«Εμένα μου έκανε καλό ο εγκλεισμός γιατί με υποχρέωσε να τελειώσω το βιβλίο. Όμως θυμώνω πάρα πολύ με όσα συμβαίνουν όλη αυτή την περίοδο»
Ο πατέρας της τη μύησε στην Αριστερά και της έμαθε ότι «το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο είναι τα βιβλία και η μόρφωση». Η μητέρα της την εισήγαγε στον γοητευτικό κόσμο των αστυνομικών αναγνωσμάτων. Αυτά τα εφόδια συνέθεσαν ένα δυναμικό κοκτέιλ στην περίπτωσή της. Κι αν με το πρώτο της βιβλίο «Για μια χούφτα βινύλια» ξετρέλανε τους αναγνώστες του είδους δείχνοντας πως το πάθος για ένα δισκάκι μπορεί να οδηγήσει στον φόνο, στο τέταρτο πλέον αστυνομικό μυθιστόρημά της «Ένοχος μέχρι αποδείξεως του εναντίου» (εκδ. Μεταίχμιο) ανασκάπτει την κοινωνική πραγματικότητα και μπαίνει στα βαθιά νερά του σεξουαλικού τράφικινγκ, των επίορκων αστυνομικών και της διαπλοκής μέσα στην αστυνομία.
Η συγγραφέας και μεταφράστρια Χίλντα Παπαδημητρίου, με αφορμή το φρεσκοτυπωμένο βιβλίο της, ανοίγει τη συγγραφική της κουζίνα, βάζει στο πικάπ τους αγαπημένους της Tinderstics και μας ξεναγεί στον κόσμο της. Τον κόσμο της αστυνομικής λογοτεχνίας και της μουσικής. Μιλάει για την ηθική του ήρωά της, πρώην αστυνόμου Χάρη Νικολόπουλου, για τις μνήμες της από την εποχή που αγόραζε στο περίπτερο την ΑΥΓΗ τυλιγμένη μέσα στα Νέα, αλλά και για την εποχή του #metoo και της πανδημίας, που «η σεξουαλική εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις» και «ο πολιτισμός έχει αφεθεί στην τύχη του».
Το νέο σου βιβλίο έρχεται στην εποχή του #metoo να ξαναφέρει στο προσκήνιο το σεξουαλικό τράφικινγκ, μια από τις πιο σκληρές μορφές βίας. Τι σε έκανε να ασχοληθείς μ' αυτό το θέμα;
Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο το 2017 με αφορμή τους ξενώνες των κακοποιημένων γυναικών, επειδή είχα ένα περιστατικό κακοποιημένης γυναίκας στο περιβάλλον μου. Άρχισα να ψάχνω στοιχεία για το σεξουαλικό τράφικινγκ (trafficking), να διαβάζω, να ψάχνω μελέτες και να βλέπω ντοκιμαντέρ, γενικά να ερευνώ το θέμα... Όλη αυτή η έρευνα μου έδωσε την ευκαιρία να βάλω σ’ ένα νέο βιβλίο πλέον την πορεία της ζωής του ήρωά μου, ο οποίος στο προηγούμενο μυθιστόρημά μου έχει απογοητευτεί ήδη από τον δικό του ρόλο μέσα στην αστυνομία αλλά και από τη λειτουργία της ίδιας της αστυνομίας, καθώς διαπιστώνει σταδιακά την εμπλοκή επίορκων αστυνομικών αλλά και την ανάμειξη διαφόρων συμφερόντων στο αστυνομικό Σώμα.
Γι’ αυτό έγραψες το βιβλίο;
Θέλοντας να βγάλω τον Χάρη από τη διετή απομόνωση στη Ναύπακτο, βρέθηκα στο 2012, μια χρονιά έντονης κρίσης και αποσάθρωσης του κοινωνικού ιστού. Από τα αμέτρητα προβλήματα που αντιμετώπιζε η ελληνική κοινωνία, διάλεξα το σεξουαλικό τράφικινγκ επειδή είναι ένα θέμα που επισκιάζεται από άλλα, πιο «σοβαρά», και δεν αντιμετωπίζεται ποτέ. Απόδειξη το ότι σήμερα εξακολουθεί να παραμένει άλυτο, αφού η μετακίνηση πληθυσμών λόγω τοπικών συρράξεων και οικολογικών καταστροφών διαρκώς εντείνεται, προσφέροντας όλο και φτηνότερο «εμπόρευμα». Παρά την ευαισθητοποίηση του ελληνικού #metoo, η σεξουαλική εκμετάλλευση των γυναικών (και των παιδιών) έχει πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.
