11 Νοεμβρίου 2022

Κοινωνία της κόπωσης: Γιατί η σύγχρονη εποχή εξελίσσεται σε μια κατάσταση γενικής εξάντλησης;

της Χριστιάνας Στυλιανού

Το περιεχόμενο των διαλόγων που έχουν την πρωτοκαθεδρία στις μέρες μας, πολύ συχνά αφορούν την κατάθλιψη, την έλλειψη ύπνου, και σε ένα πολύ μεγαλύτερο βαθμό την κόπωση από τα εξαντλητικά εργασιακά ωράρια. Σκεφτείτε μόνο πόσοι από τους κοντινούς σας ανθρώπους παραπονιούνται για υπερκόπωση, έχουν μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, γκρινιάζουν για πόνους στη μέση καθώς και για μυοσκελετικές παθήσεις από την ορθοστασία ενώ παράλληλα παραπονιούνται για αϋπνίες, και το εξοντωτικό εργασιακό στρες. Ακόμα, συζητούν για τις κρίσεις πανικού για τα deadlines, και το γεγονός ότι καθημερινά τους βασανίζουν ασταμάτητες ημικρανίες. Πολλές φορές νιώθουμε σαν χάμστερ σε έναν τροχό που γυρίζει αέναα χωρίς παύση. Τις τελευταίες δεκαετίες, η έννοια της εργασιακής εξουθένωσης συζητείται και αναλύεται εκτενέστερα. Το 2019, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) την προσδιόρισε ως ένα σύνδρομο που προέρχεται από ένα επαγγελματικό φαινόμενο.

Απ΄ότι φαίνεται η παραδειγματική ασθένεια του 21ου αιώνα δεν είναι πλέον η μόλυνση που προκαλούν τα βακτήρια ή οι ιοί, αλλά οι νευρολογικές ασθένειες – όπως η κατάθλιψη, η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ADHD), η οριακή διαταραχή προσωπικότητας (BPD) και κυρίως το σύνδρομο εργασιακής εξουθένωσης, γνωστό και ως σύνδρομο του Burn-outΣε αυτό το τελευταίο θα σταθούμε στο παρόν άρθρο και θα επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε από πού προκύπτει αυτό, και τι έχει αλλάξει στη κοινωνία μας που εντατικοποιεί το φαινόμενο της συλλογικής κούρασης;

Γενικά φαίνεται να υπάρχει η τάση η σύγχρονη κοινωνία να εξελίσσεται σε μια κατάσταση γενικής εξάντλησης – μια κοινωνία της κούρασης. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο γίνεται κατανοητή και βιώνεται η κούραση αυτή είναι αυτός που καθορίζει τον χαρακτήρα της κοινωνίας μας .

Η κοινωνία της κόπωσης

Ο Νοτιοκορεάτης στοχαστής  Μπιούνγκ-Τσουλ Χαν στο βιβλίο του «Κοινωνία της Κόπωσης» ισχυρίζεται ότι έχει επέλθει μια μετάβαση  από τις πειθαρχικές κοινωνίες -όπως αυτές που ανέλυσε ο Foucault, όπου τα υποκείμενα εξαναγκάζονταν σε συμμόρφωση από συγκεκριμένα κέντρα εξουσίας-  στη σημερινή κοινωνία, μια κοινωνία «της επίδοσης» όπως την χαρακτηρίζει, η οποία στηρίζεται στον αυτοεξαναγκασμό. Αυτό κατά τον ίδιο συμβαίνει επειδή η αυτοεκμετάλλευση είναι πολύ αποτελεσματικότερη σε σχέση με την εκμετάλλευση από τρίτους: στην κοινωνία της επίδοσης δε σε εξαναγκάζει κάποιος να εργάζεσαι μέχρι εξάντλησης, αλλά μόνος σου εξαναγκάζεις τον εαυτό σου. Αν η «πειθαρχική κοινωνία» παρήγε εγκληματίες, η «επιδοσιακή» κοινωνία, όπως λέει ο ίδιος, παράγει ανθρώπους εξαντλημένους και καταθλιπτικούς.

