Μια τιμωρητική και πρόχειρη φορολογική πολιτική δεν αρμόζει στους πολίτες αυτής της χώρας.
Στις 10 Μαΐου του 1773 ψηφίσθηκε στο Βρετανικό Κοινοβούλιο ένας νόμος ασήμαντος στην ουσία του που όμως έμελε να αποτελέσει κομβικό σημείο για την εξέλιξη της νεότερης ιστορίας.
Πρόκειται για το περίφημο «tea act»[1]μέσω του οποίου οι Βρετανοί προσπάθησαν να επιδοτήσουν φορολογικά το τσάϊ που εμπορευόταν η άλλοτε πανίσχυρη East India Company έναντι του τσαγιού που παρήγαγαν και εμπορεύονταν οι αμερικανικές αποικίες. Ωστόσο, ο συγκεκριμένος νόμος ήταν ο τελευταίος μιας μεγάλης λίστας φόρων που θέσπισε το Βρετανικό Κοινοβούλιο σχεδόν σε κάθε προϊόν που παρήγαν οι αμερικανικές αποικίες. Παράβλεψαν το γεγονός οι Βρετανοί νομοθέτες ότι όταν θεσπίζεις ένα φόρο δεν κάνεις τίποτα διαφορετικό από το να στερείς ένα μέρος από την ελευθερία του φορολογούμενου. Και όταν στερείς την ελευθερία κάποιου τότε κεντρίζεις το ενδιαφέρον του με έναν πολύ δυσάρεστο τρόπο. Η θέσπιση του «tea act» προκάλεσε την απρόβλεπτη οργή των υπερφορολογούμενων αμερικανικών αποικιών. Απρόβλεπτη γιατί ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις το σημείο βρασμού μιας κοινωνίας όταν την πιέζεις. Στις σημερινές ημέρες μπορεί να είναι ακόμα και ένας φόρος για την προστασία του περιβάλλοντος (βλέπε κίτρινα γιλέκα στη Γαλλία) που να προκαλέσει μια χαοτική αντίδραση. Στην Αμερική του 18ου αιώνα ήταν ένας ακόμα φόρος στο τσάϊ που προκάλεσε την εξέγερση των αμερικανικών αποικιών (το περίφημο Boston Tea Party) στις 16 Δεκεμβρίου 1773 και ουσιαστικά συντέλεσε δυναμικά στην αμερικανική επανάσταση και στην απόσχιση των αμερικανικών αποικιών από το βρετανικό στέμμα.
Προφανώς οι Βρετανοί τότε έχασαν το μέτρο. Η αξία του μέτρου είναι σημαντική για την ορθή λειτουργία μιας κοινωνίας. Η αναζήτηση της αριστοτελικά ορισμένης μεσότητας[2] αποτελεί μια ενσυνείδητη και διαρκή άσκηση. Σε κάθε ενέργεια της κοινωνίας μπορούμε και πρέπει να αναζητήσουμε τη μεσότητα. Για παράδειγμα ανάμεσα στη μη φορολόγηση και στην υπερφορολόγηση θα πρέπει να αναζητήσουμε απλά τη δίκαιη φορολόγηση. Βέβαια, σε έκτακτες συνθήκες πιθανώς να απαιτείται η καταφυγή σε μια ακραία πολιτική. Για παράδειγμα η οικονομική κρίση της Ελλάδας έπρεπε να αντιμετωπισθεί άμεσα και απαίτησε την υπερφορολόγηση των πολιτών προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι άμεσες χρηματοδοτικές ανάγκες. Η φορολογική πολιτική κινήθηκε προς το ένα άκρο. Προφανώς η επιστροφή στο μέσο αποτελεί την προϋπόθεση για την επιστροφή στην ομαλότητα.
Μπορεί η διαδικασία αυτή να επιτελεσθεί στη χώρα μας όμως αρμονικά; Άγνωστο για τους ακόλουθους λόγους.
