Γιατί οι μεταφραστές της λογοτεχνίας επιδεικνύουν τέτοιο πάθος στο να ξαναγράψουν (rewrite) το έργο άλλων για ένα διαφορετικό γλωσσικό και πολιτισμικό αναγνωστικό κοινό;Ίσως μεταφράζουμε κατά παραγγελία του εκάστοτε συγγραφέα ή εκδότη (για οικονομική ή άλλη ανταμοιβή).
Ίσως μεταφράζουμε γιατί νοιώθουμε κάποια πνευματική συγγένεια με το έργο του συγγραφέα που μας εμπνέει ώστε να θέλουμε να οικειοποιηθούμε το έργο του στη γλώσσα μας (για προσωπικούς λόγους).
Ίσως χρησιμοποιούμε το έργο του σαν αφετηρία για τη δημιουργία ενός νέου έργου στη δική μας γλώσσα, μέσω της απομίμησης, της διασκευής, της αντιγραφής και όλων των άλλων ακραίων μορφών της ελεύθερης μετάφρασης.
Ίσως επιλέγουμε να μεταφράζουμε επειδή θα θέλαμε να δοκιμάζουμε τις δυνατότητες που έχει η γλώσσα-στόχο να εκφράσει ένα συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος, που πιθανόν την εμπλουτίζει και την ανανεώνει ταυτόχρονα.
Ή γιατί -ενδεχομένως- ο στόχος μας είναι η επιθυμία να κάνουμε γνωστό τον συγγραφέα στην κουλτούρα της γλώσσας-στόχου διότι, κατά τη γνώμη μας, έχουμε να κάνουμε με μια σημαντική ή/και πρωτότυπη φωνή που αξίζει τις ‘άχαρες προσπάθειες’ (σύμφωνα με αρκετούς μεταφραστές) που ενέχονται στη μετάφραση της λογοτεχνίας. Το τελευταίο αυτό μέλημα είναι που αποτελεί συνήθως τον κυρίαρχο -έστω και σιωπηρό- στόχο του μεταφραστή.
Αυτό το μέλημα φαίνεται να είναι διαδεδομένο ανάμεσα στους έμπειρους μεταφραστές κρίνοντας από τις συζητήσεις του Edwin Honig με διακεκριμένους μεταφραστές. Έτσι ο Robert Fitzgerald (στο Honig 1985:103-4) επισημαίνει ότι: «Ο μεταφραστής υπηρετεί τον μεταφραζόμενο ποιητή και η υπηρεσία που προσφέρεται γίνεται αποκλειστικά για να μεταφέρει το ξένο έργο στην άλλη γλώσσα».
Ίσως, στις μέρες μας, η μεγαλύτερη έμφαση στο χρέος του μεταφραστή προς τον συγγραφέα του κειμένου πηγή (ΚΠ) και προς την κουλτούρα του, πηγάζει από το γεγονός ότι οι ξένοι συγγραφείς μεταφράζονται συχνά σήμερα ως εκπρόσωποι της λογοτεχνικής τους παράδοσης και πολιτισμού, με στόχο να αναδεικνύεται όχι μόνο ο συγγραφέας, αλλά και ολόκληρη η λογοτεχνική του παράδοση. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές με τις λογοτεχνίες που ανήκουν σε γλώσσες που αναφέρει ο Dickens (1994:30-31) ως «γλώσσες μικρότερης – ή περιορισμένης- εμβέλειας». Επισημαίνει πως κατά βάθος είναι οι μεμονωμένοι συγγραφείς που φτιάχνουν ή καταστρέφουν τη φήμη αυτών των λογοτεχνιών στο αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό και πως οι μεταφραστές τους συνήθως έχουν δύο βασικούς στόχους: «…να δώσουν σε αξιόλογους μεμονωμένους συγγραφείς το δικό τους μερίδιο διεθνούς προβολής και να τονίσουν το γεγονός ότι ορισμένες μικρές κουλτούρες κατέχουν ένα λογοτεχνικό σώμα που δυνητικά να ενδιαφέρει ένα ευρύτερο κοινό.» Αυτός είναι σίγουρα ο λόγος που εγώ μεταφράζω Έλληνες συγγραφείς. Δεν πιστεύω πως ο ρόλος μου ως μεταφραστή είναι να οικειοποιηθώ το λογοτεχνικό τους κείμενο. Ούτε το χρησιμοποιώ σαν αφετηρία για τις δικές μου λογοτεχνικές φιλοδοξίες. Οι ξένοι αναγνώστες δε διαβάζουν τις μεταφράσεις μου γιατί τις υπογράφω εγώ. Τις διαβάζουν (αν και στο βαθμό που τις διαβάζουν) για να μάθουν για τους Έλληνες συγγραφείς που μεταφράζω. Ως μεταφραστής θεωρώ πως το χρέος μου είναι πρωτίστως προς τον συγγραφέα και την παράδοσή του και ύστερα προς τον αγγλόφωνο αναγνώστη και τη δική του παράδοση. Ως μεταφραστής είμαι, εξ’ ορισμού, ένας εκ νέου συγγραφέας (re-writer), ωστόσο όμως δεν ανήκω σε αυτή τη ‘συνεχώς αυξανόμενη στρατιά των εκ νέου συγγραφέων (re-writers)’, όπως αναφέρει ο Milan Kundera, οι οποίοι παίρνουν το έργο ενός συγγραφέα και το αναπαράγουν κατά τη δική τους εικόνα και ομοίωση.
