Τι προκύπτει από τη σύγκριση τιμών 19 βασικών προϊόντων μεταξύ ευρωπαϊκών χωρών - Πόσο επηρεάζεται το επίπεδο ακρίβειας από την αγοραστική δύναμη
Το μέτρο για το «καλάθι του νοικοκυριού» διανύει τη δεύτερη εβδομάδα εφαρμογής του και όπως όλα δείχνουν από τις αιμοληψίες φαίνεται να λειτουργεί. Ωστόσο για τα νοικοκυριά μπορεί να αποτελεί μια καλή προσπάθεια για να συγκρατηθούν κάποιες τιμές ή και να μειωθούν στα ράφια των σουπερμάρκετ, δεν αρκεί όμως για να αντιμετωπίσει το γενικευμένο πρόβλημα της ακρίβειας.
Με τις τιμές σε ενέργεια, τρόφιμα και άλλα βασικά είδη να τραβούν την ανηφόρα τους τελευταίους μήνες, η αγοραστική δυνατότητα των Ελλήνων συρρικνώνεται με τους οικονομικά ασθενέστερους να αισθάνονται πιο βαρύ το εβδομαδιαίο καλάθι τους.
Αν και η Ελλάδα δεν βρίσκεται αναμεσά στις ακριβότερες χώρες της ΕΕ σε επίπεδο τιμών, αυτό δεν αναιρεί τη δυσκολία των ελληνικών νοικοκυριών καθώς καλούνται να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες τους με λιγότερα χρήματα απ’ ό,τι άλλοι Ευρωπαίοι.
Μια σύγκριση το αποδεικνύει. Στο ίδιο καλάθι 19 προϊόντων της Numbeo (σε μέσες τιμές), ανάμεσά τους γάλα, τυριά, κρέας, φρούτα, ψωμί κ.τ.λ., ο Ελληνας καλείται να πληρώσει 54,3 ευρω με κατώτατο μισθό τα 755 ευρώ τον μήνα, όταν ο Γερμανός πληρώνει 59,59 ευρώ (με κατώτατο μισθό τα 1.621 ευρώ), ενώ ο Ισπανός με κατώτατο μισθό 1.126 ευρώ για το ίδιο καλάθι πληρώνει 50,87 ευρώ και ο Πορτογάλος με 823 ευρώ κατώτατο μισθό πληρώνει 43,26 ευρώ.
Αν μάλιστα κανείς παρατηρήσει μεμονωμένα τα προϊόντα θα δει και σημαντικές διαφορές. Ενδεικτικά, ενώ η μέση τιμή για ένα λίτρο γάλα είναι στην Ελλάδα στα 1,33 ευρώ, στη Γερμανία είναι στα 0,98 ευρώ, στην Ισπανία στα 0,83 ευρώ, ενώ στη Γαλλία στο 1,03 ευρώ και στην Ολλανδία στο 1,01 ευρώ. Ανάλογη εικόνα και στο ρύζι όπου η μέση τιμή στην Ελλάδα είναι στο 1,85, στη Γερμανία στο 1,99, στην Ισπανία στο 1,17 και στην Πορτογαλία στο 1,03 ευρώ το κιλό.
Πως επηρεάζονται οι τιμές
Φυσικά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ακρίβεια είναι διεθνές πρόβλημα. Ωστόσο, όπως φαίνεται, στην Ελλάδα η διάρθρωση της οικονομίας και της αγοράς κάνει δυσκολότερη την αντιμετώπιση του προβλήματος. Ενας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει τις τιμές είναι η μεγάλη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τις εισαγωγές ενεργειακών προϊόντων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο), αλλά και των πρώτων υλών από ζωοτροφές και λιπάσματα έως σιτηρά, γάλα, καφέ, πλαστικά και υλικά συσκευασίας, ακόμα και τελικών προϊόντων. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από το μεγάλο έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας, το οποίο εκτοξεύτηκε κατά 70,4% τον Σεπτέμβριο σε ετήσια βάση, φτάνοντας τα 3,6 δισ. ευρώ. Ομως αυτό δεν είναι η μοναδική αιτία που οι τιμές στην Ελλάδα σε βασικά αγαθά είναι τόσο σε απόλυτα μεγέθη υψηλές όσο και σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Οι φόροι
Μια άλλη παράμετρος είναι οι αυξημένοι φόροι (ΦΠΑ και ΕΦΚ) που επιβαρύνουν τις τιμές των προϊόντων. Είναι ενδεικτικό ότι στην Ελλάδα σε βασικά είδη διατροφής ο ΦΠΑ είναι στο 13%, όταν σε άλλες χώρες είναι σε μονοψήφιο νούμερο, όπως για παράδειγμα στην Ισπανία 10% και 4% για ορισμένα είδη, στη Γερμανία 7%, στη Βουλγαρία 9%, στο Λουξεμβούργο 8%, στην Ολλανδία 9%, στην Εσθονία 9%, στη Γαλλία 5,5 και 10% και στην Ιταλία 5% και 10%. Το όποιο αίτημα τίθεται στην Ελλάδα είτε από την πλευρά των επιχειρήσεων είτε από την πλευρά τον εργαζομένων πέφτει στο κενό, με την κυβέρνηση να κλείνει το θέμα πριν καν ανοίξει τη συζήτηση.
Τρίτος παράγοντας είναι η μεγάλη ψαλίδα ιδιαίτερα ανάμεσα στις τιμές όταν τα προϊόντα ξεκινούν από τον παραγωγό μέχρι τη στιγμή που φτάνουν στο καλάθι του καταναλωτή. Στη διαδρομή αυτή, ανεξάρτητα από τα υψηλά κόστη παραγωγής, συσκευασίας και μεταφορικών σε σχέση με το παρελθόν, συνεχίζουν να υφίστανται, όπως λένε οι παραγωγοί, και τα «κρυφά» κόστη των μεσαζόντων.
Στην περίπτωση των εισαγόμενων προϊόντων και δη των τυποποιημένων οι διαφορές των τιμών, σε σχέση με άλλες χώρες, εξηγούνται από την απόσταση καθώς σε αρκετές από τις ευρωπαϊκές χώρες υπάρχουν εργοστάσια παραγωγής των πολυεθνικών εταιρειών, κάτι που επιβαρύνει με μεταφορικά, ενώ και το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί μια μικρή αγορά με περιορισμένα περιθώρια κέρδους από μεγάλο αριθμό πωλήσεων ωθεί τις τιμές προς τα πάνω. Τέλος, ένας ακόμα παράγοντας είναι ότι ακόμα στην Ελλάδα μόλις τα 2,5 με 3 προϊόντα στο καλάθι των καταναλωτών είναι ιδιωτικής ετικέτας, γεγονός το οποίο δεν δημιουργεί την ανάλογη πίεση στις μεγάλες εταιρείες να μειώσουν τις τιμές τους, κάτι που συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.