«Αθήνα και πάλι Αθήνα απόψε τα χείλη μου ας πουν!» σιγοτραγουδούσε ο Χάρης, που είχε αποφασίσει να πάει με τα πόδια από το Παγκράτι ως τη ΓΑΔΑ. Και, όπως συνήθιζε, βάδιζε κάνοντας ζιγκ ζαγκ, σαν να προσπαθούσε να αποφύγει κάποιον που τον παρακολουθούσε. Δεν τον παρακολουθούσε κανείς, φυσικά, αλλά ήθελε να ξαναθυμηθεί όλα τα δρομάκια που αγαπούσε και είχε χρόνια να τα περπατήσει. Ηριδανού και Σισίνη, Ραβινέ και Σουηδίας, Δεινοκράτους.
Ένιωθε ανάλαφρος και κεφάτος, χωρίς συγκεκριμένο λόγο. Αλλά μήπως έτσι δεν αντιλαμβανόμαστε την έλευση της άνοιξης; Ένα πρωί ξυπνάμε μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο. Στην Αθήνα την άνοιξη τη φέρνουν οι νεραντζιές. Το πικρό άρωμά τους μεθάει τους κατοίκους της πόλης και τους κάνει να ξεχνούν τη βρομιά και το κυκλοφοριακό χάος. Για λίγο έστω, όσο κρατάει η άνοιξη, μια εποχή μονίμως εν ανεπαρκεία. Αυτά σκεφτόταν ο Χάρης, και άλλα πολλά. Την έκπληξη που θα έκανε στους παλιούς συναδέλφους του στη ΓΑΔΑ και την έκπληξη που είχε νιώσει ο ίδιος βλέποντας πολλά ξενοίκιαστα μαγαζιά στο Παγκράτι, τα γκρίζα πρόσωπα και την κατήφεια των κατοίκων της πόλης.
Παρότι φύσει κοινωνικός άνθρωπος, ο Χάρης δυσκολευόταν να κάνει το πρώτο βήμα στις κοινωνικές συναναστροφές. Ίσως έφταιγε το ότι ήταν μοναχοπαίδι, κυρίως όμως έφταιγε η καταπιεστική μητέρα του, η κυρία Σοφία, που είχε χόμπι να του κόβει τα φτερά. Οι πρώτοι αληθινοί του φίλοι ήταν τρεις συνάδελφοί του από τη ΓΑΔΑ: ο Παρασκευάς Γερασιμίδης, το δεξί του χέρι που τον είχε διαδεχτεί στο Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής· η Μαρίτα Σπανουδάκη, το αριστερό του χέρι που έπαιζε το διαδίκτυο στα δάχτυλα και υπήρξε το στήριγμά του σε πολλές προσωπικές δυσκολίες, λίγο πριν ο Χάρης τα βροντήξει όλα και ζητήσει καταφύγιο στη Ναύπακτο· τέλος, ο Νικόδημος Βασιλείου, ο νεότερος της παρέας, ένας υπαστυνόμος που έμοιαζε με φωτομοντέλο για ανδρικά μαγιό και είχε αναλάβει τον εξωραϊσμό του Χάρη: να τον μάθει να ντύνεται και να κουρεύεται με στιλ, να προσέχει τη φυσική του κατάσταση και να διασκεδάζει στα σωστά στέκια. Αυτό το ανομοιογενές κουαρτέτο –ένας υπαστυνόμος που ήταν μονίμως κεφάτος και δραστήριος σαν να είχε γεννηθεί με ανεξάντλητες μπαταρίες, μια ανύπαντρη μητέρα κι ένας νεαρός γκέι περήφανος για τις προσωπικές του επιλογές και, φυσικά, ο Χαρίδημος, που αγαπούσε τα βιβλία του Ρέιμοντ Τσάντλερ και τις μυστηριώδεις γυναίκες, τις ταινίες του Χίτσκοκ, τους Beatles και την Έιμι Γουαϊνχάουζ– είχε κολλήσει, αλληλοσυμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο. Ένας από τους λόγους της ολιγοήμερης επιστροφής του Χάρη στην Αθήνα ήταν η ανάγκη να δει τους φίλους του, να πιουν ποτά και να πουν τα νέα τους. Ήξερε ότι θα τον πείραζαν ανελέητα, αλλά κι αυτό ακόμα το περίμενε με ανυπομονησία.
