Το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Αθηναίων έλαβε τη σχετική απόφαση για ονοματοθεσία τεσσάρων «ανώνυμων» πλατειών της ευρύτερης περιοχής σε Νίκου Γκάτσου, Σμυρναϊκού, Αντώνη Σαμαράκη και Γιάννη Μαρή, αντίστοιχα, στις 10 Ιανουαρίου 2019[1], έπειτα από πρόταση-αίτηση που είχε υποβάλει τον Μάιο του 2016 ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κυψέλης (τον Ιούλιο του 2018 είχε εγκριθεί και η ονοματοθεσία μικρής πλατείας στην οδό Κυψέλης σε Αιμίλιου Βεάκη).[2]
Την πορεία προς την υλοποίηση της πρότασης περιγράφει διεξοδικά ο κάτοικος Κυψέλης, πολιτικός μηχανικός και μέλος του συλλόγου, Λέανδρος Σλάβης: «Ήταν μέσα του 2014, όταν ρίχτηκε η ιδέα οι χώροι και, συγκεκριμένα, κάποιες πλατείες της Κυψέλης, να γίνουν “τόποι”. Τόποι με όνομα για να αποκτήσουν ταυτότητα. Το αρχικό βάρος το ανέλαβε ο τότε Αντιπρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Κυψέλης, Λέανδρος Σλάβης, ο οποίος παρουσίασε, από τον Σεπτέμβριο του 2014 ως τον Ιούνιο του 2015, οκτώ τεκμηριωμένες προτάσεις ονοματοδοσίας ανώνυμων πλατειών της ευρύτερης περιοχής. […] Στη συνέχεια, το θέμα είχε ωριμάσει και ξεκίνησε η προσπάθεια υλοποίησής του μέσα από τις αναγκαίες τυπικές διαδικασίες. Δεν ήταν απλή. Στις 31 Μαΐου 2016, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Κυψέλης υπέβαλε οκτώ αιτήματα ονοματοδοσίας, αλλά οι “καραμπόλες” είχαν αρχίσει νωρίτερα. Οι προτάσεις αλλού προσέκρουσαν σε αιτήματα άλλου σωματείου, αλλού στο ότι αυτό που ο κοινός νους το θεωρούσε πλατεία οι υπηρεσίες του Δήμου το έκριναν μέρος δρόμου και αλλού στο ότι κάποιες ανώνυμες για το ευρύ κοινό πλατείες ήταν ήδη επώνυμες, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουν το όνομά τους ούτε καν οι περίοικοι! Τελικά πέντε από τις προτάσεις, αφού πέρασαν από τα σαράντα κύματα της γραφειοκρατίας, βρήκαν αντίκρισμα. […] Απέμειναν, ωστόσο, οι ενέργειες, κυρίως από την πλευρά του Δήμου Αθηναίων, να μαθευτούν οι ονομασίες τόσο από τους περίοικους (σε πρώτη φάση), όσο και από τους υπόλοιπους Αθηναίους για να καρποφορήσει και ουσιαστικά αυτή η προσπάθεια».[3]
Στην οδό Κύθνου 1
Η επιλογή της συγκεκριμένης έκτασης (γνωστότερης ως «Φυτευτή») προκειμένου να δοθεί το όνομα του πατριάρχη της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας δεν έγινε τυχαία: απέχει μόλις τρία οικοδομικά τετράγωνα από την πολυκατοικία επί της οδού Κύθνου 1 και Πατησίων στην πλατεία Κολιάτσου, όπου ο Γιάννης Μαρής (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου) έζησε από το 1962 έως τον θάνατό του το 1979. Στο στοιχείο αυτό θα πρέπει να αθροιστεί και το γεγονός ότι ο Μαρής είχε περιλάβει πολλά σημεία της περιοχής (δρόμους, κτήρια, ζαχαροπλαστεία, μπαρ, κινηματογράφους κ.ά.) στη σκηνογραφία των μυθιστορημάτων και των διηγημάτων του.[4]
Όπως εξηγεί ο συγγραφέας και μελετητής της αστυνομικής λογοτεχνίας Φίλιππος Φιλίππου, «ο Γιάννης και η Αθηνά Τσιριμώκου μετά τον γάμο τους έμειναν μαζί με τη γιαγιά Ελένη Ζαφειρίου, το γένος Στρατηγίου, στο σπίτι της οδού Πατησίων 262, στην πλατεία Κολιάτσου. Τον Νοέμβριο του 1952 γεννήθηκε εκεί ο γιος τους Άγγελος, ο οποίος έβγαλε τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού στο Κολλέγιο Αθηνών. Το σπίτι δόθηκε αντιπαροχή το 1960 και η οικογένεια μετακόμισε στην οδό Κνωσού 21. Στο νεόδμητο διαμέρισμα της οδού Κύθνου 1 (η είσοδος επί της Πατησίων καταργήθηκε), εγκαταστάθηκαν τον Απρίλιο του 1962».[5]
