10 Οκτωβρίου 2024

Περιδιαβάζοντας την Αθήνα με τον Γιάννη Μαρή

του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*)

«Το να ψάχνεις να βρεις έναν συγκεκριμένο δρόμο στην πόλη και να μην το βρίσκεις, δεν είναι κάτι το τρομερό. Είναι ένα πρακτικό πρόβλημα που επιδέχεται μια πρακτική λύση.

Αλλά το να μπορείς να χάνεσαι σε μια πόλη όπως χάνεσαι σε ένα δάσος, προϋποθέτει μια τεράστια άσκηση πάνω σ’αυτό το ζήτημα» έγραψε κάποτε μάλλον ο Πωλ Βιριλιό ή ο Αγκάμπεν επικαλούμενος τον Μπέντζαμιν.

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, αγαπώ να χάνομαι στις πόλεις, είναι μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία που μπορεί να λειτουργήσει πότε ως εμβάθυνση στα ανθρώπινα βιώματα και έργα, πότε ως αναψυχή, πότε ως αναβαπτισμός- όπου «χάνεσαι για να ξαναβρεθείς αλλιώς». Θέλει βεβαίως τον τρόπο του- όπως όλα τα ωραία, και τα ενδιαφέροντα-, ο οποίος εμπεριέχει μεταξύ άλλων κάποιες πρόνοιες για την προσωπική ασφάλεια (θυμάμαι που πριν από χρόνια είχα χωθεί στα έγκατα της πόλης Κότμπους στη Σαξονία της Γερμανίας, ευρισκόμενος εκεί για κάποιο Συνέδριο Πολιτικών Μηχανικών, αλλά κάποιες πολύ επιθετικές ματιές τριγύρω μου με έκαναν να γυρίσω στο ξενοδοχείο, όπου οι άνθρωποι εκεί με ενημέρωσαν ότι η πόλη τότε ήταν έδρα βίαιων νεοναζί).

Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον τρόπο αυτής της εμπειρίας, θα δώσουμε έμφαση μόνο στο ότι για να έχει έναν κάποιον δυναμισμό αυτή η ενέργεια θα πρέπει ιδανικά να γαλβανίζεται από μια (ή περισσότερες) ιδέα, όχι εντελώς αφηρημένη μα που να έχει έστω και μια λοξή σχέση με τα πράγματα. Δεν είναι μόνο ότι έτσι η περιπλάνηση αποκτά χρώμα και υφή, μα επίσης ότι στο κοκτέϊλ προστίθεται και μια κάποια δόση εξοικείωσης με το περιβάλλον- που λειτουργεί ως δίοδος προσέγγισής του.

Για να αναδείξω εναργέστερα τον τροπισμό μιας τέτοιας ιδέας, θα αντλήσω από τον Ζαν Μπωντριγιάρ την έννοια της αποπλάνησης: το να χάνεσαι στην πόλη (ή στο δάσος) ενέχει με κάποιο τρόπο την αποπλάνηση. Όχι με τη σημασία του «να ξεγελάσεις τον άλλο για να φας τσάμπα»: κάτι τέτοιο έχει να κάνει με την «παραπλάνηση», που είναι ριζικά άλλο από αυτό που συζητάμε, καθώς το σύμπαν της αποπλάνησης είναι απέναντι από το σύμπαν του «χρήσιμου», του «παραγωγικά αποδοτικού». Η αποπλάνηση, που θέτει σε αμφισβήτηση την ταυτότητα των πραγμάτων και του εαυτού, γυρίζει την ενέργεια σε παιχνίδι με το συμβολικό, κρατώντας όμως την επαφή με το πεδίο, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτό. Η αποπλάνηση τρέφεται από το αλλόκοτο, το ξαφνικό, το απίθανο, το καινοφανές, που η πόλη (όπως και το δάσος) έχει σε αφθονία και σε μεγάλη πυκνότητα.

***


Ζόναρς, Πανεπιστημίου

Συμβαίνει λοιπόν εκτάκτως αυτή την περίοδο, τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή να λειτουργούν για μένα ως μια ωραία, εμπνευστική ιδέα- με την έννοια που αναπτύξαμε παραπάνω- για τις βόλτες μου αυτού του είδους στην Αθήνα.