Ο ήρωάς σου Χάρης Νικολόπουλος ήδη από τα προηγούμενα βιβλία σου φαίνεται ότι δεν είναι ο αστυνομικός της διπλανής πόρτας. Στον "Ένοχο...", δεν είναι καν αστυνομικός. Με τι υλικά έφτιαξες αυτόν τον χαρακτήρα;
Όταν διαπιστώνει ότι δεν μπορεί να είναι πια αστυνομικός, προσπαθεί να σκεφτεί τι άλλο θα κάνει στη ζωή του. Έχοντας εγκαταλείψει το Σώμα και απομονωθεί στη Ναύπακτο, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα κομβικό για τη ζωή του γεγονός. Την ασθένεια της μητέρας του, αυτής της καταπιεστικής και δυναμικής γυναίκας, με αλτσχάιμερ. Νομίζω ότι για κάθε άνθρωπο μια τέτοια οριακή στιγμή είναι καθοριστική για να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Έτσι κι ο Χάρης επιστρέφει στην Αθήνα αποφασισμένος να κάνει μόνο ό,τι τον ικανοποιεί σαν άνθρωπο. Οι αξιακοί κώδικες και η ηθική του δεν του επιτρέπουν να επιστρέψει στο αστυνομικό Σώμα. Ο Χάρης, κακά τα ψέματα, φέρει πολλά από τα δικά μου χαρακτηριστικά. Δεν αντέχει το ψέμα, πιστεύει πολύ στη δικαιοσύνη και στην αλληλεγγύη, δεν είναι πλασμένος για να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις με βία, πιστεύει δηλαδή στην πρόληψη και ένα τέτοιου είδους αστυνομικό Σώμα θα ήθελε να υπηρετεί. Ο ήρωάς μου δεν μπορεί να είναι αστυνόμος σε μια αστυνομία χωρίς αρετή. Προφανώς έχει μια ουτοπική εικόνα για την αστυνομία, που δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο.
Τον επηρέασαν άραγε τα αστυνομικά μυθιστορήματα που διαβάζει μανιωδώς;
Και εκείνον επηρέασαν και εμένα. Είμαι λάτρης του κλασικού noir. Ο Χάρης δεν μπορούσε να ξεφύγει απ' αυτή τη λατρεία. Όλοι ζούμε με τις αυταπάτες και τα όνειρά μας, μέχρι που έρχεται η ζωή και μας προσγειώνει.
Εσύ πώς προσγειώθηκες στην αστυνομική λογοτεχνία;
Η μαμά μου διάβαζε μανιωδώς αστυνομικά και μάλιστα pulp fiction περιοδικά όπως η "Μάσκα" και το "Μυστήριο", Αγκάθα Κρίστι, όποιο αστυνομικό έπεφτε στα χέρια της, ό,τι έβρισκε στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Η μαμά με εισήγαγε σ' αυτό τον γοητευτικό κόσμο. Θυμάμαι ότι μου διάβαζε περιπετειώδη αναγνώσματα που λάτρευα από μικρή: τον Ιούλιο Βερν, τις περιπέτειες του Ταρζάν, τους “Τρεις Σωματοφύλακες”, τον “Αιχμάλωτο της Ζέντα”, βιβλία που έβλεπα και στο σινεμά. Ευτυχώς ο πατέρας μου λάτρευε το σινεμά, περνάγαμε απίθανα στη σκοτεινή αίθουσα. Επιπλέον, στο σπίτι ακούγαμε φανατικά τις ραδιοφωνικές ιστορίες του Μαρή και του Φώσκολου. Όπως καταλαβαίνετε, όλο το περιβάλλον με οδηγούσε με ένα τρόπο στα βιβλία.
Η οικογενειακή βιβλιοθήκη επομένως δεν ήταν γεμάτη μπιμπελό και σεμεδάκια.
Κάθε άλλο, είχε Τσίρκα, τη "Μάνα" του Γκόρκυ και τη "Μάνα" της Περλ Μπακ, φυσικά τα “Άπαντα” του Λουντέμη, τη "Γαλήνη" του Βενέζη. Είχα την τύχη να έχω έναν πατέρα που, παρότι δεν μπόρεσε να σπουδάσει, θεωρούσε ότι το σημαντικότερο πράγμα στον κόσμο είναι τα βιβλία και η μόρφωση. ΕΔΑϊτης πριν τη δικτατορία, είχε περάσει από τη Μακρόνησο, συμμετείχε στο πρώτο αντάρτικο, ήταν ένας υπέροχος αριστερός. Κάπου κάπου ήταν σκληρός, γιατί ήταν πολύ σκληρή η εποχή. Θυμάμαι ότι με έστελνε στο περίπτερο να αγοράσω την ΑΥΓΗ τυλιγμένη μέσα στα Νέα. Δεν θυμάμαι να μιλάει ποτέ για πολιτικά στο σπίτι, από τον φόβο μην μας ξεφύγει κάτι, σε μένα και την αδελφή μου, και φτάσει σε αυτιά που δεν έπρεπε να ακούσουν. Ο πατέρας μου είχε την εγγραμματοσύνη που έφεραν τότε όλες αυτές οι γενιές των αριστερών. Σ' αυτή την Αριστερά με μύησε ο πατέρας μου, σ' αυτήν πιστεύω κι εγώ.