Η οικογένεια Τσριμώκου (Μαρή) κατοικούσε σε ένα ευρύχωρο διαμέρισμα του 5ου ορόφου, όπου ο Μαρής παρήγαγε σημαντικό μέρος του συγγραφικού αλλά και δημοσιογραφικού του έργου. Ο (γεννημένος το 1952) γιος του Άγγελος Τσιριμώκος θα θυμηθεί αργότερα ότι: «τότε δεν καταλάβαινα τι δουλειά έκανε στην εφημερίδα, διότι έκανε πολλές δουλειές και δεν ήταν όλα τα κείμενά του ενυπόγραφα. Όταν ήμουν πολύ μικρός έκανε και τυπογραφείο, επιμέλεια δηλαδή, και γύριζε στη μία και στις δύο το πρωί. Μεγάλωσα με το “Σςςς, ο μπαμπάς γύρισε πολύ αργά και κοιμάται”. Ο ύπνος του πατέρα μου ήταν ιερός και προσέχαμε όλοι να μην τον ταράξουμε». Σύμφωνα με την αφήγηση του Άγγελου Τσιριμώκου, ο Μαρής, μόλις ξυπνούσε, έγραφε πυρετωδώς, συντροφιά με ένα πακέτο τσιγάρων «Άσσος» και ένα τσάι – «καφέδες έπινε πολλούς στην εφημερίδα». Έγραφε πάντοτε στοχέρι με μπλε στιλό Βic και δεν χρησιμοποιούσε ποτέ γραφομηχανή. «Όταν έγραφε όμως σενάριο για ταινία, προσλάμβανε μια εκπαιδευμένη δακτυλογράφο και της υπαγόρευε το κείμενο, επειδή έπρεπε να είναι γραμμένο βάσει συγκεκριμένων τεχνικών προδιαγραφών» διευκρίνισε.[6]
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Βατόπουλος χαρακτηρίζει τον Μαρή «χρήστη της πόλης», σημειώνοντας: «Πηγαίνει θέατρο και σινεμά, πιθανότατα με μεγάλη συχνότητα. Το σπίτι του, Κύθνου και Πατησίων, στην πλατεία Κολιάτσου, ήταν κοντά σε πολλές αίθουσες της εποχής. Στην οδό Κύθνου υπήρχε ο θερινός κινηματογράφος “Άλφα”, στην Πατησίων το “Σελέκτ” και στη Δροσοπούλου το “Αμαλία”. Όλα σε απόσταση περιπάτου από το σπίτι του»[7].
Ο Αθηναιογράφος Γ. Μαρής
Λίγο πριν από τον θάνατό του από καρκίνο του εγκεφάλου, σε ηλικία μόλις 63 ετών και ενώ ήταν ήδη άρρωστος, τον επισκέφθηκε κάποιες φορές στο σπίτι του ο δημοσιογράφος και στενός συνεργάτης και φίλος του, Γιώργος Λεονταρίτης. Να πώς περιγράφει ο ίδιος τις συναντήσεις αυτές: «[…] Πήγα στο σπίτι του Μαρή. Η σύζυγός του, η Αθηνά, ο γιος τους ο Άγγελος και ο Ντίνος Ζαφειρίου (σ.σ. στενός συγγενής του Μαρή) με υποδέχτηκαν χαρούμενα. Κατάλαβα αμέσως ότι προσπαθούσαν να δημιουργήσουν μιαν ευχάριστη ατμόσφαιρα. Η Αθηνά φώναξε: “Γιάννη, ήρθε ο Γιώργος”. Προχώρησα μουδιασμένος στο σαλόνι. Ο άνθρωπος που καθόταν στην πολυθρόνα, τυλιγμένος στη ρόμπα του, δεν θύμιζε σε τίποτα τον παλιό Μαρή. Τρόμαξα να τον αναγνωρίσω. […] Επιστράτευσα όλη τη δύναμη των νεύρων μου, για να μην φανεί η ταραχή και η έκπληξή μου. Τον ασπάστηκα, του μίλησα κεφάτα, και για να του δώσω θάρρος άρχισα να του λέω για τα βιβλία που θα μπορούσε να γράψει τώρα, που θα έμενε στο σπίτι. Φυσικά, δεν πίστευα τίποτα απ’ όσα έλεγα, και λίγο αργότερα διαπίστωσα ότι κι εκείνος δεν έτρεφε αυταπάτες. […] Τον ξαναείδα δύο φορές. Ξαφνικά η κατάστασή του επιδεινώθηκε. Τον μετέφεραν στην κλινική, αλλά δεν είχε πια επαφή με το περιβάλλον. […] Το πρωί της Τρίτης 13 Νοεμβρίου 1979 ήρθε η τραγική είδηση: Πέθανε ο Μαρής!»[8]
Η ονοματοθεσία, λοιπόν, του συγκεκριμένου χώρου σε πλατεία Γιάννη Μαρή αποτελεί ελάχιστη, αλλά πάντως οφειλόμενη τιμή σε έναν, εκτός των άλλων, «από τους σημαντικότερους Αθηναιογράφους του εικοστού αιώνα».