Γιατί, και πώς ο Μαρής; Και γιατί τώρα;

Η αλήθεια είναι ότι ο Μαρής δεν με είχε συγκινήσει μέχρι τώρα- ασχέτως αν έβλεπα το έργο του με μια αόριστη συμπάθεια, σαν κάτι το οικείο. Δεν είχα προλάβει βεβαίως την εποχή που δημοσίευε τα έργα του σε συνέχειες στις εφημερίδες της εποχής (κάτι που παραπέμπει στα σημερινά τηλεοπτικά σήριαλ, και έλκει την καταγωγή του από μια λαμπρή γαλλική παράδοση των εφημερίδων του 19ου αιώνα). Τα βιβλία του όπως είχαν κυκλοφορήσει κάποτε από την «Ατλαντίδα» έχαναν στα μάτια μου ήδη από το εξώφυλλο, που χτυπούσε στα μάτια μου ως «χλωμό» σε σχέση με τα αντίστοιχα ευφάνταστα και δυναμικά εξώφυλλα των σειρών των ξένων αστυνομικών που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, οπότε δεν τα προτιμούσα. Επί πλέον, τα αστυνομικά του είχαν μια ρηχότητα για τις ανάγκες μου εκείνης της εποχής, μου έλειπε μια εμβάθυνση στους χαρακτήρες. Μόνο το «Εγκλημα στο Κολωνάκι», που εξελισσόταν τη δεκαετία του 1950, είχα διαβάσει με ενδιαφέρον, σε συνδυασμό με την πολύ ατμοσφαιρική ασπρόμαυρη ταινία εποχής, με τον ίδιο τίτλο.

Όσον αφορά τη σχέση μου με την Αθήνα, είναι φυσικό να μην είναι στατική, νάχει περάσει από διάφορες φάσεις, όπως αυτή των φοιτητικών χρόνων, την καινούρια μου γνωριμία μ’αυτή μετά τα μεταπτυχιακά μου στην Αγγλία, τις πολυκύμαντες εμπειρίες των επαγγελματικών- που με μύησαν αλλιώς στην πόλη, ακόμα και στις πιο μακρινές γωνιές της-, τις οικογενειακές εμπειρίες, και άλλα σχετικά. Κάθε μας καινούρια φάση μας φέρνει με διαφορετικό τρόπο σε επαφή με το περιβάλλον.

Εννοείται ότι δεν υφίστανται μόνο τα προσωπικά. Η συνολική κοινωνία, αναλόγως των ρυθμών της και των όποιων μεταβολών της, δίνει οπωσδήποτε τον έντονο τόνο της στα πράγματα.

Οπότε, τί είναι αυτό που προκάλεσε τον ξαφνικό καλοκαιρινό μου έρωτα προς τα έργα του Γιάννη Μαρή σε σχέση με την Αθήνα; Μια διερώτηση που απαντώντας την επιχειρώ να φωτίσω λίγο παραπάνω την ενέργεια του αναβαπτισμού σε μια πόλη.

***

Το καλοκαίρι του 2024 στην Αθήνα ήταν από τα πιο ασφυκτικά στην πρόσφατη μνήμη της πόλης: πολύ υψηλές τιμές της θερμοκρασίας, όπως και της υγρασίας, έκαναν την καθημερινότητα αφόρητη, και πάντως ήταν πρακτικά αδιανόητο να κυκλοφορείς περπατώντας στους δρόμους. Μένοντας σαφώς περισσότερο χρόνο στο σπίτι, τα καθημερινά βράδια και τα σαββατοκύριακα, τόριξα στο διάβασμα περισσότερο από ποτέ. Τότε ήταν που με συνεπήραν τα αστυνομικά του Γιάννη Μαρή. Τότε που λαχταρούσα την περιβάλλουσα Αθήνα και δεν γινόταν να την χαρώ.

