Αξίζει να ανατρέχουμε στο δημοψήφισμα για έναν και μόνο λόγο. Για να θυμόμαστε πόσο εύκολα, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορείς να χειραγωγήσεις έναν λαό, να τον κατευθύνεις όπως τα αιγοπρόβατα στο μαντρί και να ποτίσεις το θυμικό του με αφροσύνη...
Η 5η Ιουλίου, επέτειος του δημοψηφίσματος, δεν πρέπει να είναι εύκολη για πολλούς συμπατριώτες μας. Και πάντα αυτή τη μέρα θυμάμαι εκείνες τις κοπελιές που το βράδυ χόρευαν στο Σύνταγμα. Είναι, βέβαια, κάπως άδικο για αυτές να κυκλοφορεί διαχρονικά η φωτογραφία τους ως μνημείο αφέλειας ή κοινής ανοησίας. Δεν ήταν, άλλωστε, οι μόνες. Ηταν το 62% του εκλογικού σώματος.
Γι’ αυτό και πολλοί στην κοινωνική δικτύωση, όχι απαραιτήτως οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ ή του Τσίπρα –άλλωστε δεν έχουν απομείνει και πολλοί– θυμώνουν όταν ανασύρονται οι επετειακές μνήμες. Ταυτίζονται με τις κοπελιές. Είναι πολύ άβολο να αισθάνεσαι είτε ηλίθιος, είτε εξαπατηθείς. Να αισθάνεσαι ότι με τη δική σου ψήφο πήγες να σκοτώσεις την ίδια σου τη χώρα.
Οι λαοί, βέβαια, δεν φταίνε ποτέ. Δεν μπορεί να γίνει και αλλιώς. Και είναι παράδοξο. Διότι οι λαοί υφίστανται τις ευθύνες των επιλογών τους, αλλά δεν τις επωμίζονται. Ο λαός είναι σοφός και πάντα αθώος του αίματος. Και έτσι, σχεδόν ένας ολόκληρος λαός συνέπραξε σε έναν τυχοδιωκτισμό, σε μία αλητεία που παραλίγο να λάβει διαστάσεις εθνικής καταστροφής. Διότι αν ο Τσίπρας ακολουθούσε τη λαϊκή επιταγή, αν πραγμάτωνε τις φαντασιώσεις ή, καλύτερα, τις ονειρώξεις των συντρόφων του, θα φτάναμε σε μια μοναδική περίπτωση εθνικής αυτοκτονίας.
Τέλος πάντων, όλα αυτά είναι πρόσφατα, έχουν ιστορηθεί και αναλυθεί σε επίπεδο λεπτομέρειας. Η χώρα βρέθηκε όμηρος μιας νομενκλατούρας αρχαρίων που πίστεψαν ότι μπορούν να οικοδομήσουν κάτι σαν τη Βόρεια Κορέα της Ευρώπης, με τον στρατό του Καμμένου να εγγυάται την εσωτερική τάξη και ασφάλεια.
Εννιά χρόνια μετά, το δημοψήφισμα του 2015 δείχνει λες και είναι πιο μακριά, πίσω στον χρόνο. Αλλαξε ο κόσμος, άλλαξε η χώρα, είμαστε και εμείς διαφορετικοί. Και όσο πιο γρήγορα ξεχνάς ένα εθνικό όνειδος, τόσο το καλύτερο. Εκείνες τις μέρες η χώρα μύριζε μπαρούτι. Χάλασαν φιλίες, οικογένειες τα έσπασαν πάνω από το κυριακάτικο τραπέζι. Θυμάστε, αν δεν ήσουν με το κυβερνητικό πρόταγμα, σου φορούσαν τον μελανό χιτώνα. «Γιατί αυτός ο λαός χρωστάει μόνο στους ποιητές του». Ομως η πραγματική σφαγή θα πότιζε με αίμα τους δρόμους αν ο Τσίπρας προχωρούσε σταθερά προς αυτό που είχε σχεδιάσει με τους δικούς του.
Και τώρα ακούς ορισμένους να λένε ότι του οφείλουμε χάρη επειδή έστριψε το τιμόνι πριν τον γκρεμό. Δεν πάμε καλά. Αυτός ο άνθρωπος πήγε να οδηγήσει τη χώρα στη μεγαλύτερη καταστροφή μετά τη Μικρασιατική, έπαιξε τα ρέστα του χωρίς φράγκο στην τσέπη και σήμερα επαίρεται για τη σωτηρία της. Μεταξύ μας, εδώ υπάρχει και μια δόση αλήθειας. Κανένας πλην του Τσίπρα δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει τόσο σκληρό πρόγραμμα, δεσμεύοντας για έναν αιώνα τη δημόσια περιουσία. Αν ήταν άλλος στη θέση του θα τον είχαν κρεμάσει στο Σύνταγμα.
Ας είναι. Αυτές οι σκληρές κρίσεις σίγουρα περιέχουν και αρκετή δόση πικρίας. Ολοι όσοι ταχθήκαμε με το «Μένουμε Ευρώπη» κατηγορηθήκαμε ως προδοτική μειοψηφία, δωσίλογοι των δανειστών, τσιράκια των Γερμανών. Από ποιους; Από εκείνους που στο τέλος τρίφτηκαν σαν μικρά γατάκια στα παπούτσια της καγκελαρίου. Και ναι, το να ανασύρεις κάθε χρόνο το δημοψήφισμα ίσως φανερώνει και κάποια μικροψυχία κατά των συμπολιτών που εξαπατήθηκαν ή διέπραξαν συνειδητά το απονενοημένο. Ωστόσο αξίζει να ανατρέχουμε στο δημοψήφισμα για έναν και μόνο λόγο. Για να θυμόμαστε πόσο εύκολα, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, μπορείς να χειραγωγήσεις ένα λαό, να τον κατευθύνεις όπως τα αιγοπρόβατα στο μαντρί, να ποτίσεις το θυμικό του με αφροσύνη και να τον κάνεις συνένοχο στο έγκλημα.