Στα νησιά και τα παραθαλάσσια χωριά, η παρανομία στο θέμα της ηχορύπανσης έχει πάρει, με την άνοδο του τουρισμού, τρομακτικές διαστάσεις. Λειτουργούν, ανάμεσα στα σπίτια, ακόμη και μαγαζιά που δεν έχουν καν κλειστούς χώρους (άρα απαγορεύεται να έχουν και ηχεία), τα οποία βαράνε μουσικές αλύπητα και κανείς δεν κάνει τίποτε
της Μαρίας Δεδούση
Οταν ήμουν έφηβη και πήγαινα διακοπές, είτε στα νησιά είτε στους τόπους «παραθερισμού», υπήρχε πάντα εκείνη η απόμερη ντίσκο, έξω από τους οικισμούς, κάπου στον κεντρικό δρόμο, ή στο τέλος ενός σκοτεινού μονοπατιού.
Είχαμε πιει και είχαμε χορέψει μέχρι τελικής πτώσεως στην ντίσκο «Λα Λούνα», ή «Αφροδίτη», ή «Dream», ή σκέτα «Ντίσκο», στο πουθενά. Τα κουφάρια τους υπάρχουν ακόμη σε κάποιο άσχετο σημείο του «διεθνούς», όπως λέγαμε τότε όποιον δρόμο είχε άσφαλτο, ή χωμένα μέσα σε καλαμιές, δίπλα σε κάποιο ποτάμι. Κάποιες έγιναν αργότερα «κλαμπ», αρκετές όμως παροπλίστηκαν, διότι οι άνθρωποι πλέον διασκεδάζουν μέσα στους οικισμούς.
Μέσα στους οικισμούς, οι οποίοι υποφέρουν. Μέσα στους οικισμούς, όπου τα ντεσιμπέλ βαράνε κόκκινο μέρα και νύχτα. Μέσα στους οικισμούς, όπου παρά τα μέτρα περί κοινής ησυχίας και ηχορύπανσης, αυτό που επικρατεί τελικά ως κοσμοθεωρία είναι το «δύο μήνες περιμένουμε κι εμείς για να κονομήσουμε». Μέσα στους οικισμούς, όπου δεν μπορείς όχι να κοιμηθείς, αλλά ούτε να ακούσεις τι σου λέει ο διπλανός σου, 100 μέτρα μακριά από το μπαρ.
Οι νόμοι είναι σαφείς και αυστηροί. Και αν εφαρμόζονταν, θα προστάτευαν πράγματι τους κατοίκους και τους επισκέπτες από τη φρικαλέα ηχορύπανση. Δεν εφαρμόζονται, όμως. Και οι λόγοι είναι πολλοί.
Για τα καταστήματα της εστίασης, σύμφωνα με τον νόμο, το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο είναι τα 100 ντεσιμπέλ για τα κέντρα διασκέδασης (μπουζούκια και κλαμπ) και 80 ντεσιμπέλ για όλα τα άλλα. Εντός του κτιρίου. Ογδόντα ντεσιμπέλ εντός του κτιρίου σημαίνει ότι έξω από αυτό δεν πρέπει να ακούγεται σχεδόν τίποτα. Σε πόσα μαγαζιά, στις τουριστικές περιοχές ειδικότερα, εφαρμόζεται αυτό; Σε κανένα. Περπατάς σε ένα σοκάκι και οι μουσικές σε «βομβαρδίζουν» από παντού, ενώ τρίζουν τα τζάμια των παρακείμενων σπιτιών υπό τις γκαρίδες του Βασίλη Καρρά ως τις 4 το πρωί.
Στις τοπικές κοινωνίες, όλοι ξέρουν όλους και η σιωπηρή ανοχή είναι ο κανόνας. Η αστυνομία –που δεν εξαιρείται– σπεύδει μεν όταν γίνονται καταγγελίες, αλλά σπανιότατα «γράφει» τους παραβάτες. Κάνει κάποια παρατήρηση και μόλις στρίβει τη γωνία, ο Καρράς επανέρχεται, συχνά και πιο δυνατά, επειδή ο ιδιοκτήτης έχει τσαντιστεί που του φέρανε το 100.
Η παράβαση, κανονικά, είναι πλημμέλημα. Δηλαδή ο παραβάτης συλλαμβάνεται και πάει αυτόφωρο, τιμωρούμενος με ποινή φυλάκισης έως ενός έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον 5.000 ευρώ. Και στα τρία αυτόφωρα, λουκέτο για 10 ημέρες. Ομως, τα περιπολικά δεν έχουν ηχόμετρα, κάτι που είναι απαραίτητο για να στοιχειοθετηθεί η παράβαση.
