Η νουάρ Αθήνα της δεκαετίας του 1950: Μοντέλα, στάρλετ, λεφτάδες και «ηθικοί ήρωες» σε μια χορταστική περιπέτεια του Γιάννη Μαρή, όπου πρωταγωνιστεί ο αστυνόμος Μπέκας.
Γιάννης Μαρής δημιούργησε με τρόπο πειστικό και αφηγηματικά ελκυστικό μια νουάρ Αθήνα, μολονότι η πόλη δεν ήταν ποτέ νουάρ. Ιδιαίτερα μέσα από τα κλασικά πλέον μυθιστορήματά του της δεκαετίας του 1950, όπως το Έγκλημα στο Κολωνάκι (1953) και το Έγκλημα στα παρασκήνια (1954), έκανε χιλιάδες αναγνώστες να βλέπουν την Αθήνα αλλά και τον κόσμο μέσα από τη λογική και την πλοκή του αστυνομικού μυθιστορήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι συγκρίνουν σήμερα τον Γιάννη Μαρή, ως προς την τυπολογία των μυθιστορημάτων του, με έναν άλλο μεγάλο της ελληνικής λογοτεχνίας, τον Μ. Καραγάτση.
Συνδεδεμένος με τις εφημερίδες «Ακρόπολις» και «Απογευματινή», όπου τα μυθιστορήματά του δημοσιεύονταν σε συνέχειες, και με τον εκδοτικό οίκο Ατλαντίς-Πεχλιβανίδης (ο εκδοτικός οίκος της σειράς κόμικ «Κλασσικά Εικονογραφημένα»), ο υπερταλαντούχος και πολυγραφότατος Γιάννης Μαρής έφτιαξε από μόνος του την παράδοση του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Είναι πραγματικά ένας άθλος, αν σκεφτούμε ότι στη Γαλλία η περίφημη σειρά αστυνομικής λογοτεχνίας Série Noire στηρίχτηκε από τον κορυφαίο εκδοτικό οίκο της χώρας, τον Gallimard.
Δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο νουάρ Αθήνα από αυτήν που βρίσκουμε στο μυθιστόρημα Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν. Είναι ένα μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην «Απογευματινή» πριν βρει το δρόμο του ως αυτοτελής έκδοση στη σειρά της Ατλαντίδας. Ανήκει κι αυτό στη χρυσή δεκαετία του 1950, ακριβέστερα το 1956.
Είναι μεσάνυχτα όταν ένας νεαρός άντρας παίρνει τον «υπόγειο» από τον Πειραιά για να επιστρέψει στο σπίτι του στην Αθήνα, κάπου στην περιοχή της πλατείας Λαυρίου (αρχή της Γ’ Σεπτεμβρίου, δίπλα στην Ομόνοια). Πρόκειται για τον 28χρονο ταλαντούχο οπερατέρ Αγγελίδη, που έχει πάει στον Πειραιά για να δει μια αστυνομική ταινία στον κινηματογράφο Καπιτόλ, μια ιστορική αίθουσα που λειτουργούσε από τον Μεσοπόλεμο στο Πασαλιμάνι. Έχει αρχίσει να βρέχει και το τρένο κυλάει αργά προς την Αθήνα. Στο βαγόνι υπάρχουν ελάχιστοι, μισοκοιμισμένοι επιβάτες.
Ο Αγγελίδης, μισοκοιμισμένος κι αυτός, κοιτάει μηχανικά από το παράθυρο τις εικόνες της πόλης. Λίγο πριν από τον σταθμό του Θησείου, τα φώτα του τρένου φωτίζουν έναν κάθετο προς τις γραμμές δρόμο. Και μέσα στα ελάχιστα δευτερόλεπτα που κράτησε το φως βλέπει μια συγκλονιστική σκηνή: ένα αυτοκίνητο σταματάει, η πόρτα του ανοίγει και ένα γυναικείο σώμα κυλάει στον χωμάτινο δρόμο. Ο οδηγός φοράει σμόκιν.
Δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο νουάρ Αθήνα από αυτήν που βρίσκουμε στο μυθιστόρημα Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν. Είναι ένα μυθιστόρημα που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην «Απογευματινή» πριν βρει το δρόμο του ως αυτοτελής έκδοση στη σειρά της Ατλαντίδας. Ανήκει κι αυτό στη χρυσή δεκαετία του 1950, ακριβέστερα το 1956.
Έτσι αρχίζει το μυθιστόρημα, παρασύροντας τον αναγνώστη για περισσότερες από 400 σελίδες σε μια πλοκή με πολλές ανατροπές μέχρι την αποκάλυψη του ανθρώπου με το σμόκιν, που δεν ήταν τελικά ο δολοφόνος. Εκείνο που είναι όμως πιο συναρπαστικό στο μυθιστόρημα αυτό είναι πώς το τυχαίο μπορεί να αλλάξει τη ζωή ενός ανθρώπου, να τον κάνει εμμονικό και να τον μετατρέψει σε έναν ερασιτέχνη ντετέκτιβ, όπως γίνεται εδώ με τον Αγγελίδη.
Από το μυθιστόρημα δεν λείπει και ο αστυνόμος Μπέκας, που μάλιστα τολμάει υπέρβαση καθήκοντος, ρισκάροντας τη θέση του στο Σώμα επειδή τελικά εμπιστεύεται τον Αγγελίδη, τη μαρτυρία του, το πάθος του και τη διαίσθησή του. Ο Μπέκας είναι, όπως ξέρουμε, ο βασικός μυθιστορηματικός ήρωας του Μαρή, πολύ στέρεος, πολύ πειστικός. Ο άλλος σταθερός ήρωάς του είναι ο δημοσιογράφος Γιάννης Μακρής, αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Πρωινή», το alter ego του Γιάννη Μαρή.
Αξίζει να αναφέρουμε, για τη σημασία των συμπτώσεων ή καλύτερα των σατανικών συμπτώσεων, ότι λίγους μήνες μετά την έκδοση του μυθιστορήματος του Γιάννη Μαρή, η Άγκαθα Κρίστι κυκλοφόρησε το «4.50 from Paddington» (στα ελληνικά Το τρένο των 16.50, εκδόσεις Ψυχογιός), του οποίου η αστυνομική πλοκή στηρίζεται σε παρόμοιο γενονός.
Η ηρωίδα της Κρίστι στο μυθιστόρημα αυτό, η Έλσπεθ ΜακΓκίλικαντι, βλέπει από το τρένο, φευγαλέα, τον στραγγαλισμό μιας γυναίκας. Την υπόθεση αναλαμβάνει η Μις Μαρπλ, φίλη στο μυθιστόρημα της ηρωίδας.
Ο κόσμος στο μυθιστόρημα Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν είναι από τους πιο αγαπημένους του Μαρή. Είναι ο κόσμος του σινεμά και των μοντέλων. Και στους δύο ο Μαρής συναντά όμορφες κοπέλες, συνήθως λαϊκής καταγωγής, που είναι έτοιμες να δώσουν τα πάντα για λίγη διασημότητα, για καλή ζωή, για ρούχα, για κοσμήματα. Συναντά επίσης τους πλούσιους «διαφθορείς», τους «λεφτάδες», τους ανθρώπους με τα σμόκιν που μπορούν να φτάσουν ακόμα και στο έγκλημα προκειμένου να καλύψουν τις… δουλειές του. Είναι «λεφτάδες», αλλά τις περισσότερες φορές τα χρήματά τους έχουν ύποπτη προέλευση.
Είναι ένα κλισέ, ένα στερεότυπο στη λογοτεχνία του Μαρή, που δεν μας ενοχλεί όμως καθόλου. Παρουσιάζεται πάντα πειστικά, ακόμα κι αν στηρίζεται στην υπερβολή. Το θύμα είναι ένα μοντέλο, ένα μανεκέν. Δεν θα αποκαλύψουμε για ποιον λόγο το έβγαλαν από τη μέση. Το όνομά της ήταν Ζιζή Μενδρινού.