Μια άλλη διάσταση της σχέσης με την Αθήνα και τους δρόμους της, είναι ότι στην πρόσφατη δύσκολη και παρατεταμένη φάση του κορονοϊού βιώσαμε τις πόλεις με έναν πρωτοφανώς διαφορετικό τρόπο: από τη μια η έμφαση ήταν βεβαίως στο «μένουμε σπίτι» για λόγους προστασίας της υγείας μας, αλλά παράλληλα άνθισαν οι μοναχικές- μακριά από τους άλλους, έτσι κι αλλιώς λιγοστούς ανθρώπους- βόλτες. Εκείνη την περίοδο γνώρισα την ευρύτερη ενδοχώρα του περιβάλλοντος του σπιτιού μου- παρά την οικογενειακή διαμονή μου από πολλά χρόνια εκεί, οι υποχρεώσεις της καθημερινότητας μακριά από αυτό δεν μου είχαν επιτρέψει να το κάνω μέχρι τότε-, αλλά επιπροσθέτως και τη μεγάλη ενδοχώρα της Φωκίωνος Νέγρη, από την πλατεία Αμερικής ως το Μουσείο, πάνω και κάτω από την Πατησίων. Αυτή η δεύτερη ενδοχώρα, μαζί με εκείνη του Γραφείου μου που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, συνιστούν την επικράτεια των ιστοριών του Γιάννη Μαρή.

***

Πολυκατοικία, οδός Επτανήσου

Καθώς λοιπόν από τις ρωγμές στη συνηθισμένη καθημερινότητα είναι που γλιστρούν και τρυπώνουν τα καινούρια ενδιαφέροντα, οι ρωγμές της περίπτωσής μας εδώ είναι αφ’ενός ο πολύμηνος καύσωνας και οι ποικίλες επιπτώσεις του, και αφ’ετέρου η ανάδειξη στο πεδίο- από τις ατέλειωτες βόλτες μου κατά τη διάρκεια της έξαρσης του κορονοϊού- μιας Αθήνας διαφορετικής από αυτή που είχα βιώσει πολλά χρόνια πριν, κυρίως περί τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής- και αναφέρομαι στην ευρεία ενδοχώρα της Φωκίωνος Νέγρη.

Διαφορετικής, για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’όλα, οι τόποι αλλάζουν, όπως αλλάζουν και οι άνθρωποι: με τη μαζική διάδοση του αυτοκινήτου και τις μεταβολές των καταναλωτικών συμπεριφορών και απαιτήσεων, μεγάλο τμήμα του πληθυσμού του κέντρου μετακόμισε σε μακρινές περιοχές με ανετότερες συνθήκες κατοίκησης. Μετά, αυτές οι περιοχές- μα και οι άλλες που είναι στα νώτα τους- κατοικήθηκαν σε αρκετό ποσοστό από πρόσφυγες και μετανάστες, από γειτονικές μας χώρες στην αρχή, από πολύ μακρινές στη συνέχεια. Και τώρα, εδώ και λίγα χρόνια, η τεράστια αύξηση του τουρισμού στην Αθήνα- γεγονός απρόσμενο και καινοφανές ως προς τη διαχείρισή του- μεταποιεί για μια φορά ακόμη την πόλη.

Μια διαφορετική Αθήνα στα ίδια κτίρια με πριν

Για πρώτη φορά στην πλούσια ιστορία των μεταποιήσεων της Αθήνας, οι ριζικές αλλαγές των πρόσφατων δεκαετιών δεν συνοδεύτηκαν από τις μαζικές κτιριο-κτονίες των προηγούμενων φάσεων, όπως από την Αθήνα επί Οθωμανών στην Αθήνα του Όθωνα, και από κει στις ενδιάμεσες στάσεις μέχρι την ολοκληρωτική μεταπολεμική μαζική πολεοκτονία σε καιρό ειρήνης.

Μια Αθήνα πολύ διαφορετική έχουμε βεβαίως σήμερα σε σχέση με αυτή που προέκυψε μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, μα αυτή η Αθήνα στον ευρύ πυρήνα της διαθέτει σχεδόν τα ίδια και σχεδόν απαράλλαχτα κτίρια (από την άποψη των δομικών στοιχείων που τα συνιστούν) όπως στις δεκαετίες του 1960 και του 1970- όταν διαδραματίζονται οι ιστορίες του Μαρή: το ίδιο δομικό περιβάλλον , από τότε μέχρι τώρα.