Ο νεαρός φρουρός στην είσοδο της ΓΑΔΑ του έκλεισε τον δρόμο, ρωτώντας αυστηρά: «Τι θέλετε;».
«Βρε νέοπα!» ακούστηκε πίσω του μια φωνή. «Δεν ξέρεις τον αστυνόμο Χαρίδημο Νικολόπουλο;»
Αυτό το ανομοιογενές κουαρτέτο –ένας υπαστυνόμος που ήταν μονίμως κεφάτος και δραστήριος σαν να είχε γεννηθεί με ανεξάντλητες μπαταρίες, μια ανύπαντρη μητέρα κι ένας νεαρός γκέι περήφανος για τις προσωπικές του επιλογές και, φυσικά, ο Χαρίδημος, που αγαπούσε τα βιβλία του Ρέιμοντ Τσάντλερ και τις μυστηριώδεις γυναίκες, τις ταινίες του Χίτσκοκ, τους Beatles και την Έιμι Γουαϊνχάουζ– είχε κολλήσει, αλληλοσυμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο.
Ένας υπαστυνόμος που ο Χάρης δεν θυμόταν το όνομά του τον χαιρέτησε με μια θερμή χειραψία και του έπιασε ψιλοκουβέντα: για τους γκάου-μπίου που είχαν προσληφθεί το τελευταίο διάστημα στη ΓΑΔΑ, για τη Ναύπακτο και τα φημισμένα κοψίδια της, πώς του ήρθε η διάθεση να κάνει επίσκεψη «στον τόπο του εγκλήματος, χα χα χα!» και διάφορα άλλα που ο Χάρης άκουγε με μισό αυτί. Περνάει ο καιρός και όλα αλλάζουν, συνειδητοποίησε. Σε λίγο θα είμαι ο γραφικός συνταξιούχος που δεν έχει τι να κάνει και αράζει στο φαρμακείο της γειτονιάς του ή πηγαίνει στο παλιό του γραφείο, φέρνοντας σε αμηχανία τους πρώην συναδέλφους του.
Και ακόμη δεν είχε δει τίποτα.
Ανέβηκε στον πέμπτο όροφο, όπου βρισκόταν το Τμήμα Εγκλημάτων κατά Ζωής, και, αφού αντάλλαξε χειραψίες και τυπικά σχόλια με νεότερους συναδέλφους που θυμόταν αμυδρά, χτύπησε την πόρτα του γραφείου του. Ήταν περίεργη η αίσθηση να χτυπάει την πόρτα του γραφείου του, το οποίο είχε επιλέξει να μην είναι πια το γραφείο του. Την άνοιξε χωρίς να περιμένει απάντηση και στάθηκε με θριαμβευτικό ύφος στο κατώφλι.
«Καλώς με δεχτήκατε!» αναφώνησε.
Ο Παρασκευάς Γερασιμίδης, ο πρώην βοηθός του, σηκώθηκε και τον αγκάλιασε.
«Ρε φίλε, την καλύτερη δουλειά έκανες!»
«Που ήρθα να σας δω, ε; Ναι, κι εγώ αυτό σκεφτόμουνα…»
«Όχι, εννοώ που παραιτήθηκες από το μπουρδέλο!» απάντησε ο Παρασκευάς.
Ο Χάρης, που δεν τον είχε ξανακούσει να βρίζει έτσι την υπηρεσία, αιφνιδιάστηκε. Τον κοίταξε προσεκτικά. Δεν είχε πάψει να μοιάζει με καρτούν, μόνο που τώρα δεν ήταν ένα καλοξυρισμένο και καλοσιδερωμένο καρτούν. Πρώτη φορά ο Χάρης έβλεπε τον Παρασκευά ατημέλητο και σκυθρωπό. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, σαν να είχε ξενυχτήσει, ήταν πρόχειρα ξυρισμένος, χρειαζόταν κούρεμα και τα ρούχα του μαρτυρούσαν ότι είχε κοιμηθεί μ’ αυτά το προηγούμενο βράδυ. Ίσως και το προ-προηγούμενο.