Πρώτον η υπερφορολόγηση των Ελλήνων πολιτών έγινε με όρους άκρατης πόλωσης και προχειρότητας. Μέσα σε κλίμα διχαστικό ο μέσος Έλληνας κατηγορήθηκε ούτε λίγο ούτε πολύ ως επιδοτούμενος φοροφυγάς. Το κάλεσμα στην εθνική προσπάθεια δεν είχε ενωτικό χαρακτήρα αλλά διχαστικό. Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι στραβοκοίταξαν τους δημόσιους υπαλλήλους που στραβοκοίταξαν τους ελεύθερους επαγγελματίες και όλοι μαζί τους πολιτικούς και ούτω καθεξής. Ο διχαστικός αυτός λόγος δεν μπόρεσε να προάγει σύμπνοια και ομόνοια αλλά μόνο βραχυπρόθεσμη αποτελεσματικότητα. Η έξοδος από την κρίση αντί να μετατραπεί σε ένα θρίαμβο απόρροια μιας κοινής θυσίας που θα σηματοδοτούσε την αποτελεσματικότητα και την καρτερικότητα του λαού μας μετατράπηκε σε μια λυπηρή και διστακτική διαδικασία ατελούς εξόδου από την καθημερινότητα της κρίσης.
Δεύτερον, η φορολογική επιβάρυνση ήταν υπέρμετρη και με ταμειολογιστική προσέγγιση. Στόχος ήταν μονοσήμαντα η επίτευξη των ετήσιων λογιστικών στόχων. Δεν υπήρξε πρόνοια ούτε υπολογισμός όχι μόνο μακροπρόθεσμων επιπτώσεων αλλά ούτε και μεσοπρόθεσμων. Τι κι αν εκατοντάδες χιλιάδες μορφωμένοι πολίτες της χώρας μετανάστευσαν, επιχειρήσεις έκλεισαν και η μεσαία τάξη εκμηδενίστηκε οικονομικά (και ίσως κοινωνικά) η χώρα συνέχισε να εφαρμόζει ένα δημοσιονομικό πρόγραμμα λειψό σε σχεδιασμό. Ως δημιουργική καταστροφή θεωρήθηκε από πολλούς η ισοπέδωση αυτή, κάνοντας τα κόκκαλα του Σουμπέτερ να τρέμουν. Βλέπετε τα προαναφερόμενα που απωλέσθηκαν ήταν υποδομές για τη χώρα. Το μορφωμένο εργατικό δυναμικό που μετανάστευσε δεν ξαναδημιουργείται μέσα σε μερικά χρόνια και ούτε είναι εύκολο να αναπτύξεις ξανά χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τα δίκτυα που αυτές είχαν δημιουργήσει για τη λειτουργία τους. Ας μην μιλήσουμε για τη μεσαία τάξη που πλέον δεν τολμά ούτε δεύτερο παιδί να μεγαλώσει, με δραματικές συνέπειες για την κοινωνική ισορροπία στη χώρα.
Τρίτον, η φορολογική λαίλαπα των τελευταίων ετών βασίστηκε σε ένα ψέμα. Τα φορολογικά μέτρα που θεσπίσθηκαν προπαγανδίστηκαν ως έκτακτες αλλά απαραίτητες δημοσιονομικές ενέργειες προκειμένου να ανταποκριθεί η χώρα στις διεθνείς τις απαιτήσεις. Ακόμα είναι νωπές για παράδειγμα οι εξαγγελίες για το εφήμερο του ΕΝΦΙΑ όσο και οι επαναλαμβανόμενες ετήσιες ανακοινώσεις για τη δικαιότερη φορολόγηση του στόλου των ιδιωτικών επιβατηγών οχημάτων. Με την πάροδο του χρόνου ωστόσο οι φόροι παρέμειναν και το έκτακτο της κατάστασης μονιμοποιήθηκε.
