Η ακραία ξηρασία έκανε το 2024 τη χειρότερη χρονιά στην ιστορία της μελισσοκομίας. Οι μέλισσες λιμοκτονούν, η μείωση παραγωγής φτάνει τοπικά και το 90%. Πλημμυρίζει η αγορά από «ελληνοποιημένο» μέλι.
Η πιο καταστροφική χρονιά στην ιστορία της μελισσοκομίας είναι όπως όλα δείχνουν το 2024, καθώς η ξηρασία έχει ρίξει την παραγωγή σε κάποιες περιπτώσεις μέχρι και κατά 90%.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, παράλληλα με το αυξημένο κόστος παραγωγής και τις «ελληνοποιήσεις» εισαγόμενων μελιών έχουν δημιουργήσει ένα ασφυκτικά αρνητικό περιβάλλον για το μέλλον της μελισσοκομίας και τους παραγωγούς.
Δεύτερος μήνας του φθινοπώρου ο Οκτώβριος και όλοι από νωρίς είχαν καταλάβει λόγω του καιρού όπως εξελισσόταν ότι θα είχαμε μία πολύ δύσκολη χρονιά για την παραγωγή του ελληνικού «χρυσού», όπως λένε το μέλι. Όσο περνάνε όμως οι μήνες η κατάσταση γίνεται όλο και χειρότερη.
Όπως λέει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας (ΟΜΣΕ), Κωστ. Λεονταράκης στο BD, «είναι η πιο καταστροφική χρονιά που έχουμε ζήσει ποτέ στα χρόνια της μελισσοκομίας φέτος. Αυτή η ξηρασία και η παρατεταμένη ανομβρία έχει φέρει τη φύση σε νεκρική κατάσταση. Το πρώτο πράγμα που συνδέεται με τη φύση είναι η μέλισσα. Η γύρη είναι μηδενική, οι μέλισσες υποαναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της άνοιξης».
Όσον αφορά τα νέα που έρχονται από όλη τη χώρα είναι δυστυχώς αποθαρρυντικά. Πανελλαδικά, όπως τόνισε ο κ. Κ. Λεονταράκης, η παραγωγή είναι μειωμένη κατά 70%, ενώ τραγική είναι η κατάσταση στο θυμαρίσιο μέλι. «Η παραγωγή είναι μειωμένη στην Κρήτη και στα νησιά της τάξης του 90%. Μιλάμε για μηδενικούς τρύγους στα νησιά. Μιλάμε για καταστροφική χρονιά. Καμία νομή του μελιού δεν απέδωσε. Ήταν ξερή η φύση από την άνοιξη».
Από τον Έβρο που πέρσι είχε πληγεί από μεγάλες πυρκαγιές μέχρι και τη νότια Ελλάδα και την Κρήτη, η κατάσταση είναι πάρα πολύ άσχημη.
Μόνη ελπίδα, όχι για την παραγωγή αλλά για την σωτηρία των μελισσιών, είναι οι τελευταίες βροχές που έπεσαν και υπάρχει ελπίδα αν ξαναβρέξει η φύση να παράγει λίγη γύρη, ίσα ίσα για να συντηρηθούν οι μέλισσες να μπορέσουν να βγάλουν το χειμώνα. Με την προϋπόθεση βέβαια να τις ταΐσουν και οι μελισσοκόμοι. Πράγμα όμως που ανεβάζει το κόστος της παραγωγής στα ύψη.
Όπως ανέφερε ο πρόεδρος της ΟΜΣΕ «το κοστολόγιο το είπαμε και στο υπουργείο είναι τεράστιο δεν μπορούμε να το αντέξουμε, πόσο μάλλον όταν δεν έχουμε βγάλει εμείς εισόδημα. Να πουλήσουμε μέλι για να συντηρηθούμε εμείς και να συντηρήσουμε και τις μέλισσες». Όπως τονίζει, «οι μέλισσες ήδη λιμοκτονούν. Δεν υπάρχει αρκετή γύρη για να αντεπεξέλθουν. Όλα αυτά τα έχουμε προσκομίσει στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης με έναν τεκμηριωμένο φάκελο. Ο ΕΛΓΑ δεν ανταποκρίνεται. Ζητάμε μία ενίσχυση της τάξης των 80 ευρώ ανά κυψέλη».
Δυστυχώς όπως σημείωσε ο κ. Κ. Λεονταράκης από το υπουργείο η απάντηση ήταν ότι τα χρήματα είναι πάρα πολλά. «Δεν υπάρχει άλλη λύση: Ή μας δίνουν χρήματα και συνεχίζουμε να υπάρχουμε σαν κλάδος ή επιλέγουν να αφανιστούμε σαν κλάδος, ενώ η Ελλάδα είναι η μεγαλύτερη μελισσοκομική δύναμη καταγεγραμμένη στην Ευρώπη. Πρέπει να επιλέξουν αν θα στηρίξουν τον κλάδο ή θα αφήσουν να αφανιστεί», υπογράμμισε.
«Βραχνάς» οι ελληνοποιήσεις
Οι «ελληνοποιήσεις» εισαγόμενων μελιών δυστυχώς είναι αυτή την στιγμή το σοβαρότερο πρόβλημα στο εμπόριο μελιού. «Κάνουν κουμάντο στη μελισσοκομία της Ελλάδας οι ελληνοποιήσεις. Γιατί δεν ελέγχονται αυτοί που τα φέρνουν, δεν ελέγχονται τα μέλια, δεν ελέγχονται οι ποσότητες και αποτέλεσμα είναι να υποτιμάται το δικό μας μέλι, να μένει απούλητο στις αποθήκες και αν πουληθεί να είναι όχι σε τιμή που πρέπει για να ζήσουμε εμείς», τόνισε ο πρόεδρος της ΟΜΣΕ.
Παράλληλα όμως υπάρχει και ουσιαστικό πρόβλημα για τη δημόσια υγεία, καθώς έχουν διοχετευθεί στην αγορά επικίνδυνα μέλια, τα οποία κυκλοφορούν με παραπλανητικές ετικέτες.
Όπως τόνισε ο κ. Κ. Λεονταράκης τα μέλια από χώρες εκτός ΕΕ έχουν «πνίξει» την αγορά της Ευρώπης, καθώς όπως φαίνεται η ΕΕ δεν προστατεύει τους παραγωγούς της. Τα μέλια αυτά μάλιστα δεν έχουν τις αυστηρές οδηγίες και αυστηρούς κανονισμούς που διέπουν την ευρωπαϊκή παραγωγή, πράγμα που δημιουργεί αμφιβολίες τόσο για την ποιότητά τους όσο και για την ασφάλεια που υπάρχει για τους καταναλωτές.
«Υπάρχει και το κενό της νομοθεσίας που καλύπτει τις νοθείες και τις ελληνοποιήσεις. Υπάρχουν νομοθετικά κενά στην τυποποίηση και τις ετικέτες τα έχουμε θίξει στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης επί Κεδίκογλου, δυστυχώς δεν έχει γίνει τίποτα», κατέληξε ο πρόεδρος της ΟΜΣΕ.
Μοναδική λύση είναι η πολιτεία να πραγματοποιεί εντατικούς ελέγχους, να κλείσει τα νομοθετικά «παράθυρα» που υπάρχουν και βάση αυτών δρουν οι επιτήδειοι, καθώς επίσης να προβλέπονται και υψηλά πρόστιμα για τους παραβάτες.