Έχω εξηγήσει, ως ένα βαθμό, τους λόγους για τους οποίους ξαναγράφουμε το έργο ξένων συγγραφέων. Ο τρόπος που αυτό γίνεται, δηλαδή η διαδικασία που ακολουθείται, είναι άλλο θέμα και είναι ένα θέμα που δεν μας απασχολεί απόψε.
Θα ήθελα να τελειώσω (ως μαχόμενος μεταφραστής) λέγοντας ότι ο σκοπός μου, σ’ αυτή την πολύ σύντομη τοποθέτηση, είναι όχι μόνο να υπογραμμίσω αλλά και να εξαίρω το ρόλο του μεταφραστή στη μεταφραστική διαδικασία και να αντιστρέψω τη συνηθισμένη αντίληψη που βλέπει ιεραρχικά πρωτεύοντα τον συγγραφέα και δευτερεύοντα τον πιστό (ή άπιστο) μεταφραστή του. Αντί να αναγνωρίζεται για τις εκατομμύρια αποφάσεις που πήρε και τις (επιτυχείς) λύσεις που βρήκε κατά τη μεταφραστική διαδικασία, συνήθως ο μεταφραστής αποκτά κύρος ανάλογα με τον αίγλη του συγγραφέα που μεταφράζει. Είναι πολύ συνηθισμένο, π.χ., ο μεταφραστής να συνοδεύει τον συγγραφέα που έχει μεταφράσει σε λογοτεχνικά φεστιβάλ (όπως αυτό) ή σε τιμητικές εκδηλώσεις και να συστήνεται από τον συγγραφέα ως «ο μεταφραστής μου». Στην πραγματικότητα, καθώς είναι κατά κανόνα ο μεταφραστής που επιλέγει τον συγγραφέα που μεταφράζει (και, υπό ιδανικές συνθήκες, με βάση κάποια καλλιτεχνική ή ψυχική συγγένεια που αισθάνεται μαζί του), θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου οι ρόλοι να αναστρέφονται και να είναι ο συγγραφέας που συστήνεται από τον μεταφραστή ως «ο συγγραφέας μου». Όπως γράφει ο γνωστός συγγραφέας και μεταφραστής ο Tim Parks (2010): «Καιρός είναι να αναγνωριστούν οι μεταφραστές – [αυτοί] οι κακοπληρωμένοι και παραγνωρισμένοι ήρωες πίσω από την παγκόσμια επιτυχία πολλών συγγραφέων.»
Σημ:
Η ανάγκη του μεταφραστή να «εμπνέεται από την ίδια μούσα» με τον ποιητή του ή – αλλιώς – να διακατέχεται από κάποια αίσθηση ψυχικής ή καλλιτεχνικής συγγένειας με τον ποιητή του τονίζεται από τους περισσότερους μεταφραστές. Στο θέμα αυτό ο Φράιερ (1981: 216), π.χ., λέει: «Φυσικά, στις περισσότερες περιπτώσεις ο μεταφραστής θα πρέπει να ‘αναδημιουργεί’ μόνο τους ποιητές με τους οποίους τον συνδέει μία φυσική [= εγγενή] συγγένεια, ή εκείνους που τον διεγείρουν ή τον προκαλούν με κάποια από τις ποιότητες της ενόρασης και της τεχνικής τους». Κατά τον ίδιο τρόπο, στο έμμετρο έργο του «Δοκίμιο περί μεταφρασμένης ποίησης» που γράφτηκε το 1685 (βλ. Lefevere 1992b: 43-45), ο Κόμης του Ρόσκομον προτρέπει τον επίδοξο μεταφραστή να επιλέγει έναν συγγραφέα με τον οποίο νιώθει ένα «δεσμό συμπάθειας», έτσι ώστε «οι σκέψεις σας, τα λόγια σας, οι τρόποι σας, οι ψυχές σας να συμφωνούν» και ο μεταφραστής «να γίνεται όχι πια ο ερμηνευτής του ποιητή αλλά αυτός ο ίδιος».
(*) O Ντέιβιντ Κόννολυ είναι μεταφραστής από τα ελληνικά στα αγγλικά. Το κείμενο είναι η ομιλία του στη συζήτηση για τη μετάφραση που έγινε στο 3ο Φεστιβάλ Χανίων.