10 Μαρτίου 2014

ΓΙΩΡΓΟΣ ΖΑΜΠΕΤΑΣ: 22 ΧΡΟΝΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ... ΠΙΟ ΚΑΛΟ ΤΟΝ ΜΑΘΗΤΗ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Ο σπουδαίος φιλόσοφος Νίτσε υποστήριξε κάποτε ότι η ζωή χωρίς τη μουσική θα ήταν ένα λάθος. Και πού να είχε γνωρίσει τον Γιώργο Ζαμπέτα…
Γιατί 22 ολόκληρα χρόνια έπειτα από τον θλιβερό χαμό του, ο Ζαμπέτας μάς λείπει σήμερα περισσότερο από ποτέ. Γιατί αρκούσαν λίγες μαεστρικές πενιές του για να διαλυθεί το μελαγχολικό σύννεφο που έχει καλύψει τη χώρα μας. Γιατί θα ήταν αρκετό το ανατρεπτικό του χιούμορ για να ξεχάσουμε τις σκοτούρες και τις έγνοιες μας. Γιατί η χαρακτηριστική «μάγκικη» φωνή του, οι μοναδικές του γκριμάτσες και το δροσερό του πνεύμα θα μας βοηθούσε να λησμονήσουμε έστω για λίγο τα δυσεπίλυτα προβλήματά μας, να κατευνάσουμε τις ανησυχίες μας, να αντιμετωπίσουμε τα αδιέξοδά μας. Και παραφράζοντας το γνωστό του τραγούδι να αναρωτηθούμε (έστω και χωρίς ρίμα): «Πού είσαι, Γιώργο, η γρουσουζιά να σπάσει»…

Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν άρχιζε να μιλάει για τη «βρόχα» επικρατούσε νεκρική σιγή και όλοι κρέμονταν από τα χείλη του. Οι ιστορίες του δεν κούραζαν ποτέ το κοινό. Αυτός ο λαϊκός άνθρωπος, ο γιος του κουρέα είχε ένα αλάνθαστο ένστικτο. Ηξερε πώς να συμπεριφερθεί πάνω στη σκηνή και πώς να θέλξει τον κόσμο με τη γλυκύτατη και αναγνωρίσιμη πενιά του. Θυμόσοφος, χωρατατζής, ευφυέστατος, χιουμορίστας, σόουμαν αλλά και… αθυρόστομος, παρέμεινε και παραμένει ανεπανάληπτος. Ενας καλλιτέχνης που, σύμφωνα με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, αν είχε γεννηθεί στην Αμερική, θα πρωταγωνιστούσε πιθανότατα στην παγκόσμια σκηνή. Ο Στέλιος Ελληνιάδης θα τον χαρακτηρίσει, δίχως υπερβολή, έναν Μεγαλέξανδρο του εικοστού αιώνα!!! Και θα τον κατατάξει στους ελάχιστους και εκλεκτούς ανθρώπους των ελληνικών τεχνών που, σαν από κάποια μοίρα σταλμένοι, έχυσαν μέσα από το έργο τους άπλετο φως πάνω από την Ελλάδα και έξω απ’ αυτή. Περίοπτη θέση ανάμεσα στους προικισμένους Ελληνες κατέχει ο Γιώργος Ζαμπέτας. Ολη του τη ζωή με ένα σπαθί, ανυποχώρητος, ταμένος σε έλληνα θεό, άνοιγε δρόμο στο ελληνικό τραγούδι. Αρνήθηκε τον εύκολο δρόμο της μίμησης, αρνήθηκε να ενταχθεί σε ρεύματα, δεν έπαιξε το παιχνίδι κανενός. Επαιζε μόνο ό,τι αυθόρμητα και πηγαία ξεπηδούσε από μέσα του ανά πάσα στιγμή. Και όταν έφθανε στην ολοκλήρωση, πλημμύριζε ο τόπος από την ουράνια μελωδία που κατέβαινε στη γη.
Ομως, δυστυχώς, ο Γιώργος Ζαμπέτας πρόλαβε να γνωρίσει και το απεχθές πρόσωπο της σύγχρονης Ελλάδας. Κι εκείνος, πιο Ελληνας απ’ όλους τους Ελληνες, περήφανος όσο κανείς για την ελληνικότητά του, υπέμενε καρτερικά την αδιαφορία παλιών συνεργατών του, την εκδικητικότητα των «καθωσπρέπει» που δεν του συγχώρησαν ποτέ τον αυθορμητισμό του και την προκλητικότητά του, την τηλεοπτική αποθέωση του ευτελούς και τον επίσης τηλεοπτικό παραγκωνισμό των συνθετών. Και ο λαϊκός ήρωας του καλού ελληνικού κινηματογράφου παρέμεινε για ένα διάστημα απομονωμένος, με τους διάσημους τραγουδιστές να τον θυμούνται μόνο σε κάποια επιδείνωση της υγείας του και τους ιδιοκτήτες των μεγάλων κέντρων να ισχυρίζονται πως δεν περισσεύει μια θέση στο πάλκο τους για εκείνον, αναγκάζοντάς τον να δουλεύει για ένα λειψό μεροκάματο σε μαγαζιά τρίτης κατηγορίας.