Ο πατέρας σου διάβαζε αστυνομική λογοτεχνία;
Καθόλου, γιατί τα αστυνομικά τα θεωρούσε αμερικάνικα. Από την άλλη, ως συνεπής αριστερός, τα θεωρούσε υποκουλτούρα. Θύμωνε όταν με έβλεπε να διαβάζω αστυνομικά, σκουπίδια τα ανέβαζε, υποκουλτούρα τα κατέβαζε.
Και πώς βρέθηκες στα σκοτεινά μονοπάτια των αστυνομικών μυθιστορημάτων;
Φοιτήτρια πια στη Νομική, σε μια σχολή που δεν μου άρεσε αλλά ήταν το όνειρο του πατέρα μου, βαριόμουνα αφόρητα και περνούσα τον χρόνο μου στην Ταινιοθήκη, στην Κανάρη, που τότε έκανε αφιερώματα στο Άστυ. Μέσα απ' αυτά τα αφιερώματα στο noir, στα οποία μας μυούσαν οι εισηγήσεις του Χρήστου Βακαλόπουλου, ανακάλυψα και το ιδεολογικό κομμάτι του noir που με συγκίνησε. Όταν δε έμαθα ότι ο Γκράμσι, ο Μπρεχτ και ο Μπόρχες ήταν θαυμαστές του είδους, αποενοχοποιήθηκα πλήρως. Τη δεκαετία του '80 άρχισαν να κυκλοφορούν και στην Ελλάδα τα κλασικά δείγματα του είδους, καλομεταφρασμένα και σχολιασμένα, οπότε είχαμε πλέον πρόσβαση στον κόσμο του αστυνομικού - που στο εξωτερικό αντιμετωπιζόταν ως καθαρή λογοτεχνία.
Τότε σου περνούσε από το μυαλό ότι θα γίνεις συγγραφέας;
Όχι, ποτέ δεν το σκέφτηκα. Άλλωστε μετά τη Νομική ανέλαβα το οικογενειακό δισκάδικο. Όμως πάντα διάβαζα πολύ, και στο μαγαζί και στο σπίτι, και έτσι, όταν έκλεισα για προσωπικούς λόγους το δισκάδικο, αποφάσισα να ασχοληθώ με τις μεταφράσεις.
Και πώς άρχισες να γράφεις αστυνομικό μυθιστόρημα;
Όταν είσαι μεταφραστής, μελετάς τη δομή ενός μυθιστορήματος. Μαθαίνεις πώς να μην κάνει κοιλιά η αφήγηση, πως πρέπει να ρέει ο διάλογος ώστε να είναι φυσικός. Μου κάνει εντύπωση πώς όλοι οι μεταφραστές δεν μπαίνουν στον πειρασμό να γράψουν ένα δικό τους βιβλίο! Εγώ μπήκα στον πειρασμό και ξεκίνησα να γράφω το 2008 το "Για μια χούφτα βινύλια". Είχαμε μπει πια στην κρίση, έβλεπα μπροστά μου την κατάρρευση της μουσικής βιομηχανίας και ένιωθα ότι έπρεπε να γράψω γι' αυτό που μας συνέβαινε. Ήθελα να τα συνδυάσω αυτά τα δύο, να μιλήσω για το τέλος ενός κόσμου, που ήταν τα δισκάδικα, και της εποχής της ψεύτικης ευδαιμονίας. Προσπάθησα δηλαδή να συνδυάσω τον χώρο της μουσικής, που μου ήταν οικείος, με την αστυνομική πλοκή.
Είναι μόδα στις μέρες μας το αστυνομικό;
Δεν ξέρω αν είναι μόδα, ξέρω όμως ότι την επανεκκίνηση του είδους έκανε ο Πέτρος Μάρκαρης στα τέλη της δεκαετίας του '80. Από τις αρχές της δεκαετίας του '60 και μετά, εκτός από τον Γιάννη Μαρή, κανείς σχεδόν δεν έγραφε αστυνομικά. Πώς να κάνεις ήρωα έναν μπάτσο, όταν ο μισός πληθυσμός της χώρας ήταν διωκόμενος από τους μπάτσους; Ο Μάρκαρης έκανε αυτή την τομή, παρουσιάζοντας έναν έντιμο, ανθρώπινο αστυνομικό, τον αστυνομικό της διπλανής πόρτας. Και συμπαρέσυρε αρκετούς στο γράψιμο αστυνομικών. Μετά ήρθαν και οι αστυνομικές σειρές, η μεγάλη επιτυχία της σκανδιναβικής σκηνής, οπότε και μεγάλη μερίδα του κοινού στράφηκε σ' αυτό το είδος. Μόδα - ξεμόδα, το είδος μάς έχει δώσει εξαιρετικά λογοτεχνήματα και δημιουργούς όπως ο Τσάντλερ, ο Χάμετ, ο Ρος Μακντόναλντ, η Πατρίσια Χάισμιθ, ο Σιμενόν, οι περίφημοι Γάλλοι του neopolar με προεξάρχοντα τον Μανσέτ, αλλά και τους Ιζό και Φαζαρντί, τον Ιαν Ράνκιν και, φυσικά, τους Καμιλέρι, Μονταλμπάν και Μάρκαρη ως εκπρόσωπους του μεσογειακού noir.