Είναι πολύ σημαντική η σημειολογία των ονομάτων στον Γιάννη Μαρή. Κάθε όνομα χαρακτηρίζει και μια ταυτότητα. Ας πούμε, το άλλο μοντέλο στο μυθιστόρημα αυτό ακούει στο όνομα Ηρώ Μαλίλο. Η σταρ του σινεμά, την οποία κινηματογραφεί ο Αγγελίδης στην εταιρεία όπου δουλεύει, ακούει στο όνομα Λόλα.
Όσο για την εταιρεία, πρόκειται για τριτοκλασάτη, όπου διάφοροι πλούσιοι χρηματοδοτούν ταινίες, αρκεί να παίζουν σ’ αυτές οι ερωμένες τους. Οι πλούσιοι στο Ο δολοφόνος φορούσε σμόκιν ακούνε στο όνομα Δετζώρτζης και Δέξιππος.
Ο οπερατέρ Αγγελίδης, ως ερασιτέχνης ντετέκτιβ, εμπλέκει στην εξιχνίαση του μυστηρίου την αγαπημένη του, φοιτήτρια της Ιατρικής Καίτη Καρέζη, που νοικιάζει κι αυτή ένα δωμάτιο στο ίδιο σπίτι με τον Αγγελίδη, στην πλατεία Λαυρίου.
Ο σκηνοθέτης και συγγραφέας Ανδρέας Αποστολίδης στην εισαγωγή που υπογράφει για την έκδοση αυτή της Άγρας μιλάει για τα ονόματα στον Μαρή. «Δανείζεται συχνά ονόματα ηθοποιών του κινηματογράφου», γράφει. «Όπως της πρωτόβγαλτης τότε Τζένης Καρέζη, του Φαίδωνα Γεωργίτση, που θα γίνει Φαίδων Καψής, της Μάρως Κοντού, που θα γίνει Κόντη. Είχαν προηγηθεί η Βαργή από τη Βεργή, και η Κορν από τον Χορν».
Πραγματική πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, το είπαμε κιόλας, είναι η Αθήνα. Οι συνοικίες της, η πλατεία Λαυρίου, τα Πατήσια, η Αλεξάνδρας αλλά και η οδός Δημοκρίτου, στο Κολωνάκι, όπου βρίσκεται το διαμέρισμα της Ηρώς Μαλίλο. Είναι επίσης η οδός Μητσαίων, στην Ακρόπολη, όπου βρίσκεται το σπίτι του αστυνόμου Μπέκα. Είναι ακόμα τα μέσα μεταφοράς, λεωφορεία, τρόλεϊ αλλά και το τραμ (μια λεπτομέρεια, που, αν δεν είχαμε άλλα στοιχεία, θα μας επέτρεπε τη χρονολόγηση του βιβλίου).
Είναι τα εστιατόρια και τα ζαχαροπλαστεία, ο Φλόκας, ο Ζωναράς, το εστιατόριο Πάνθεον, η ταβέρνα «Τα Καλάμια». Είναι οι πρωινές και οι απογευματινές εφημερίδες, με τις δεύτερες να έχουν πιο πρόσφατες ειδήσεις σε σχέση με τις πρώτες, λεπτομέρεια καθοριστική για την πλοκή. Είναι και οι Σπέτσες, όχι όμως ως νησί της χάι σοσάιετι, όπου φτάνει κανείς με το πλοίο «Καραϊσκάκης». Τέλος, είναι οι ερωτικές σκηνές ή καλύτερα ο ερωτισμός, που ποτέ δεν γίνεται πορνογραφικός.
Και μια εξομολόγηση: διαβάζοντας Μαρή δεν έχω αισθανθεί ποτέ προδομένος ως αναγνώστης.