«Πότε ήρθες; Θα καθίσεις μέρες; Ελπίζω να προλάβουμε να τα πούμε ήρεμα ένα βραδάκι. Ζούμε μια διαρκή κόλαση τον τελευταίο καιρό. Έχουμε ανοιχτές πέντε σοβαρές υποθέσεις και διάφορα ψιλά, είναι και η ιστορία με τον σίριαλ κίλερ της Σαλαμίνας που μπορεί να μην είναι σίριαλ κίλερ, γάμησέ τα. Μην πιάσω τις μεγάλες ελλείψεις σε προσωπικό και την ασυνεννοησία που επικρατεί μετά την ίδρυση των υποδιευθύνσεων».
«Να καθίσω λίγο ή πνίγεσαι; Δεν παρεξηγώ αν δεν μπορείς».
«Όχι, κάθισε» απάντησε ο Παρασκευάς, μαζεύοντας μια στοίβα φακέλους από τη μοναδική καρέκλα του γραφείου.
Ο Χάρης πρόσεξε την παραίτηση που ανέδινε το δωμάτιο. Ένα αθλιόφυτο ξεραμένο σε μια γλάστρα στο περβάζι του παραθύρου, η μηχανή του εσπρέσο που είχε κάνει δώρο στον Παρασκευά μάζευε σκόνη αχρησιμοποίητη πάνω σ’ έναν φωριαμό, ο καλόγερος για τα πανωφόρια έγερνε σαν γέρος με πρόβλημα στη μέση. Μια καδραρισμένη αφίσα του ΕΟΤ που έδειχνε το Ναυάγιο στη Ζάκυνθο κρεμόταν λίγο στραβά και το πάτωμα χρειαζόταν ένα γερό σφουγγάρισμα. Και για πρώτη φορά στα πέντε χρόνια που ήξερε τον Παρασκευά τον είδε με αγυάλιστα παπούτσια! Όλες αυτές οι ασήμαντες λεπτομέρειες αθροίζονταν, δημιουργώντας ένα κλίμα απογοήτευσης και παραίτησης.
«Θα μείνω αρκετές μέρες, δεν ξέρω ακριβώς. Η μητέρα μου δεν είναι πολύ καλά και πρέπει να μιλήσω με τον Άγη. Το βασικό είναι ότι σας αναζήτησα. Πες μου για τους άλλους, πού βρίσκονται; Θέλω να περάσω να τους πω μια καλημέρα».
Ένα αθλιόφυτο ξεραμένο σε μια γλάστρα στο περβάζι του παραθύρου, η μηχανή του εσπρέσο που είχε κάνει δώρο στον Παρασκευά μάζευε σκόνη αχρησιμοποίητη πάνω σ’ έναν φωριαμό, ο καλόγερος για τα πανωφόρια έγερνε σαν γέρος με πρόβλημα στη μέση. Μια καδραρισμένη αφίσα του ΕΟΤ που έδειχνε το Ναυάγιο στη Ζάκυνθο κρεμόταν λίγο στραβά και το πάτωμα χρειαζόταν ένα γερό σφουγγάρισμα. Και για πρώτη φορά στα πέντε χρόνια που ήξερε τον Παρασκευά τον είδε με αγυάλιστα παπούτσια!
Ο Παρασκευάς απάντησε αφηρημένος, σαν να μην άκουσε τα λόγια του Χάρη.
«Ξέρεις, φίλε, θα ήθελα να σε φιλοξενήσω στο σπίτι, αλλά σε ντρέπομαι. Η ακαταστασία και η μπίχλα με έχουν πάρει από κάτω, ζορίζομαι με τις μειώσεις του μισθού μου και δεν βγαίνω για να πάρω καθαρίστρια. Ούτε προφταίνω να κάνω φασίνα. Αλλά φυσικά, αν είναι για μια δυο μέρες μόνο… μέχρι να βρεις άλλη λύση. Εσύ μου το παραχώρησες το διαμέρισμα, δεν το ξεχνάω αυτό. Γι’ αυτό δεν θέλω να το δεις μπουρδέλο».
Να το πάλι. Ο αιωνίως αισιόδοξος νεαρός τα είχε παίξει, πέραν πάσης αμφιβολίας.
