22 Ιουλίου 2019

Η Ελλάδα έχει καταστραφεί οριστικά, οικονομικά και πολιτικά. Ποιος έχει σειρά;

Στη θεωρία, οι ελληνικές εκλογές ήταν ένας θρίαμβος για τους επενδυτές. Το κόμμα του αριστερού λαϊκιστή Αλέξη Τσίπρα αντικαταστάθηκε από το πολύ πιο αποδεκτό (στα μάτια των επενδυτών) κεντροδεξιό κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Η ΝΔ κέρδισε ένα εντυπωσιακό 40% των ψήφων και κυρίαρχη κοινοβουλευτική πλειοψηφία με 158 έδρες στο νέο ελληνικό κοινοβούλιο. Αυτή η κυρίαρχη νίκη – τουλάχιστον με την πρώτη ματιά – μοιάζει να δίνει στον Μητσοτάκη την εκλογική εντολή που χρειάζεται για να αναδημιουργήσει απεγνωσμένα μια ελληνική κοινωνία, η οποία δεν έχει υποστεί τίποτα λιγότερο από έναν οικονομικό εφιάλτη την τελευταία δεκαετία.

Και πάλι, όπως φαίνεται, ο Μητσοτάκης λέει τα πάντα σωστά. Η εκλογική του πλατφόρμα ζήτησε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις προσανατολισμένες προς την αγορά. Πρώτον, ο νέος πρωθυπουργός δεσμεύεται να μειώσει τους φόρους μέχρι τις αρχές του 2020. Δεύτερον, η ΝΔ θέλει να ψηφιοποιήσει τις σκληρωτικές ελληνικές δημόσιες υπηρεσίες σύμφωνα με τις πρωτοποριακές μεταρρυθμίσεις της Εσθονίας, καθιστώντας τη δημόσια διοίκηση ταχύτερη, καλύτερη και πιο υπεύθυνη.

Τρίτον, ο Μητσοτάκης θέλει να αφαιρέσει τα επαχθή ιδιωτικά εμπόδια που έχουν επιβληθεί από την κυβέρνηση στις δημόσιες επιχειρήσεις. Τέταρτον, αν αυτό το εξαιρετικά φιλόδοξο πρόγραμμα θεσπιστεί και τεθεί επιτυχώς σε εφαρμογή, ο Μητσοτάκης δεσμεύεται να προσελκύσει τις απελπισμένα απαραίτητες ξένες επενδύσεις για να βγάλει την Ελλάδα από το τέλμα και να ορθοποδήσει οικονομικά ξανά.

Χωρίς πολύ… σκάψιμο, όλα αυτά ακούγονται υπέροχα. Και όμως, το πλαίσιο είναι τα πάντα στην ανάλυση του πολιτικού κινδύνου. Η διάσημη νίκη του Μητσοτάκη έχει λιγότερη σχέση με την πλατφόρμα του και περισσότερη με την «πείνα» του ελληνικού εκλογικού σώματος που κουράστηκε από τις άδειες υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και από μια δεκαετία κατάθλιψης. Η κυβέρνηση Τσίπρα υπονομεύτηκε θανάσιμα τον Αύγουστο του 2015, όταν ο πρωθυπουργός είδε την εγχώρια αξιοπιστία του να εξαφανίζεται, καθώς ο ίδιος και ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριξαν τα μέτρα λιτότητας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) επιτρέποντας τη… διάσωση των 94 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Τούτο ήρθε μετά την εκλογή του Τσίπρα υπό μια αυστηρή πλατφόρμα κατά της λιτότητας και ένα μήνα μετά τη στιγμή που οι Έλληνες ψηφοφόροι – σε δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 – αντιτάχθηκαν αποφασιστικά στην πίεση που άσκησε η Γερμανία / ΕΕ / ΕΚΤ στην Αθήνα, να υιοθετήσει περαιτέρω μέτρα λιτότητας σε αντάλλαγμα περαιτέρω διάσωση 94 δισ. δολαρίων. Σε αντάλλαγμα, η Ελλάδα έπρεπε να γίνει ένα υποτελές κράτος των Βρυξελλών, αγνοώντας τη δημοκρατική βούληση του λαού της και εφαρμόζοντας περαιτέρω φορολογική μεταρρύθμιση, ιδιωτικοποιώντας τα δημόσια περιουσιακά στοιχεία, περικόπτοντας τις δημόσιες δαπάνες και μεταρρυθμίζοντας τους απαρχαιωμένους εργατικούς νόμους.