Αυτός είναι ο κοινός παρονομαστής της Αθήνας εκείνων των αστυνομικών μυθιστορημάτων, με τη σημερινή κατάσταση στο πεδίο. Και ακριβώς επειδή οι χαρακτήρες αυτών των ιστοριών δεν έχουν το βάθος των χαρακτήρων της “κανονικής” λαγοτεχνίας- άλλο είναι το Παρίσι του Μπαλζάκ, για παράδειγμα- η αστική γεωγραφία είναι από τους μεγάλους πρωταγωνιστές του σύμπαντος του Μαρή, κι αυτό φτιάχνει μια ατμόσφαιρα γι’αυτούς που θέλουν “να χαθούν στην Αθήνα για να ξαναβρεθούν”: όπως όταν στέκομαι μπροστά σε μια πολυκαιρισμένη και φθαρμένη πολυκατοικία της οδού Δροσοπούλου, και αναρωτιέμαι για τα του βίου της, ανακαλώ το “Νυχτερινό τηλεφώνημα” του Μαρή, που εξελίσσεται το 1956, όπου ένα παράξενο βράδυ κάποιος προσκαλείται σε μια καινούρια πολυκατοικία στην ίδια οδό που εκείνη την εποχή ξαναχτιζόταν από την αρχή, και εντυπωσιαζόταν από το νεοφανές τότε λίβινγκ ρουμ του άνετου διαμερίσματος του πρώτου ορόφου- ενός ορόφου που σήμερα θα τον απέφευγαν οι έχοντες μια υψηλή οικονομική δυνατότητα, όπως ενδεχομένως θα απέφευγαν πια και ολόκληρη την πολυκατοικία, έτσι όπως είναι τόσο πολύ κοντά τόσο στην απέναντί της, όσο και στην όχληση των αυτοκινήτων- ενώ το 1956 το ιδιωτικό αυτοκίνητο ήταν ένα προνομιακό όχημα για την είσοδο στη μοντέρνα ζωή.

Ανάλογα εμβαθυμένη χρονικά ατμόσφαιρα μπορεί να υπάρχει όταν περιδιαβάζω την οδό Ηροδότου στο Κολωνάκι, και ανακαλώ το “Μπούμερανγκ” του Γιάννη Μαρή, όπου σ’αυτές τις πολυκατοικίες, το 1968 που διαδραματίζεται το έργο, μπορεί ένα διαμέρισμα πολυτελείας να καταλαμβάνει έναν ολόκληρο όροφο, με σωφέρ και πολυάριθμο υπηρετικό προσωπικό, σε μια περιοχή που τότε ήταν αποκλειστικά περιοχή κατοικίας, ενώ σήμερα είναι γεμάτη από επαγγελματικές χρήσεις.

Στο βιβλίο «Καλοκαίρι του φόβου», του οποίου η υπόθεση διαδραματίζεται το 1971, πρωταγωνιστεί η πλατεία Κολωνακίου, με την πυκνή κοινωνικότητα της εποχής, και το πρώτο κύμα των τουριστών που φέρνει στην καρδιά της ελληνικής πρωτεύουσας τα καινοφανή τολμηρά ήθη της ευρωπαϊκής νεολαίας («οι μίνι φούστες που τίποτα δεν αφήνουν κρυμμένο» ή «το πολύχρωμο γιούνισεξ ντύσιμο»).

Είναι τόσο οικείος ο χάρτης του σύμπαντος του Γιάννη Μαρή, από την πλευρά της ονοματοθεσίας των οδών, έτσι όπως οι χαρακτήρες του “πετάγονται” από τη διασταύρωση των οδών Πινδάρου και Σκουφά στην Ιουλιανού, στην Ηπείρου ή στη Μάρνη, και έχει ενδιαφέρον ότι αφορά περιοχές της τότε “κεντρικά αναδυόμενης” Αθήνας, που είναι και σήμερα- και για διαφορετικούς λόγους ακόμα- αναβράζουσες από ζωή, και διαρκώς εξελισσόμενες προς απρόσμενες κατευθύνσεις. Αυτή η οικειότητα- των πολλαπλών στρωμάτων της όχι μακρινής διαχρονίας- προσφέρει κάποια στέρεα “σανίδια” να πατήσεις στον κατά τα άλλα από τη φύση του “φευγάτο” αναβαπτισμό στην πόλη.

