Πριν από 54 χρόνια ο Ian Anderson και η εκλεκτή παρέα του ολοκλήρωναν ίσως το πιο διάσημο άλμπουμ τους
Τo ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70 έφερε στον σκληρό ήχο ίσως τις σημαντικότερες αλλαγές που καθόρισαν τη μετέπειτα πορεία του. Κάπου μέσα σε αυτόν τον… χαμό, οι Jethro Tull έμελλε να κυκλοφορήσουν το πιο αναγνωρισμένο άλμπουμ τους, το Aqualung. Ενα άλμπουμ αιχμηρό στιχουργικά και τόσο ευφυές μουσικά, που έγραψε Ιστορία. Πολλά από τα μηνύματά του παραμένουν επίκαιρα, ακριβώς 54 χρόνια μετά, από τον Ιανουάριο του 1971 όταν και ολοκληρώνονταν οι ηχογραφήσεις της μπάντας στο παγωμένο Λονδίνο…
Είναι η εποχή που οι Deep Purple και οι Led Zeppelin έχουν εξιτάρει τους Black Sabbath, οι οποίοι έχουν ρίξει την… ατομική βόμβα τους με το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ τους, κι ενώ λίγα χρόνια πριν, ο εμβληματικός κιθαρίστας τους, Tony Iommi, θα αποφασίσει πως δεν θα παραμείνει τελικά στους Jethro Tull, από τους οποίους πέρασε για ένα πολύ μικρό διάστημα, όταν οι «πατέρες» του metal ήταν γνωστοί ως Earth.
Συμπαγής και σταθερή πια, η σύνθεση της μπάντας (Ian Anderson, Martin Barre, John Evan, Jeffrey Hammond, Clive Bunker) από το Μπλάκπουλ της βορειοδυτικής Αγγλίας κι έχοντας ήδη στη φαρέτρα της τρία άλμπουμ, χτυπά με το Aqualung. Οπως συμβαίνει με πάρα πολλά γκρουπ και για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι Jethro Tull, κυκλοφορούν κι αυτοί τρία διαδοχικά άλμπουμ τα οποία είναι από τα καλύτερα της πορείας τους (Benefit, Aqualung, Thick As A Brick), θα γνωρίσουν τεράστια αποδοχή και θα καθορίσουν τη συνέχεια της μπάντας.
Πολύπλοκο, καυστικό και πανέμορφο, το Aqualung βουτά με θράσος σ’ ένα δύσκολο ιδίωμα που αναπτύσσεται εκείνη την εποχή. Ποιο; Μα φυσικά, το progressive rock. Το γκρουπ τολμά και κάνει ένα αποφασιστικό βήμα για την εποχή, που όμως θα έρθει με μια άνεση που ξαφνιάζει. Ο Anderson καθοδηγεί μαεστρικά τα μέλη της μπάντας με το διονυσιακό στυλ του, τα χοροπηδηχτά του και το φλάουτο, γνωρίζοντας ότι παίζει με τη… φωτιά.
Φωτ.: Reuters
Αναμειγνύει το progressive με το folk rock και παράγει ένα απρόβλεπτο μα τόσο χρωματιστό άλμπουμ. Οι θυμωμένες μελωδίες του Locomotive Breath συνυπάρχουν μαζί με το παιχνιδιάρικο Mother Goose και το τρυφερό, στοργικό Wond’ring Aloud. Χωρίς καμία προειδοποίηση, ένα κιθαριστικό ξέσπασμα του Martin Barre μπορεί να δώσει τη θέση του σε γαλήνιες, ακουστικές συγχορδίες ή απολαυστικά μέρη φλάουτου, χωρίς ποτέ το Aqualung να φαίνεται ασύνδετο ή ασυνάρτητο. Πλούσιο σε εκπλήξεις το άλμπουμ, θα μας χαρίσει και το Cross Eyed Mary (διασκευάστηκε υπέροχα από τους Iron Maiden), που ξεκινάει με mellotron και φλάουτο πριν οδηγηθεί σε ένα πιασάρικο ριφ, με τον Anderson να τραγουδά ιδιαιτέρως επιθετικά.
Στη σύντομη μπαλάντα Cheap Day Return (ασχολείται με τη θρησκεία και τον πλούτο), ο Anderson καταφέρνει να αιχμαλωτίσει συναισθήματα, μελοποιώντας τις σκέψεις του, ενώ ταξιδεύει να συναντήσει τον άρρωστο πατέρα του.