Τριάντα έξι χρόνια μετά, στις 26 Ιανουαρίου 2015, στο διαμέρισμα του 5ου ορόφου της πολυκατοικίας στην οδό Κύθνου 1 βρέθηκε και ο Φιλίππου. «Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα. Ο γιος του Γιάννη Μαρή, συνταξιούχος πλέον, με ξενάγησε με προθυμία στον χώρο, όπου ο πατέρας του έζησε και δημιούργησε» θα γράψει αργότερα. «Στο σαλόνι με το τζάκι και στο γραφείο του συγγραφέα υπήρχαν βιβλιοθήκες και ράφια με βιβλία κάθε λογής, κυρίως λογοτεχνικά, ιστορικά, αρχαιολογικά και τέχνης: ελληνικά, αγγλικά, γαλλικά. Μερικά δερματόδετα βιβλία είχαν χαραγμένα στη ράχη τα αρχικά του κατόχου τους: Ι.Τ. Δίπλα τους ήταν τοποθετημένα (δεμένα) δακτυλόγραφα μεταφράσεων βιβλίων του στην αγγλική και στη γαλλική γλώσσα (το ένα από τη Ζωρζ Σαρή), που δεν εκδόθηκαν ποτέ. Στους τοίχους κρέμονταν πίνακες ζωγραφικής των Αλέκου Κοντόπουλου (σ.σ. ο Κοντόπουλος είχε φιλοτεχνήσει και πολλά από τα εξώφυλλα των βιβλίων του Μαρή για τη λευκή σειρά των εκδόσεων Ατλαντίς τη δεκαετία του 1970), Σπύρου Βασιλείου, Μίνου Αργυράκη. Η ξενάγηση συνεχίστηκε στην ταράτσα της πολυκατοικίας, απ’ όπου φαίνονται τα βουνά της Αττικής, ένα κομμάτι της θάλασσας του Σαρωνικού και η Ακρόπολη. Η θέα της Αθήνας από εκείνο το σημείο, κάποτε, πριν από την τοποθέτηση κεραιών τηλεοράσεων και ηλιόθερμων, πρέπει να είχε κάτι το μαγευτικό και τα χρώματα του ουρανού που εναλλάσσονταν από το παιγνίδι του ήλιου με τα σύννεφα πιθανότατα θα αποτελούσαν πηγή λογοτεχνικής έμπνευσης».[9]
Εκτός από σπουδαίος συγγραφέας και ουσιαστικός εισηγητής της αστυνομικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα, ο Μαρής διέσωσε και «μια σταθερή θερμοκρασία απέναντι στην πόλη. Και η θερμοκρασία αυτή είναι υψηλή»[10]. Η ονοματοθεσία, λοιπόν, του συγκεκριμένου χώρου σε πλατεία Γιάννη Μαρή αποτελεί ελάχιστη, αλλά πάντως οφειλόμενη τιμή σε έναν, εκτός των άλλων, «από τους σημαντικότερους Αθηναιογράφους του εικοστού αιώνα»[11].
Και όπως έγραφε ο ίδιος για την Αθήνα: «Όλη η πόλη στρωμένη σαν χαλί, η Ακρόπολη ένα παιχνιδάκι από λευκορόδινο μάρμαρο, και στο βάθος η θάλασσα του Σαρωνικού, χρυσογάλανη μέσα στο μεσημεριανό φως».[12]