Το σχετικό προβάδισμά της στην αντιμετώπιση του κορονοïού δεν απειλείται μόνον από τα περιορισμένης αποτελεσματικότητας εμβόλιά της. Το Πεκίνο θορυβούν ιδιαίτερα οι ολοένα αυξανόμενες αμφιβολίες όσον αφορά το θαύμα της οικονομικής ανάκαμψης της χώρας μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας
Αποτελεί γεγονός πως στην πρώτη φάση του νέου Ψυχρού Πολέμου που ξέσπασε ανάμεσα στην Κίνα και τη Δύση εξαιτίας της εμφάνισης και της επέλασης του κορονοïού ανά την υφήλιο, νικητής αναδείχθηκε ο Κόκκινος Δράκος.
Αρχικά επέβαλε δρακόντεια λοκντάουν, βάζοντας χειροπέδες σε όλους όσοι δεν συμμορφώνονταν με τις όποιες διαταγές των αρμόδιων αρχών και κλείνοντας εκατομμύρια ανθρώπους στα σπίτια τους. Στη συνέχεια, έχοντας σχεδόν εξαλείψει τον κορονοïό από την επικράτειά της, η χώρα άναψε τις βιομηχανικές μηχανές της, ούτως ώστε να ανταποκριθεί στην τεράστια παγκόσμια ζήτηση για τα κινεζικά προϊόντα.
Στη συνέχεια η Δύση και ειδικά οι ΗΠΑ δέχτηκαν ένα ισχυρό πλήγμα, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας απέκλεισε το ενδεχόμενο ο φονικός κορονοïός να διέρρευσε από εργαστήριο της Γουχάν. Επρόκειτο για μία ψυχολογική νίκη για τους Κινέζους και καθώς το Πεκίνο άρχισε να θριαμβολογεί για την αποτελεσματικότητα του «κινεζικού μοντέλου», η ερμητικά κλειδωμένη Δύση, μετρώντας κρούσματα και νεκρούς, περιορίστηκε στο να επαναλαμβάνει τις αιτιάσεις της περί περιορισμού των ελευθεριών των πολιτών και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Τώρα, όμως, η κακή εμβολιαστική στρατηγική των Κινέζων και η επίπλαστη, όπως φαίνεται, ανάκαμψη της κινεζικής οικονομίας, ανησυχούν ιδιαίτερα την κομμουνιστική ηγεσία της χώρας.
Η Δύση αντεπιτίθεται…
Οι αρχικές επιτυχίες του Πεκίνου βύθισαν τη Δύση σε μία υπαρξιακή κρίση για τουλάχιστον έναν χρόνο, τώρα, όμως, «ο καπιταλιστικός κόσμος κερδίζει», υποστηρίζει η Σέρελ Τζέικομπς, αρθρογράφος της Telegraph. Στο κείμενό της διερωτάται καταρχάς κατά πόσο «η ωμή ισχύς ενός αυταρχικού, συγκεντρωτικού κράτους μπορεί να ανταγωνιστεί την καινοτόμο ευκινησία μιας ελεύθερης καπιταλιστικής κοινωνίας».
Κάνοντας λόγο για μία «εντυπωσιακή παραδοχή αδυναμίας», η βρετανίδα δημοσιογράφος αναφέρει πως ο επικεφαλής της ειδικής ομάδας που συστάθηκε στην Κίνα για την αντιμετώπιση της πανδημίας επιβεβαίωσε πως η αποτελεσματικότητα των κινεζικών εμβολίων κατά του κορονοïού είναι χαμηλή. Σύμφωνα με κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν στο εξωτερικό ενδέχεται να φτάνει το πολύ έως το 50%, οπότε οι κινεζικές υγειονομικές αρχές, εξετάζουν τώρα το ενδεχόμενο να αναμείξουν τα εμβόλιά τους, μήπως και αυξηθεί η αποτελεσματικότητά τους.
«Αυτό αποτελεί καταστροφή για την Κίνα», υπογραμμίζει η Τζέικομπς, εξηγώντας πως, δεδομένης της ανεπάρκειας των κινεζικών εμβολίων, η κινεζική ηγεσία μπορεί να διατηρεί υπό έλεγχο τον κορονοïό, μόνον απαγορεύοντας την είσοδο στη χώρα σε όλους σχεδόν τους αλλοδαπούς και περιορίζοντας τα ταξίδια εσωτερικού.