«Έχω κανονίσει, μην ανησυχείς. Μένω στο Παγκράτι, στο διαμέρισμα μιας φίλης που ζει στο εξωτερικό. Αλλά βρες ένα βράδυ να βγούμε για φαγητό, για ποτό, ό,τι θέλεις. Κερνάω όπου γουστάρεις, αρκεί να μη μου ζητήσεις σούσι! Και στη Σπονδή, αν θέλεις, θα σε πάω» αστειεύτηκε ο Χάρης. «Η Μαρίτα πού βρίσκεται;»
«Από τότε που την απέσπασαν στην Υποδιεύθυνση Οργανωμένου Εγκλήματος, έχουμε ψιλοχαθεί. Σήμερα έχει άδεια. Νομίζω. Θα πήγαινε τη μικρή στον παιδίατρο για εμβόλιο. Ή αυτό θα το έκανε την περασμένη βδομάδα; Μα καλά, εγώ γιατί νόμιζα ότι μιλάτε συχνά στο τηλέφωνο;»
Ο Χάρης ψέλλισε κάποιες δικαιολογίες, γιατί δεν ήξερε τι να απαντήσει. Αντέχουν οι φιλίες στην απόσταση; Αντέχουν στον χρόνο; Συχνά φανταζόταν τους ανθρώπους σαν τους πλανήτες που οι τροχιές τους διασταυρώνονται για λίγο και μετά απομακρύνονται όλο και πιο πολύ. Αν το επιτρέψει η συμπαντική αρχιτεκτονική, μπορεί να συναντηθούν ξανά. Ή ποτέ. Τα δύο τελευταία χρόνια που ζούσε στη Ναύπακτο, είχε απομακρυνθεί από όλους τους φίλους του. Τους ελάχιστους που είχε. Παρότι κάθε φορά που ερχόταν στην Αθήνα ο Χάρης προσπαθούσε να τους βλέπει, η Μαρίτα είχε ένα μικρό παιδί να φροντίσει, ο Παρασκευάς δούλευε εξαντλητικά για να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις της προαγωγής του. Μόνο με τον Νικόδημο τα έπιναν σε μερικά straight friendly μπαράκια, που σύχναζαν οι παρέες του.
Εντούτοις, έκανε συνειδητές προσπάθειες να δημιουργήσει καινούργιους φίλους. Μετρούσε ήδη τρεις τέσσερις. Την Αιμιλία και τον κύριο Παύλο. Τον βιβλιοπώλη και τον παλιό κοινοτάρχη Πλατάνου, έναν συνταξιούχο δάσκαλο που έμενε μόνιμα στη Ναύπακτο. Αυτός είχε χριστεί επίσημος ξεναγός του Χάρη στα ερημωμένα χωριά της ορεινής Ναυπακτίας, για τα οποία θυμόταν απίστευτες λεπτομέρειες και ιστορίες προπολεμικές.
«Και τον Νικόδημο έχω χάσει. Υπηρετεί ακόμη στο τμήμα σου;»
Ο Παρασκευάς ξερόβηξε αμήχανα. «Όχι. Τα παράτησε όλα, άλλαξε κινητό, σπίτι και ζωή».
Ο απότομος τόνος του Παρασκευά έκοψε στον Χάρη κάθε διάθεση για συζήτηση. Έφυγε, νιώθοντας μια πέτρα να έχει εγκατασταθεί στο στήθος του.
Βγαίνοντας από τη ΓΑΔΑ, ο Χάρης συνέχισε στο ίδιο πεζοδρόμιο, σαν ρομπότ που ακολουθεί την προγραμματισμένη διαδρομή του. Προσπέρασε τον Άγιο Σάββα και το πρώτο συγκρότημα προσφυγικών πολυκατοικιών και, πλησιάζοντας στον Άρειο Πάγο, βρέθηκε μπροστά σε μια μικρή ομάδα ατόμων, αποτελούμενη κυρίως αλλά όχι μόνο από γυναίκες, που κρατούσαν πανό και φώναζαν συνθήματα. Δύο αστυφύλακες είχαν περιορίσει τους διαμαρτυρόμενους στο πεζοδρόμιο, σε απόσταση δέκα μέτρων περίπου από την είσοδο των δικαστηρίων, φροντίζοντας να μην τους επιτρέψουν να κλείσουν ούτε μία λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Το πανό έγραφε: «Όχι στην απέλαση της Ζάχρα». Ο Χάρης κατέβηκε στο οδόστρωμα για να αποφύγει να διασχίσει την ομάδα των διαδηλωτριών και η ματιά του σκάλωσε στη γυναίκα που κρατούσε τη μία άκρη του πανό. Είχε κοντά λευκά μαλλιά, μεγάλα μπλε μάτια και κουρασμένο πρόσωπο. Ασυναίσθητα, ο Χάρης έκανε τη σκέψη ότι ήταν μεγάλη για πορείες και διαδηλώσεις, αλλά δεν μπόρεσε να μη θαυμάσει την ευθυτενή κορμοστασιά και τον μακρύ λαιμό της, τον οποίο αναδείκνυε ένα γαλάζιο κασκόλ τυλιγμένο στους ώμους ενός γκρίζου πανωφοριού.