***

Οικειότητα και αποπλάνηση

Πατησίων και Αγίου Μελετίου..στέκει ακόμα

Αυτή η αίσθηση «οικειότητας» αφορά ορισμένως και τη δομή της κοινωνίας της Αθήνας: ολιγομελή γραφεία δικηγόρων και πολιτικών μηχανικών επιδιώκουν περίπου τους ίδιους επαγγελματικούς στόχους από τη δεκαετία του 1950 μέχρι τώρα, όλη η Αθήνα- παρά το μεγάλο μέγεθός της- προσομοιάζει σε χωριό από την άποψη της εγγύτητας των πάντων όταν αναζητάς κάτι που σε ενδιαφέρει (σε πλήρη κοινωνική αναντιστοιχία με τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες των στεγανών και των διαχωριστικών τοίχων), μια Αθήνα που γενικά δεν είναι κινδυνώδης παρά μόνο σε αιχμές λοξής και μάλλον απροσδόκητης σύγκρουσης μεγάλων συμφερόντων, η πανταχού παρούσα μικροιδιοκτησία, ακόμα και λεπτομέρειες όπως ο έξω καρδιά και ρηχός Μάκης του «Μπούμεραγκ» του 1968, που κατοικεί σε ρετιρέ της οδού Αναγνωστοπούλου και εξυπηρετεί τους πολύ πλούσιους φίλους του στο να τους ανοίγει πόρτες στα πεδία των απολαύσεων και των ηδονών, εξακολουθεί να είναι πολύ σημερινός, 50-60 χρόνια μετά τα μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή.

Στο σύμπαν του Μαρή βρίσκεις και το στοιχείο της “ευγενούς αποπλάνησης”, τόσο απαραίτητης προκειμένου να παρακινηθείς στην περιπέτεια “να χαθείς στην πόλη”. Στο «Νυχτερινό τηλεφώνημα», ο νέος άνδρας που εργάζεται ως υπάλληλος σε ένα εργοστάσιο στα Πατήσια το 1956 (η οδός Πατησίων απλώνεται επιβλητική ακόμα και το βράδυ με τα λιγοστά φώτα), ζεί μια στριμωγμένη καθημερινότητα πολύ χαμηλών παλμών και μεγάλης επαναληψιμότητας, μέχρι που η τυχαία (μπλέχτηκαν οι γραμμές στα τηλέφωνα και άκουσε κάτι που δεν απευθυνόταν σ’αυτόν) εμπλοκή του σε ένα μυστήριο, στο επίκεντρο του οποίου ήταν μια φίνα γυναίκα του λεγόμενου «καλού κόσμου», τον έκανε να ευγνωμονεί την τύχη του, παρά τους κινδύνους που εγκυμονούσε αυτή η κατάσταση- ενώ κανονικά δεν τον αφορούσε.

Ετσι αισθάνεται κατ’αναλογία και ο «αναβαπτιζόμενος στην πόλη». Στο ίδιο πεδίο, στο «Μπούμεραγκ» προκύπτει η παρατήρηση ότι μια απρόβλεπτη συναναστροφή μπορεί να σου αποκαλύψει κόσμους που δεν υποψιαζόσουν καν την ύπαρξή τους, και ότι αυτό είναι πολύ ερεθιστικό για κάποιον που ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο από την απλή και συνηθισμένη επιβίωση: «Η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων» για ενηλίκους στην Αθήνα!

Μια Αθήνα αρκούντως μυστηριώδης και εν δυνάμει αποκαλυπτική, χωρίς να είναι κινδυνώδης στην καθημερινότητά της, μια Αθήνα που έχεις λόγους να την αγαπήσεις και να την περιδιαβείς, εκεί είναι που συγκλίνουν αυτά τα παλιοκαιρίσια αστυνομικά, και οι διαθέσεις μας να υπάρξουμε και αλλιώς από τη συνηθισμένη καθημερινότητά μας σ’αυτή την πόλη!