Ηχόμετρα έχουν μαζί τους μόνο όταν πηγαίνουν για τακτικούς ελέγχους, οι οποίοι σπανίως έχουν αποτέλεσμα, διότι τα μαγαζιά ενημερώνουν το ένα το άλλο και κατεβάζουν –για λίγο– τη μουσική. Η αστυνομία δείχνει απρόθυμη να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, παρότι ο νομοθέτης της έχει δώσει όλα τα όπλα.
Ο ίδιος ιδιοκτήτης, στο μεταξύ, έχει ρουμς δίπλα στο μπαρ του, τα οποία χρεώνει 100 ευρώ τη βραδιά στους τουρίστες που εξαναγκάζονται να ξενυχτάνε μαζί του και μαζί με τον Καρρά. Το θεωρεί πιθανώς μέρος της ελληνικής τουριστικής κουλτούρας, το οποίο είναι υποχρεωμένοι να απολαύσουν κι αν δεν το εκτιμούν φταίει που είναι ξενέρωτοι Βόρειοι.
Επώνυμες καταγγελίες γίνονται ελάχιστες. Διότι οι τοπικές κοινωνίες, εκτός από κλειστές, είναι και εκδικητικές. Κανείς δεν θέλει να βρεθεί με σπασμένο το δικό του μαγαζί ή το αυτοκίνητό του ή και χειρότερα. Και οι ανώνυμες καταγγελίες, όμως, αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο: Αυτομάτως στοχοποιείται όποιος έχει παραπονεθεί στο παρελθόν, ή απλώς τυχαίνει να μένει δίπλα. Είναι ο προφανής «ένοχος», που θέλει να μας κλείσει και να μη δουλέψουμε κι εμείς σαν άνθρωποι. Θέλει να κοιμάται μέσα στην τουριστική περίοδο, ο αχρείος. Δεν είναι καλό να στοχοποιείσαι, ιδιαίτερα από ανθρώπους που κινούνται στη νύχτα.
Το πρόβλημα δεν είναι μόνο καλοκαιρινό και δεν είναι μόνο των τουριστικών περιοχών. Η ηχορύπανση από την εστίαση είναι μια διαχρονική ασθένεια που πλήττει και πολλές περιοχές της Αθήνας. Πέρα από το θόρυβο από τις μουσικές, είναι και πολλά ακόμη: Οι άνθρωποι που φωνάζουν –συχνά μεθυσμένοι– έξω από τα μαγαζιά, τα μηχανάκια με τις σπασμένες εξατμίσεις, τα αυτοκίνητα, η καντίνα με το «βρώμικο» που ξενυχτάει λίγο πιο δίπλα, ένα γενικευμένο χάος.
Στα νησιά και τα παραθαλάσσια χωριά, όμως, η παρανομία στο θέμα της ηχορύπανσης έχει πάρει, με την άνοδο του τουρισμού, τρομακτικές διαστάσεις. Λειτουργούν, ανάμεσα στα σπίτια, ακόμη και μαγαζιά που δεν έχουν καν κλειστούς χώρους (άρα απαγορεύεται να έχουν και ηχεία), τα οποία βαράνε μουσικές αλύπητα και κανείς δεν κάνει τίποτε. Η πλήρης αδιαφορία για τους μόνιμους κατοίκους, που πρέπει να σηκωθούν το πρωί να πάνε στη δουλειά τους, είναι πρωτοφανής. Το ίδιο και η αδιαφορία για όσους πάνε μια εβδομάδα διακοπές και γυρίζουν πιο κουρασμένοι από ποτέ.
Δίπλα σε όλα αυτά είναι και τα μεγάλα ξενοδοχεία, τα οποία κατά κανόνα είναι μονίμως στα δικαστήρια με κάποιο παρακείμενο μπιτσόμπαρο και με βασικό στόχο την αλληλοεξόντωση.
Δεν λέει κανείς να γίνουν οι τουριστικοί προορισμοί «εκκλησίες». Ο στοιχειώδης σεβασμός στους άλλους, όμως, και η τήρηση των νόμων, δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ούτε ως υπερβολές ούτε ως «απειλές για τον τουρισμό». Ούτε μπορεί να υποφέρει ένας ολόκληρος οικισμός επειδή ο ανιψιός του τάδε τοπικού παράγοντα αποφάσισε να ανοίξει ξενυχτάδικο στο κέντρο του και «δεν τον ακουμπάει κανείς».
Κάθε ξεχασμένο χωριουδάκι στην ελληνική ακτογραμμή θέλει ξαφνικά να γίνει Ιμπίθα. Σε μια εποχή που ακόμη και η ίδια η Ιμπίθα έχει σιχαθεί τον εαυτό της.