Στο φανάρι, ο Χάρης διέσχισε την Αλεξάνδρας και στο πρώτο καφέ που συνάντησε έκανε μία στάση να πιει ένα εσπρεσάκι και να τηλεφωνήσει στη Μαρίτα. Το διαμέρισμά της απείχε δέκα λεπτά με τα πόδια και ο Χάρης είχε αποζητήσει την καλύτερή του φίλη, αλλά και τη βαφτιστήρα του. Η μικρή Ανθή είχε κλείσει τα τέσσερα και ο Χάρης εκτελούσε χρέη νονού και ανδρικού προτύπου για κείνη, αφού η Μαρίτα ήταν ανύπαντρη μητέρα από άποψη.
Ωστόσο, το κινητό της Μαρίτας ήταν απενεργοποιημένο. Στη συνέχεια δοκίμασε το κινητό του Νικόδημου και μια γυναικεία φωνή τον ενημέρωσε ότι ο αριθμός που καλούσε δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή.
Η νεαρή σερβιτόρα που του πήγε τον καφέ πρέπει να τον παρατηρούσε όσο ετοίμαζε τον εσπρέσο του, μιας και ήταν ο μοναδικός πελάτης του μαγαζιού. Του χαμογέλασε και σχολίασε:
«Φταίει ο Ερμής που είναι ανάδρομος και ανακατώνει τις επικοινωνίες. Μην το βάζεις κάτω».
Ο Χάρης μπήκε στον πειρασμό να της απαντήσει μια εξυπνάδα που είχε ακούσει στην τηλεόραση: «Κι εγώ που νόμιζα ότι γαμιέται ο Δίας», μα συγκρατήθηκε, παρότι ένιωσε τα μάγουλά του να κοκκινίζουν.
❈ ❈ ❈
«Χθες βράδυ μου την είχε στήσει πάλι ο Σπύρος» είπε η Ιωάννα, μόλις τέλειωσε μια παραγγελία για φάρμακα και ιατρικό υλικό.
«Αχ, δεν ακούς, και καμιά μέρα θα σε βρούμε ή πνιγμένη ή σφαγμένη» απάντησε η Πηνελόπη.
«Και τι να κάνω δηλαδή; Έχω πάντοτε στην τσάντα μου το σπρέι πιπεριού που μου είχες χαρίσει πρόπερσι».
«Ο Σπύρος κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται σε ψυχιατρείο. Αφού ξέρεις ότι κάθε τόσο κόβει τα φάρμακά του και γίνεται ανεξέλεγκτος».
«Κι εσύ ξέρεις ότι είμαι κατά του ψυχιατρικού εγκλεισμού σε άτομα που μπορούν να ζήσουν αυτόνομα!»
«Αυτά τα έλεγαν εκ του ασφαλούς οι διάφοροι θεωρητικοί των 60s, δεν ζούμε πια στον απόηχο του Μάη του ’68. Πάψε να πιστεύεις σε ξεπερασμένα μοντέλα και θεωρίες που δεν λειτούργησαν ποτέ στην πράξη. Ο Σπύρος, εκτός του ότι έχει ελαφριά νοητική υστέρηση, παθαίνει ψυχωσικές κρίσεις και γίνεται επικίνδυνος για τον εαυτό του κατά κύριο λόγο, για τους συγγενείς του δευτερευόντως – αλλά και για σένα. Αποδώ και πέρα, ίσως πρέπει να σε γυρίζω με το μηχανάκι τα βράδια. Και σκέψου πάλι την ιδέα να πάρεις μια μικρή άδεια. Για να ξεκουραστείς και να χάσουν τα ίχνη σου όσοι σε έχουν βάλει στο μάτι».