***

Επίμετρο

  1. Οι Εισαγωγές του Ανδρέα Αποστολίδη στα βιβλία του Γιάννη Μαρή, που αναδεικνύουν για το καθένα από αυτά την «κουζίνα παραγωγής» του, σε συσχετισμό με τις συνθήκες της εποχής, πολλαπλασιάζουν τη δραστικότητα αυτών των αστυνομικών μυθιστορημάτων στη λειτουργία στην οποία αναφερόμαστε στο παρόν κείμενο. Πολύτιμη επίσης εν προκειμένω η πολυτονική γραφή των εκδόσεων «Άγρα».
  2. Ένα δυναμικό Μουσείο της Κοινωνικής Ιστορίας των Αθηνών, μαζί με ένα εμπνευσμένο Πανόραμα των κάθε λογής κτιρίων (υφιστάμενων και μη) από όλες τις φάσεις μεταποίησης της πόλης που κάθε φορά ξεκινούσε από την αρχή, και μαζί με μια συνολική δημιουργική σύνδεση με τα (πολλά και πολύ ιδιαίτερα) βιβλία, τις ταινίες και τη μουσική που την αφορούν, δεν μπορεί να μην εμπεριέχει και τα βιβλία του Γιάννη Μαρή για τη φάση του Μεταπολέμου- σε συνδυασμό με ειδικές εκδόσεις της εποχής, όπως το Who is Who του 1965, όπου μαζί με τα ονόματα των επιφανών του τότε, και τα βιογραφικά τους, σημειώνονται οι τόποι της κατοικίας τους, που συμβαίνει να ανήκουν στην αστική γεωγραφία των αστυνομικών του Μαρή.
  3. Και καθώς η ανθρωπογεωγραφία του Γιάννη Μαρή έχει σχέση με τα πολυτελή πάθη της εποχής και τις περιπλοκές τους, ένα τέτοιο Μουσείο θα είχε και την ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη- που αφορά τον ζόφο που συνυπήρχε με το καινούριο φως-, τα θεατρικά του Καμπανέλλη για μια κοινωνία που άλλαζε ριζικά-, τα (ανατρεπτικά του «πολιτισμού του κιμά») γραπτά του Μάριου Χάκκα (που τρεχόντως κυκλοφορούν ξανά από την «Άγρα»).
  4. Και συμπληρώνοντας την φανταστική ιδιοκατασκευή του Μουσείου που ξεκίνησα να οικοδομώ με αυτό το κείμενο, ας μου επιτραπεί κάτι προσωπικό: βλέπω σ’αυτό το Πανόραμα και το μυθιστόρημά μου «Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2008, όπου ασφυκτικά στριμωγμένοι οικονομικά οι Έλληνες, υιοθετούν μια νέα Μεγάλη Ιδέα: να γκρεμίσουν ολοκληρωτικά την Αθήνα πρώτα, και όλες τις πόλεις μετά, ώστε μήπως ξαναχτίζοντάς τις προκύψουν νέες περιουσίες όπως μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Σπεύδουν να το υλοποιήσουν, στο βιβλίο, με αποτέλεσμα να προκύψει ένα χτισμένο περιβάλλον πέρα από κάθε φαντασία…
  5. Πολλά μπορείς να πεις, να γράψεις, να τραγουδήσεις, να φανταστείς για την Αθήνα- και όχι λίγα από αυτά τα πολλά είναι στριμωχτικά και ανεπιθύμητα. Σε κάθε περίπτωση όμως δεν μπορείς παρά να δεις ότι συνιστά ένα οικοσύστημα με έντονα αναβράζουσα και ποικιλότροπηενέργεια, και το σημαντικότερο: καθόλου στάσιμο, κάθε τόσο και εξαίφνης αλλάζει χρώμα και κατεύθυνση, με απρόβλεπτες συνέπειες…

(*) Ο Γιώργος Μ. Χατζηστεργίου είναι πολιτικός μηχανικός και συγγραφέας. Το καλοκαίρι κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Αλεξάνδρεια» το βιβλίο του «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων».

Τα βιβλία που αναφέρονται στο άρθρο’

ΜπούμεραγκΝυχτερινό τηλεφώνημα, Το καλοκαίρι του φόβου

https://www.oanagnostis.gr/