Η ευαισθησία του εμφανίζεται ξανά στο Mother Goose, που ενώ ξεκινά με μελωδίες φλάουτου, στιχουργικά εμφανίζεται εξοργισμένος με αναφορά στα προβλήματα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Στο Wondring Aloud, συνεχίζονται οι πορείες σε ακουστικά μονοπάτια, με τη στιχουργική δεινότητα του Anderson να δείχνει ξεκάθαρα ότι αποτελεί το ατού των Jethro Tull.
Το άλμπουμ ηχογραφήθηκε την ίδια εποχή και στο ίδιο στούντιο (Island Studios), με το τέταρτο στούντιο άλμπουμ των Led Zeppelin. Κατά την ηχογράφηση ενός τμήματος του ομότιτλου τραγουδιού (Aqualung), ο Barre θέλοντας να εντυπωσιάσει τον Jimmy Page, ο οποίος βρίσκονταν εκείνη την ώρα στον χώρο, έπαιξε ένα φανταστικό σόλο, σχεδόν έξω από το στυλ του.
Το αποτέλεσμα ήταν, το σημείο αυτό, να γίνει ανεξίτηλο μέρος της κληρονομιάς των Jethro Tull, αλλά και του ροκ γενικότερα, μάλιστα μέσα από ένα κομμάτι στο οποίο είναι από τα λίγα που δεν περιέχει φλάουτο… Γράφτηκε από τον Ian Anderson, και την τότε σύζυγό του Jennie Franks. Οι στίχοι του περιγράφουν την ιστορία ενός άστεγου άντρα, του Aqualung, που μόνος και άρρωστος γυρίζει στους δρόμους μαζεύοντας γόπες.
«Aqualung» στην πραγματικότητα είναι μια φορητή αναπνευστική συσκευή που φορούν οι δύτες. Ο Anderson, που είχε δει μια σχετική τηλεοπτική εκπομπή, ονόμασε έτσι τον άστεγο ήρωά του λόγω των αναπνευστικών προβλημάτων του.
Πώς εμπνεύστηκε το τραγούδι ο Anderson; Ο ίδιος, σε συνέντευξή του το 1999, θα πει ότι όλα ξεκίνησαν από φωτογραφίες διάφορων ζητιάνων που η σύζυγός του (ερασιτέχνης φωτογράφος) τράβηξε στο Λονδίνο (σ.σ. η τότε γυναίκα του Anderson –χώρισαν το 1974– έγραψε μερικούς στίχους του τραγουδιού, γεγονός που της επιτρέπει να λαμβάνει τα μισά δικαιώματα).
«Είχα αισθήματα ενοχής απέναντι στους άστεγους. Επίσης, ένιωθα φόβο και ανασφάλεια με τις τρομακτικές μορφές τους. Και υποθέτω ότι όλα αυτά συνδυάστηκαν με μια ελαφρώς ρομαντική εικόνα του ατόμου που είναι άστεγος και παράλληλα ένα ελεύθερο πνεύμα, που δεν ταιριάζει στις προδιαγραφές της κοινωνίας. Ετσι, από αυτή τη φωτογραφία και από αυτά τα συναισθήματα, άρχισα να γράφω τους στίχους», θα πει ο Anderson. «Πρόκειται για την αντίδρασή μας, την ενοχή, τη δυσφορία, την αμηχανία και τη σύγχυση, όλα αυτά τα πράγματα που νιώθουμε, όταν βρεθούμε αντιμέτωποι με την πραγματικότητα των αστέγων», θα προσθέσει.
Για κάποιους το Aqualung είναι ένα concept άλμπουμ, για κάποιους όχι (όπως και για τον ίδιο τον Anderson). Η πρώτη πλευρά αφορά στις περιγραφές διαφορετικών προσώπων: μια καλοσυνάτη νοσοκόμα, μια νέα εκδιδόμενη γυναίκα, έναν βρώμικο, διεστραμμένο γέρο και πολλούς άλλους χαρακτήρες που εμφανίζονται ενώ προχωρούν τα κομμάτια.
Ενώ οι στίχοι στο πρώτο μισό του άλμπουμ είναι σίγουρα ενδιαφέροντες και δένουν απόλυτα με τη μουσική, η στιχουργική ιδιοφυΐα του συγκροτήματος λάμπει πραγματικά στη δεύτερη πλευρά του άλμπουμ, η οποία αφορά στις απόψεις του Anderson για τη θρησκεία. Παρά την πίστη του στην ύπαρξη ενός υπέρτατου όντος, ο ψυχωμένος αυτός τραγουδιστής εκφράζει την έντονη αποδοκιμασία του για την οργανωμένη, κατευθυνόμενη θρησκεία.