«Ποιοι με έχουν βάλει στο μάτι; Υπονοείς κάτι;»
«Εσύ θα με παλαβώσεις! Δεν μου είπες ότι τον τελευταίο καιρό εμφανίζονται διάφορα ύποπτα άτομα στο Κέντρο Ψυχολογικής Υποστήριξης;»
«Δεν είμαι σίγουρη για τίποτα» απάντησε η Ιωάννα. «Αλλά εγώ που με βλέπεις δεν φοβήθηκα κανέναν στα δεκαπέντε μου, θα τρομάξω τώρα που κοντεύω τα πενήντα; Θα βρω λύση για τον Σπύρο και για όλα».
«Καιρός είναι να απαλλαγείς από τα βάρη του παρελθόντος σου. Και επιμένω ότι χρειάζεσαι ηρεμία και αλλαγή περιβάλλοντος».
«Έχεις εμπλακεί σε πολλά μέτωπα και δεν θα τη βγάλεις καθαρή. Εστίασε σ’ ένα πράγμα, αλλιώς θα διαλυθείς. Τι θεωρείς προτεραιότητα; Τις κακοποιημένες γυναίκες; Τα θύματα του τράφικινγκ; Διάλεξε, και ξέχνα τους Κούρδους απεργούς πείνας, τους απεξαρτημένους και τα διάφορα κακοποιημένα πλάσματα που προσελκύεις γύρω σου όπως η ζάχαρη τις μύγες. Δεν θα σώσεις εσύ όλο τον κόσμο!»
Η Ιωάννα έμεινε σιωπηλή για λίγο, μετά είπε:
«Θα το συζητήσω με τον ψυχίατρο του Κέντρου την Παρασκευή που έχουμε ομάδα. Και το μόνο που μου έλειπε είναι να φύγω διακοπές μόνη μου. Ακόμη δεν έχω συνέλθει οικονομικά από την ανακαίνιση του διαμερίσματος».
«Φιλενάδα, άκουσέ με χωρίς να ασχολείσαι με χίλια πεντακόσια πράγματα συγχρόνως. Έχεις εμπλακεί σε πολλά μέτωπα και δεν θα τη βγάλεις καθαρή. Εστίασε σ’ ένα πράγμα, αλλιώς θα διαλυθείς. Τι θεωρείς προτεραιότητα; Τις κακοποιημένες γυναίκες; Τα θύματα του τράφικινγκ; Διάλεξε, και ξέχνα τους Κούρδους απεργούς πείνας, τους απεξαρτημένους και τα διάφορα κακοποιημένα πλάσματα που προσελκύεις γύρω σου όπως η ζάχαρη τις μύγες. Δεν θα σώσεις εσύ όλο τον κόσμο!»
«Αυτό δεν γίνεται, και το ξέρεις. Όλα συνδέονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Όπως στη συγκέντρωση για την απέλαση της Ζάχρα ήρθαν οι Κούρδισσες ακτιβίστριες, έτσι κι εγώ θα πάω σε ό,τι με καλέσουν. Για να μην είμαστε τρεις κι ο κούκος, όπως μαζευόμαστε κάθε φορά».
«Γιατί όλη αυτή η κουβέντα μού φαίνεται ένα σκέτο déjà vu; Τα έχουμε ξαναπεί και θα τα ξαναπούμε, είμαι σίγουρη. Εσύ είσαι γεννημένη μάρτυρας».
Η Πηνελόπη βγήκε από το γραφείο για να δώσει τέλος στην κουβέντα και η Ιωάννα γέμισε τον βραστήρα για να φτιάξει τσάι. Ένα μήνυμα έφτασε στο κινητό της. Το διάβασε κι ύστερα απενεργοποίησε τη συσκευή και κάθισε στο πάτωμα. Πόσο θα ήθελε να κοιμηθεί για λίγο εκεί, στο υφαντό χαλί που κάλυπτε τις φθαρμένες σανίδες του πατώματος. Αγκάλιασε τον κορμό της κι ένιωσε τα πλευρά της να προβάλλουν μέσα από τη χοντρή ζακέτα. Με τα χρόνια, είχε μάθει να διαβάζει το σώμα της και τα συμπτώματά του. Δεν ανησυχούσε για την υγεία της, αλλά ένιωθε αφόρητα κουρασμένη. Ήταν η κούραση που πάει πακέτο με την ανημποριά απέναντι στην ανθρώπινη δυστυχία. Κι αυτή δεν τη γιατρεύει κανένα φάρμακο, κανένα θρεπτικό φαγητό, ούτε ο οκτάωρος ύπνος.