Η ανοσία είναι μακριά
Μέσα σε λίγους μήνες το Πεκίνο ενδέχεται να υπολείπεται σημαντικά των ανταγωνιστών του στη διεθνή σκηνή, καθώς οι χώρες της Δύσης προσεγγίζουν (με διαφορετική ταχύτητα) την πολυπόθητη ανοσία της αγέλης και προετοιμάζονται να ανεβάσουν ρολά.
Οσον αφορά το συγκεκριμένο, εξαιρετικής σημασίας, ζήτημα, ενδεικτικές της διάχυτης ανησυχίας που επικρατεί στην Κίνα είναι οι απάντεχα ειλικρινείς (για τα κινεζικά δεδομένα) προειδοποιήσεις κορυφαίων επιδημιολόγων, οι οποίοι, μιλώντας στα ερτζιανά, επισήμαναν πως με τους τρέχοντες ρυθμούς εμβολιασμού, η ανοσία της αγέλης στη χώρα του ενός δισεκατομμυρίου και 398 εκατομμυρίων κατοίκων, δύσκολα θα επιτευχθεί έως το τέλος του έτους, πόσο μάλλον έως το τέλος του καλοκαιριού.
Ακόμα και οι κινεζικές εφημερίδες, οι οποίες συνήθως καταγγέλλουν τις «κακόβουλες επιδιώξεις» των αντικινεζικών δυνάμεων, πλέον εστιάζουν την προσοχή τους και αναλύουν, έντρομες, την πρόοδο που σημειώνεται στο Ισραήλ, στη Βρετανία αλλά και στις ΗΠΑ.
Ομως το σχετικό προβάδισμα της Κίνας στην αντιμετώπιση του κορονοïού δεν απειλείται μόνον από τα περιορισμένης αποτελεσματικότητας εμβόλιά της και την αργή πορεία των εμβολιασμών. Το Πεκίνο θορυβούν ιδιαίτερα οι ολοένα αυξανόμενες αμφιβολίες όσον αφορά το θαύμα της οικονομικής ανάκαμψης της Κίνας μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας.
Η έκθεση του ΔΝΤ
Πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου προκάλεσε έντονες αντιδράσεις καθώς προβλέπει πως, ενώ οι περισσότερες οικονομίες της Δύσης δεν θα πληγούν ανεπανόρθωτα από την πανδημία (και το ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2024 θα είναι υψηλότερο από όσο αναμενόταν πριν από την επέλαση του κορονοïού) η οικονομία της Κίνας θα καταλήξει να συρρικνωθεί κατά 1,59% σε σχέση με τις εκτιμήσεις πριν από την πανδημία.
Σύμφωνα με την Τζέικομπς όλα αυτά αναδεικνύουν τα μειονεκτήματα ενός κινεζικού μοντέλου που δίνει προτεραιότητα στη φιλοδοξία εις βάρος της επινοητικότητας και στην κλίμακα εις βάρος της ποιότητας. «Ο πρωτοπόρος κινεζικός πολιτισμός που μας έδωσε τον τροχό και την πυξίδα “ανανεώθηκε”, επιλέγοντας να καταστεί μία υπερδύναμη πειρατείας που δεν μπορεί να καινοτομήσει. Αποδεικνύεται πως αυτό αποτελεί χάντικαπ σε μία πανδημία. Η βιοφαρμακευτική βιομηχανία της Κίνας δεν αναπτύχθηκε γιατί δεν είναι δυνατή η πρόοδος σε προηγμένες επιστήμες μέσω της αντιγραφής των αντιπάλων», εξηγεί η δημοσιογράφος, επισημαίνοντας ουσιαστικά πως οι Κινέζοι είναι πολύ καλοί στο να αντιγράφουν έξυπνα κινητά και φωτοβολταϊκά πλαίσια αλλά όχι εμβόλια.
Η μάχη των εμβολίων
Το Πεκίνο αναγκάστηκε να βασιστεί σε παρωχημένες τεχνολογίες, με αποτέλεσμα να παρασκευαστούν εμβόλια τα οποία είναι λιγότερο αποτελεσματικά σε σχέση με τα εμβόλια της Δύσης αλλά και πιο ακριβά, με την τιμή κόστους του κινεζικού Sinovac να είναι 30 δολάρια ανά δόση ενώ της AstraZeneca μόλις τρία.
Οι κινεζικές φαρμακευτικές έσπευσαν να αναπτύξουν εμβόλια για την κινεζική ηγεσία. Δεδομένου ότι από την Κίνα άρχισε η εξάπλωση του κορονοïού ανά τον κόσμο, το Πεκίνο ήλπιζε πως θα κατάφερνε να αποκαταστήσει την υπόληψή του μέσω της διπλωματίας των εμβολίων. Σήμερα, ωστόσο, βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο.
Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι στη Δύση είναι όλα ρόδινα. Τα προβλήματα που προέκυψαν με το σκεύασμα της AstraZeneca, αρχικά, και της Johnson & Johnson, στη συνέχεια, επιβεβαιώνουν πως η παρασκευή και η διάθεση ενός ιδιαίτερα αποτελεσματικού και σχετικά φτηνού εμβολίου σίγουρα δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Η πρόσφατη αντιπαράθεση της βρετανοσουηδικής φαρμακευτικής εταιρείας με τις αμερικανικές αρχές αποδεικνύει επίσης πως οι αποκαλούμενες Big Pharma της Δύσης είναι κάθε άλλο παρά απρόσβλητες από θεμιτές επικρίσεις όσον αφορά τη διαφάνεια των στοιχείων που σχετίζονται με τις κλινικές μελέτες και την παραγωγή των εμβολίων.
Ομως η Τζέικομπς θεωρεί πως υπάρχει μία σημαντική διαφορά μεταξύ των φαρμακευτικών εταιρειών της Δύσης που «χρησιμοποίησαν εγωιστικά την Covid-19 ως μία ευκαιρία αυτοανάδειξής τους» και των κρατικών κινεζικών φαρμακοβιομηχανιών που έδρασαν με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Καθώς διακυβευόταν η φήμη τους, οι εταιρείες της Δύσης επεδίωξαν και κατάφεραν να αναπτύξουν αποτελεσματικά εμβόλια όχι «όσο γρήγορα χρειαζόταν», όπως συνέβη στην Κίνα, αλλά «όσο γρήγορα ήταν δυνατό».
Δυσβάσταχτο χρέος
Σχετικά με την πορεία της κινεζικής οικονομίας στη μετά-Covid εποχή, η Τζέικομπς αναφέρει στο κείμενό της πως το δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος της Κίνας (το οποίο αυξήθηκε λόγω των δημοσίων δαπανών για την ανάκαμψη από την πανδημία) ενδέχεται να μην είναι βιώσιμο, τουλάχιστον στον βαθμό που υποστηρίζουν αρκετοί οικονομολόγοι.
Την ίδια ώρα η στρατηγική του Πεκίνου για την «προώθηση της μαζικής επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας» ουσιαστικά πλήττει (λόγω των κρατικών επιχορηγήσεων) τον ανταγωνισμό ενώ το «νέο αναπτυξιακό μοντέλο» με στόχο την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης είναι καταδικασμένο να αποτύχει, καθώς η αγοραστική ισχύς των κινέζων πολιτών εξακολουθεί να είναι περιορισμένη. Επιπρόσθετα, αφότου μετέφερε εκατοντάδες εκατομμύρια αγρότες από τα χωράφια στα εργοστάσια, η Κίνα ξέμεινε από φθηνό εργατικό δυναμικό ενώ ο πληθυσμός της άρχισε να γερνάει γρήγορα.
Αντιθέτως στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη εκτιμάται πως η ανάκαμψη των επιχειρήσεων θα είναι αναπάντεχα εντυπωσιακή. «Ενα πιο ανταγωνιστικό καπιταλιστικό περιβάλλον τις ανάγκασε να προσαρμοστούν στον νέο μετά-Covid κόσμο, μειώνοντας τα κόστη και αλλάζοντας τα επιχειρηματικά τους μοντέλα σύμφωνα με τις απαιτήσεις».
Αυτό σημαίνει πως για να ξεπεράσει η κινεζική οικονομία τα μακροχρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζει πρέπει καταρχάς να φιλελευθεροποιηθεί περαιτέρω. Ομως ο Σι Τζινπίνγκ επιμένει να οικοδομεί ένα εσωστρεφές απολυταρχικό υπερκράτος. «Υπάρχουν πολλά που μπορούμε να διδαχτούμε από τις αξίες της Κίνας, από την ορμή και την ενεργητικότητά της και την έμφυτη τάση της να επενδύει στο μέλλον και όχι μόνο στο παρόν. Αλλά εάν δεν διδαχτεί, με τη σειρά της, από τη Δύση, ότι η ελευθερία είναι ζωτικής σημασίας για την πρόοδο, τότε ενδέχεται να αποδειχθεί πως η αναζωογονημένη Κίνα είναι μία θνησιγενής υπερδύναμη», καταλήγει η Τζέικομπς. Πηγή: Protagon.gr