Ο αξεπέραστος μουσικοσυνθέτης, ο ξεχωριστός ερμηνευτής και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού γεννήθηκε στο Μεταξουργείο στις 25 Ιανουαρίου του 1925 και ήταν γιος κουρέα. Μόλις σε ηλικία 5 ετών ανακαλύπτει ένα μπουζούκι και το περιεργάζεται με ενδιαφέρον. Ενώ είναι 7 ετών, μαθητούδι της πρώτης δημοτικού, κερδίζει το πρώτο βραβείο σε σχολικό διαγωνισμό παίζοντας ένα τραγούδι του. Το 1940 η οικογένειά του θα μετακομίσει στο Αιγάλεω και είναι αυτός που θα χαρίσει στην πόλη το προσωνύμιο «Σίτι» κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του στη Βρετανία. Το 1950 αποκτά δικιά του ραδιοφωνική εκπομπή που θα την κρατήσει ως το 1956. Το 1952 παντρεύεται την Αργυρώ Κλούκα και μαζί της κάνει τρία παιδιά. Τη Μαρίκα, την Καίτη και τον Μιχάλη.
Με το πρώτο του σχήμα τον Νοέμβριο του 1953 θα εμφανιστεί στον «Κήπο του Αλλάχ». Θα ακολουθήσει μια ατελείωτη λίστα με νυχτερινά κέντρα («Δειλινά», «Αναμνήσεις», «Ξημερώματα» κ.ά.) και η παρουσία του εκεί θα τον κάνει γνωστό στο ευρύ κοινό.
Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’50 γράφει τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τραγούδια που θα ερμηνεύσουν σπουδαίοι τραγουδιστές. Την επόμενη δεκαετία οι εμφανίσεις του σε γνωστά κέντρα της εποχής πυκνώνουν, ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει σε περισσότερες από 250 ταινίες του χρυσού ελληνικού κινηματογράφου.
Αξιοσημείωτη η συνεργασία του με κορυφαίους συνθέτες όπως οι Μάνος Χατζηδάκις, Μίμης Πλέσσας, Μίκης Θεοδωράκης, Σταύρος Ξαρχάκος, Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας, Γιώργος Μητσάκης κ.ά.
Ποιος μπορεί ύστερα από τα παραπάνω να πιστέψει ακόμη και σήμερα ότι ο Γιώργος Ζαμπέτας ήταν αυτοδίδακτος; Οτι δεν ήξερε να διαβάζει ούτε να γράφει μουσική;  Κι όμως ο ταλαντούχος μουσικός εμπότιζε τις μελωδίες του με έμπνευση, δροσιά και τρυφερότητα, επηρεασμένος, όπως αναφέρει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, από το ελαφρό τραγούδι και από την καντάδα. Τα περισσότερα τραγούδια του είναι «παρεϊστικα» και αυτό είναι που τον καθιστά πράγματι μοναδικό. Ο ίδιος ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ρόλο δασκάλων του είχαν αναλάβει τα αηδόνια και τα βατράχια του Βοτανικού Κήπου!!!
Λίγο πριν μας εγκαταλείψει για πάντα, ο Ζαμπέτας έπαιζε στα «Δειλινά». Ο Στέλιος Ελληνιάδης θα περιγράψει γλαφυρά το τελευταίο του βράδυ στο κέντρο: «Ετσι τον άφησα και έτσι τον κράτησα μέσα μου. Με τις τελευταίες γλυκές κουβέντες του. Με το σφίξιμο του χεριού του στο μπράτσο μου. Και με το τραγούδι που έκλεισε-όπως κάθε βράδυ-το τελευταίο πρόγραμμά του. Κατέβηκε αργά από το πάλκο, άφησε το μπουζούκι στο κάθισμα, χαλάρωσε ελαφρά τη γραβάτα, έβγαλε το μικρόφωνο από τη βάση και αφού σχημάτισε με σιγανό βηματισμό όλο το ημικύκλιο της πίστας τραγουδώντας, ανέβηκε τα δύο σκαλοπάτια προς τα καμαρίνια καταχειροκροτούμενος, έκανε μια υπόκλιση, έστειλε φιλιά με τα δυο του χέρια και έφυγε από τη σκηνή για πάντα, ενώ η ορχήστρα έπαιζε ακόμη τη μελωδία: «Θέλω την καρδιά να σφίξω, πέτρα πίσω μου να ρίξω, και να φύγω. Μάλιστα κύριε, μάλιστα κύριε…».
ΝΟΜΠΕΛΗΣ ΑΡΗΣ
http://www.nobile.gr/, 10/3/2014