Ποια είναι η συνέπεια αυτής της τακτικής;
Ίσως η χειρότερη από όλες είναι η επιβράβευση μιας κουλτούρας φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής. Στην αρχή της κρίσης υπήρχε μια μαζική τάση από όλους να ζητάνε αποδείξεις και υπήρχε και κοινωνική πίεση για να πληρώνουν όλοι τους φόρους. Ωστόσο από το 2014 οι φορολογούμενοι που είναι συνεπείς δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο βάρος των φόρων τους[3]και οι ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν ανήμποροι να συνεχίσουν να επιβιώνουν οικονομικά χωρίς να φοροδιαφεύγουν. Είναι δυνατόν στην Ελλάδα του σήμερα να αναγνώσκεται στατιστικό που να δηλώνει ότι το 20% των φορολογούμενων πληρώνει το 80% των ετήσιων φόρων και συγκεκριμένα το 19% των φυσικών προσώπων πληρώνει το 90% της φορολογίας εισοδήματος[4] και να μην προκαλεί τρόμο για το χάλι της κατάστασης στην οικονομία; Και αν δεν μπορεί να προκαλέσει τρόμο στους εθισμένους στις αρνητικές ειδήσεις Έλληνες, σίγουρα προκαλεί τρόμο σε οποιονδήποτε ξένο αναλυτή επενδύσεων. Σημαίνει τόσο ότι υπάρχει θέμα αποτελεσματικότητας της φορολογικής πολιτικής όσο και ότι ενώ κάποιοι πληρώνουν τη νύφη υπέρμετρα, και σύντομα δεν θα αντέχουν, ένα άλλο μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού όχι μόνο δεν φορολογείται αλλά επιδοτείται για να επιβιώσει. Είναι ένας αντικειμενικός ορισμός των συνθηκών φτώχιας. Όσο για τους πολύ πλούσιους που πρέπει να φορολογηθούν. Αυτό είναι το τυράκι του λαϊκισμού. Οι πλούσιοι έχουν πρόσβαση σε τεχνοκράτες και οικονομικά συστήματα που δυστυχώς διεθνώς τους επιτρέπουν να φοροαποφύγουν[5]. Είναι μια πικρή αλήθεια που βασανίζει όλες τις σύγχρονες χώρες. Στην Ελλάδα βαφτίστηκαν, μέσω αλμάτων οικονομικής λογικής, όσοι ανήκαν στη μεσαία τάξη ως πλούσιοι και τους επιτέθηκαν φορολογικά με κάθε μέσο προκειμένου να καλύψουν το κενό των φορολογικών εσόδων[6].
Η χώρα, πρέπει να επιστρέψει στην ομαλότητα. Πρέπει να αποκτήσει ένα σταθερό βηματισμό και μια φιλοεπενδυτική προσήλωση. Δεν ήμαστε μια χώρα δεμένη χειροπόδαρα από ξένους επενδυτές αλλά μια προηγμένη δυτική δημοκρατία που συμμετέχει στους πιο ισχυρούς κρατικούς συνασπισμούς του κόσμου. Αποτελούμε σημείο αναφοράς και σταθερότητας στη Χερσόνησο του Αίμου. Μια τιμωρητική και πρόχειρη φορολογική πολιτική δεν αρμόζει στους πολίτες αυτής της χώρας. Δεν ήμαστε τριτοκοσμικό κράτος. Για αυτό ας σταματήσουμε να προχειρολογούμε και να μεμψιμοιρούμε. Η κυβέρνηση μπορεί να κινητοποιήσει όλες τις πανεπιστημιακές σχολές στο να προτείνουν λύσεις για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Να κινητοποιήσει το δημοσιοϋπαλληλικό προσωπικό που πληρώνει αλλά και όλους τους σχετικούς θεσμούς. Ζήτημα είναι η ποικιλία των απόψεων, η αλληλεπίδραση και η τεκμηρίωση. Και αν αυτό ακούγεται κάπως θεωρητικό και δευτερεύον τότε θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι Έλληνες υπέστησαν μια άκρως καταπιεστική οικονομική πολιτική καθώς από ό,τι φαίνεται η Ελλάδα δεν μπόρεσε να αρθρώσει τεκμηριωμένο λόγο απέναντι στην τρόικα και στο διεθνές επενδυτικό κοινό σχετικά με την ανάπτυξη της χώρας. Δεν κατάφερε να διαθέσει αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία, να προτείνει τεκμηριωμένες προτάσεις οικονομικής πολιτικής και να πείσει για τη δυνατότητα εφαρμογής μεταρρυθμίσεων. Δεδομένου αυτών των ελλειμμάτων προτιμήθηκε η εφαρμογής μιας ακραίας πολιτικής λιτότητας.
Ας καταλήξουμε με μια ρήση του John F. Kennedy που ελέγχθη το 1962 και μάλλον τα εξηγεί όλα.«Είναι παράδοξη αλήθεια ότι ενώ σήμερα οι φορολογικοί συντελεστές είναι πολύ υψηλοί, εντούτοις τα φορολογικά έσοδα είναι πολύ χαμηλά και ο μόνος σωστός τρόπος για να αυξήσουμε τα έσοδα είναι να μειώσουμε τους συντελεστές[7]».
[2] Αριστοτέλης Ηθικά Νικομαχεια 1107a6–1107a26