Πιστεύεις ότι υπάρχει μεσογειακό νουάρ και γενικά υποείδη της αστυνομικής μυθοπλασίας;
Το πιστεύω γιατί κάθε χώρα, κάθε περιοχή, ανάλογα με τις συνθήκες της δημιουργεί το δικό της είδος noir μυθοπλασίας. Οι άνθρωποι γύρω από τη Μεσόγειο ενώνονται από το ότι αγαπούν το καλό φαγητό και το κρασί, από τη θάλασσα, τα εγκλήματα που συμβαίνουν εκεί δεν έχουν τη διαστροφή που συναντούμε στους συγγραφείς του Βορρά, έχουν ένα πολιτικό υπόβαθρο που σχετίζεται με τη διαρκή διαπλοκή ανάμεσα στο οργανωμένο έγκλημα και την εξουσία, την οποία οι αστυνομικοί αντιμετωπίζουν με στωικότητα. Από την άλλη, έχουν κοινά ζητήματα όπως το προσφυγικό και το σεξουαλικό τράφικινγκ. Στους Σκανδιναβούς βλέπουμε ότι ο αστυνομικός, που λειτουργεί ομαδικά, κατορθώνει πάντα να εξιχνιάσει το έγκλημα, η δικαιοσύνη αποδίδεται τελικά, όλα λειτουργούν στην εντέλεια. Στους Μεσογειακούς συγγραφείς ο αστυνομικός είναι πιο ανθρώπινος, συνήθως έχει οικογένεια, δεν είναι το αλκοολικό μπακούρι του Βορρά, αντιμετωπίζει την εγκληματικότητα και τη διαπλοκή ως Λερναία Ύδρα. Μπορεί να κόψει ένα κεφάλι αλλά ξέρει ότι θα ξεπηδήσουν άλλα πέντε.
Θεωρείς ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα της εποχής μας είναι το κοινωνικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα;
Θα έλεγα ότι είναι το κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα της εποχής μας, γιατί δεν μπορείς να μιλήσεις για το έγκλημα σε κενό αέρος, δεν μπορείς να μην γράψεις για τις συνθήκες, πολιτικές και κοινωνικές, οι οποίες γεννούν την παραβατικότητα. Όταν, για παράδειγμα, άρχισα να γράφω τον "Ένοχο...", είχα μπροστά μου τις εικόνες της Αθήνας του 2012, τους νεοάστεγους, και κυρίως την ηθική και πολιτισμική κατάρρευση. Οι ήρωές μου δεν μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστοι.
Η πανδημία πόσο σε επηρέασε;
Εμένα μου έκανε καλό ο εγκλεισμός γιατί με υποχρέωσε να τελειώσω το βιβλίο. Όμως θυμώνω πάρα πολύ με όσα συμβαίνουν όλη αυτή την περίοδο με άλλοθι την πανδημία. Τα εργασιακά, η καταστολή, η αστυνομία στα πανεπιστήμια, οι διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ, η στοχοποίηση της νεότητας, είναι πολύ σοβαρά ζητήματα. Κυρίως όμως με εξοργίζει ότι ο χώρος του πολιτισμού έχει αφεθεί στην τύχη του. Δεν είναι δυνατόν καλλιτέχνες ή εργαζόμενοι να αναγκάζονται να καταφεύγουν στα συσσίτια. Πιστεύω ακράδαντα ότι ο πολιτισμός είναι η ανάσα της κοινωνίας. Κανείς μας δεν θα μπορούσε να επιβιώσει στο διάστημα της καραντίνας χωρίς βιβλία, χωρίς ταινίες, χωρίς μουσική.
Ποια μουσική άκουγες όταν έγραφες αυτό το βιβλίο;
Φυσικά, Tindersticks, Smiths, Clash, τις μουσικές και τα συγκροτήματα που μαζευόμασταν για να δούμε στους συναυλιακούς χώρους, όπου συναντιόμασταν, ανταλλάσσαμε ιδέες, ερωτευόμασταν και ανασαίναμε.