Παρόλο που είναι αδιαμφισβήτητα αλήθεια ότι ορισμένες από αυτές τις οικονομικές απαιτήσεις ήταν απολύτως απαραίτητες, αγνοώντας το δημοψήφισμα και αναγκάζοντας τον Τσίπρα να υποχωρήσει στη γερμανική πίεση, η ΕΕ έδειξε ότι μετράει περισσότερο τη Γερμανία και τις άλλες μεγάλες δυνάμεις συμφερόντων (σε αυτή την περίπτωση τις γερμανικές τράπεζες που δάνειζαν τόσο άμυαλα τα χρήματα στους Έλληνες), αντί να αντιλαμβάνεται τη λαϊκή βούληση των μελών της. Πλαστή δημοκρατία.

Αυτό που μπορεί να συμφωνήσει κάθε πλευρά της ελληνικής τραγωδίας, είναι ότι η χώρα βρίσκεται σε οικονομικό εφιάλτη από τον Οκτώβριο του 2009. Ήταν ο μήνας που ο τότε νεοεκλεγμένος πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου αποκάλυψε δραματικά ότι, αντίθετα με τους ίδιους τους λογαριασμούς της Ελλάδας , το έλλειμμα του προϋπολογισμού της χώρας ήταν στην πραγματικότητα ένα επιβλητικό 12% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ), το οποίο αργότερα αναθεωρήθηκε έως και 15%. Αυτό ώθησε τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας να υποβαθμίσουν το ελληνικό δημόσιο χρέος σε κατάσταση «σκουπιδιού» μέχρι τις αρχές του 2010.

Ακόμη και μετά από όλα αυτά τα χρόνια, είναι απλά αδιαμφισβήτητο ότι τα σκληρά οικονομικά μέσα που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα από τη Γερμανία, την ΕΕ και την ΕΚΤ δεν έχουν ακόμη λειτουργήσει πραγματικά. Είναι αλήθεια ότι, τον Αύγουστο του 2018, η Ελλάδα τελείωσε επιτέλους το τρίτο της πρόγραμμα διάσωσης και τώρα χρωστά στην ΕΕ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) το αδιανόητο ποσό των 330 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει – μετά από τρία σχέδια διάσωσης που αποσκοπούσαν να «βοηθήσουν» τη χώρα – στο 180% του ΑΕΠ, ενώ η Ελλάδα έχει δεσμευτεί επίσημα να εκτελέσει δημοσιονομικά πλεονάσματα μέχρι το πολύ απίθανό έτος του 2060.

Συνολικά, η ελληνική οικονομία είναι τώρα κατά 25% μικρότερη, από ότι όταν ξεκίνησε η κρίση.

Ακόμα και το 2018, ενώ το ΑΕΠ αυξήθηκε στο 2,1% (από τότε έπεσε στο 1,3% σε ετήσια βάση το πρώτο τρίμηνο του 2019), η συνολική ανεργία παρέμεινε στο καταθλιπτικό επίπεδο του 20%, ενώ η ανεργία των νέων αυξήθηκε στο στρατοσφαιρικό 40 τοις εκατό το Μάρτιο του 2019. Ίσως το πιο καταστροφικό από όλα, το ΔΝΤ εξακολουθεί να προβλέπει ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί περαιτέρω σχέδια διάσωσης πριν η οικονομία της να μπορέσει να γίνει βιώσιμη ξανά.

Ειλικρινά, η συνταγή του ΔΝΤ ξεπερνά τη δοκιμασία του Αϊνστάιν για την παραφροσύνη – το να υποστηρίζεις πως κάνοντας το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά κατά κάποιο τρόπο θα αναμένεις διαφορετικό αποτέλεσμα.

Το αποτέλεσμα εδώ είναι ξεκάθαρο: Η ΕΕ έχει καταστρέψει ανεπιστρεπτί την Ελλάδα, καθιστώντας την οικονομική αποικία, παρότι έχει αποτύχει αποφασιστικά – και φυσικά και ο ελληνικός λαός έχει επίσης μέρος στο φταίξιμο – να διασώσει την οικονομία της.

Εμφανώς, πολλές από τις ελπίδες του Μητσοτάκη για οικονομικές μεταρρυθμίσεις υπόκεινται στην υπεροχή και την αναθεώρηση του ΔΝΤ και της ΕΚΤ προτού τεθούν σε εφαρμογή. Η Ευρώπη, οικονομικά σκληροπυρηνική, χάνει ακόμη και την εικόνα της δημοκρατικής διακυβέρνησης.

Η Ελλάδα έχει καταστραφεί ανεπιστρεπτί, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Ποιος έχει σειρά;

Δρ. John C. Hulsman 
Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της John C. Hulsman Enterprises, μιας εξέχουσας διεθνούς εταιρίας παροχής συμβουλών στον τομέα των πολιτικών κινδύνων.
Είναι επίσης ανώτερος αρθρογράφος της City AM, της εφημερίδας του Λονδίνου.


Μετάφραση-Επιμέλεια: olympia.gr