεν μπορούσαν πια να χωρέσουν στις παλιές τους φόρμες.
Έτσι, στις 29 Αυγούστου 1966, έδωσαν την τελευταία τους συναυλία στο Candlestick Park του Σαν Φρανσίσκο. Δεν υπήρξε φαντασμαγορικό «αντίο», ούτε μεγάλα λόγια. Απλά, τελείωσε. Οι Beatles αποσύρθηκαν από τη σκηνή για πάντα και αφιερώθηκαν στο στούντιο, όπου δημιούργησαν τα μεγαλύτερα μουσικά αριστουργήματά τους.