Κι όμως, παρά τη θεματολογία των τραγουδιών, σπάνια φαίνεται ότι ο Anderson επιβάλλει τις πεποιθήσεις του στους ακροατές, με τους στίχους να είναι σκόπιμα ανάλαφροι και χιουμοριστικοί.
Η δεύτερη πλευρά, λοιπόν, ξεκινά με το My God, (το πιο σκοτεινό μέρος του δίσκου –με σαμπαθική κιθάρα– όπου ο Anderson στηλιτεύει την εμπορευματοποίηση της θρησκείας). Μία σημαντική σύνθεση, σε rock αποχρώσεις, με το φλάουτό του να δίνει ακόμα μία φορά, ιδιαίτερα ηχοχρώματα. Ενα κομμάτι από τα πιο progressive του άλμπουμ.
Αυτό που το κάνει πραγματικά αριστούργημα είναι οι μικρές ενότητές του. Το εναρκτήριο απόσπασμα είναι πραγματικά ευφυές. Ξεκινά με τον John Evan να παίζει ένα ρομαντικό-κλασικό απόσπασμα στο πιάνο και σιγά σιγά το κομμάτι μεταμορφώνεται μέσα από την ηλεκτρική κιθάρα του Martin και το σαγηνευτικό ριφ του. Στη συνέχεια παίζουν μαζί για λίγο έως ότου ο ακατέργαστος ήχος της εξάχορδης απλώς κατακλύζει τον φυσικό ήχο του πιάνου, μέχρι να έρθει το πιο διάσημο σόλο φλάουτου στην Ιστορία.
Το Locomotive Breath θα ήταν δύσκολο να έχει επόμενο κομμάτι στη λίστα, αλλά οι Tull πέτυχαν διάνα με το Wind-Up. Αυτή η ιστορία της θρησκευτικής κατήχησης στο σχολικό σύστημα τραγουδιέται εξαιρετικά και κιθαριστικά παρουσιάζεται υπέροχα από τον Martin Barre. Ο Anderson ερμηνεύει με χιούμορ αλλά και βαθιά αηδία τη θρησκευτική εμμονή του σχολείου του, όταν λέει:
«Πώς θα τολμούσες να μου πεις ότι είμαι ο γιος του Πατέρα μου, όταν αυτό ήταν απλώς ένα ατύχημα κατά τη γέννηση; Θα προτιμούσα να κοιτάξω γύρω μου, να συνθέσω ένα καλύτερο τραγούδι, γιατί αυτό είναι ένα ειλικρινές μέτρο της αξίας μου. Μέσα στη μεγαλοπρέπειά σου και σε όλη σου τη δόξα, είσαι πιο φτωχός από μένα καθώς γλείφεις τις μπότες του θανάτου, που γεννήθηκε από φόβο».
Με το Aqualung, οι Jethro Tull δημιούργησαν ένα κόσμημα. Πολύπλοκο, σκοτεινό στιχουργικά, πολύχρωμο ακουστικά και έξυπνο. Αν δεχθούμε την άποψη του Anderson, ότι το Aqualung δεν είναι ένα concept άλμπουμ, παρ’ όλα αυτά, όλα τα τραγούδια συνδέονται με έναν μαγικό αόρατο σύνδεσμο. Καθαρή σύμπτωση ή όχι, αυτό που είναι πραγματικά αληθινό είναι ότι το Aqualung είναι ένα σπουδαίο άλμπουμ για ανοικτόμυαλους ακροατές.
Την επόμενη χρονιά, η μπάντα θα βουτήξει για τα καλά στο progressive rock, δημιουργώντας το αριστούργημά της, Thick As A Brick, ενώ από το 1975 θα μας χαρίσει ακόμη μία σπουδαία –και την τελευταία της– δισκογραφική αλληλουχία με τα άλμπουμ Minstrel In The Gallery, Too Old To Rock n’ Roll: Too young To Die!, Songs From The Wood και Heavy Horses.
Το εξώφυλλο ζωγραφίστηκε με νερομπογιά. Κι αν η φυσιογνωμία του εικονιζόμενου άστεγου σας φαίνεται γνωστή, τότε δεν κάνετε λάθος. Ο Burton Silverman που το φιλοτέχνησε, πήρε πρώτα μερικές φωτογραφίες του Anderson, ενώ ο τελευταίος φορούσε το παλιό του παλτό. Ο μεγάλος τραγουδοποιός, βέβαια, δεν έμεινε ευχαριστημένος με τον πίνακα, το εξώφυλλο ωστόσο έμελλε να γίνει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά της ροκ μουσικής.