Στην κοινωνία της «επίδοσης» είμαστε οι τύραννοι του εαυτού μας

Κατά τα λεγόμενά του:

«Στη σύγχρονη εποχή, παρά το γεγονός ότι οι αληθινές αλυσίδες έχουν εκλείψει, παρατηρούμε να δημιουργείται ένας νέος τύπος σκλάβων. Είναι ο άνθρωπος που υποβάλλει τον εαυτό του σε εθελοντική εξάντληση».

Ο Χαν εκθέτει τους λόγους αυτής της αφύσικης συμπεριφοράς και εξηγεί με ποιον τρόπο οι κοινωνίες μας έχουν πέσει θύματα της κατάχρησης μιας και μόνο έννοιας: της «θετικότητας». Η έννοια αυτή, υποβοηθούμενη από την ψευδαίσθηση της «ελευθερίας επιλογής», παράγει κουρασμένους, αποτυχημένους και καταθλιπτικούς ανθρώπους.

«Yes we can, yes, yeees»: Είμαστε θύματα της έννοιας της θετικότητας

Συγκεκριμένα, οι σημερινές κοινωνίες στις οποίες ζούμε χαρακτηρίζονται από εμμονή προς τις επιδόσεις μας. Σε αντίθεση με τη νεωτερική κοινωνία, που συγκροτήθηκε πάνω σε ένα πυκνό πλέγμα άρνησης, περιορισμών και απαγορεύσεων, η μετανεωτερική κοινωνία είναι η κατ’ εξοχήν κοινωνία της κατάφασης και της θετικότητας. Αν τη νεωτερική κοινωνία χαρακτήριζε το ρήμα «πρέπει», τη μετανεωτερική τη χαρακτηρίζει το ρήμα «μπορείς». Αντίθετα με την προσταγή «μπορείς, επειδή οφείλεις» της παλιάς κοινωνίας, η νέα κοινωνία υποβάλλει το «οφείλεις, επειδή μπορείς». Και υιοθετώντας το σλόγκαν “Yes we can”, ανάγει την αυτοεκμετάλλευση σε κυρίαρχη συμπεριφορά.

Η κυρίαρχη ρητορική περί θετικής σκέψης αναπαράγει την ιδέα ότι ο άνθρωπος μπορεί να κάνει σχεδόν τα πάντα, μπορεί ν’ αλλάξει σχεδόν τα πάντα, και επομένως είναι υπεύθυνος για οτιδήποτε του συμβαίνει. Στην κοινωνία της θετικότητας σχεδόν «απαγορεύεται» να είσαι δυστυχής. Η κοινωνία της θετικότητας περιθωριοποιεί επίσης την πλήξη και τους αργόσχολους ανθρώπους, ανάγοντας σε πρότυπο τη δράση και την πρακτική ζωή. Αυτή ακριβώς η θετικότητα είναι που μετατρέπει τις εξωτερικές υποχρεώσεις και αναγκαιότητες σε εσωτερικές ανάγκες.

Η εργασιακή ευελιξία και ο μετανεωτερικός εργαζόμενος

Μεταξύ των μεταβαλλόμενων εργασιακών περιβαλλόντων, της εξισορρόπησης των προσδοκιών για εργασία από το σπίτι και της αντιμετώπισης της πανδημίας COVID-19, πολλοί εργαζόμενοι εξαντλούνται ψυχικά και σωματικά. Η εργασιακή ευελιξία και όλες αυτές οι μεταβολές που έχουν υποστεί οι εργασιακές συνθήκες κατά τον 21ο αιώνα, δεν έρχονται χωρίς αντίκτυπο. Για τον Χαν «αυτό το άτομο χωρίς χαρακτήρα αποκαλείται ευέλικτο, αφού είναι σε θέση ν’ αποδεχτεί κάθε μορφή, κάθε ρόλο, κάθε καθήκον. Αυτή η απουσία μορφής, ή αυτή η ευελιξία, αυξάνει κατά πολύ την οικονομική αποδοτικότητα» και εν τέλει θα συμπλήρωνα, τις εταιρείες, τα αφεντικά και το κεφάλαιο. Δυστυχώς όμως, καμιά φορά έχει και ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα: υπερκόπωση, σύνδρομο “Burn-out”, ακόμη και κατάθλιψη. Η πλάνη του μετανεωτερικού ανθρώπου είναι να πιστεύει ότι με την ασταμάτητη δράση ελευθερώνεται, ενώ στην πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο «σκλαβώνει» τον εαυτό του από μόνος του και προς όφελος του κεφαλαίου.

Η ανάγκη για αρνητικότητα και παιχνίδι

Αφού ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, κήρυξε την έβδομη ημέρα της εβδομάδας ιερή. Δηλαδή ως ημέρα του να μην κάνεις απολύτως τίποτα και μια ημέρα κατά την οποία η χρήση του άχρηστου αποδεικνύεται δυνατή. Είναι μια ημέρα ξεκούρασης και κυρίως χρόνος χωρίς εργασία,  χρόνος για ξεγνοιασιά και παιχνίδι.

Ο Χαν διακρίνει δύο μορφές κούρασης: την «μοιραία κούραση», «και μια άλλη που ονομάζει «αποσπασματική κούραση» όπου για να εξηγήσει αυτή τη διπλή αντίληψη της κούρασης χρησιμοποιεί την εικόνα των χεριών: η μοιραία κούραση ακινητοποιεί τα χέρια μετά την εργασία, αλλά η αποσπασματική μορφή κούρασης κάνει τα χέρια να παύουν  να εργάζονται και να ξεκινούν να παίζουν.

Καθώς όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες, αν τις βλέπαμε από ένα αρκετά απομακρυσμένο σημείο του σύμπαντος, δεν θα εμφανίζονταν πλέον ως πράξεις αλλά ως βιολογικές διαδικασίες, και, για τον συγγραφέα, η ικανότητα κανείς να διακόπτει, να παραπαίει ή να επιβραδύνει – άρα, να αντιπαρέρχεται την απόλυτη θετικότητα με την αρνητικότητα – μια από τις μεγάλες ικανότητες του ανθρώπου. Τη στιγμή που ο άνθρωπος σταματά, προκύπτει η δυνατότητα να στοχάζεται και να είναι αυτό που πραγματικά είναι. Όπως αναφέρει και ο Χέγκελ«η αρνητικότητα είναι ακριβώς αυτό που κρατά την ύπαρξη (Dasein) ζωντανή».

Η απόλυτη επικράτηση της απολλώνιας διάστασης του ανθρώπου στη σύγχρονη κοινωνία σε σχέση με τη διονυσιακή διάσταση  που διατυπώθηκε από τον Νίτσε, αποτελεί πρόβλημα στην ίδια την αντίληψη της τέχνης, ως μιας από τις σημαντικότερες πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, ενώ η ενεργητική ζωή πρέπει να μας οδηγεί στον στοχασμό, αλλά ο στοχασμός πρέπει να ξεκινάει από αυτό που εσωτερικά σκεφτήκαμε και να μας καλεί πίσω στη δραστηριότητα.

Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Χαν διατυπώνει τον παραλληλισμό μεταξύ του περπατήματος και του χορού: ο χορός, σε αντίθεση με το περπάτημα, δεν μπορεί να εξηγηθεί με την ωφελιμιστική του έννοια – ο χορός είναι μια εντελώς άχρηστη ενέργεια, μια (αρνητική) αντίδραση στη θετικότητα του περπατήματος. Κι όμως, όπως υποστηρίζει ο Χαν, είναι ο χορός, όπως και η τέχνη, μια από τις αποκλειστικά ανθρώπινες δραστηριότητες – «μόνο οι άνθρωποι μπορούν να χορεύουν»!

Με απλά λόγια, θα πρέπει συνεχώς να επαναφέρουμε στο μυαλό μας ποιοι είμαστε και να επιλέγουμε μια παύση από τα εξαντλητικά ωράρια, την ευελιξία, και την θετική πίστη ότι μπορούμε να κάνουμε τα πάντα. Να αποδομήσουμε το «οφείλεις, επειδή μπορείς» που μας υποβάλλει η μετανεωτερική μας κοινωνία, και να διερωτηθούμε ποιον εν τέλει ωφελεί η τάση μας για αυτοεκμετάλλευση, αν όχι το ίδιο το κεφάλαιο. Είναι ίσως η στιγμή το χάμστερ να κατέβει από τον τροχό -ή τουλάχιστον, να αρχίζει να κατεβαίνει όταν αυτό είναι απαραίτητο, και να απαντήσουμε στο διαχρονικό ερώτημα: «Δουλεύουμε για να ζούμε ή ζούμε για να δουλεύουμε;».

Artwork: Γιάννης Παπαϊωάννου

https://antifono.gr/