Στη σκηνή τον είδα για πρώτη φορά το 1968. Ηταν στους «Ορνιθες», τη μνημειώδη παράσταση του Κουν με σκηνικά του Γιάννη Τσαρούχη και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι. Ηταν η επανάληψη της πρώτης παράστασης του 1961 που είχε γίνει στο Ηρώδειο, είχε απαγορευθεί ως βέβηλη από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, στον οποίο στοίχισε τη συντροφιά της κότας στις γελοιογραφίες του Φωκίωνος Δημητριάδη. Ο Λογοθέτης το 1968 υποδυόταν τον Εποπα και τραγουδούσε με την υπέροχη φωνή του το «Ω καλή μου ξανθιά». Το αποτύπωμά του με συνοδεύει έκτοτε. Χρόνια αργότερα, όταν πια γίναμε φίλοι, μου είχε πει ότι ο Κουν είχε ζητήσει από τον χορό στους «Ορνιθες» να πηδούν στον αέρα και μετά να πέφτουν αργά. Πώς είναι δυνατόν; Δεν είναι, παρά μόνον για τον εμπνευσμένο σκηνοθέτη. Σε μια παράσταση, στο Λονδίνο, αν δεν κάνω λάθος, πέφτοντας από το άλμα, του Ηλία του μπήκε ένα καρφί στο πέλμα. Συνέχισε την παράσταση αδιαμαρτύρητα έως το τέλος. Δεύτερη συνάντησή μας με τη «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου, ταινία του Διζικιρίκη. Ο Λογοθέτης έπαιζε τον Επτανήσιο χωροφύλακα. Δεν μπορώ να απομονώσω από τη φωνή του την έκφραση «Caso pensato ή caso accidente». Ακόμη και προ καιρού, όταν ξαναδιάβασα το έργο του Βυζάντιου, άκουγα τη φωνή του πίσω από τις βουβές λέξεις.
Ηταν ταλαντούχος ο Ηλίας Λογοθέτης. Ξεχώριζε από τον μέσο όρο μόνο με την εμφάνισή του. Κωμική ταλεντάρα όπως λέγαμε παλιά. Μόλις ανέβαινε στη σκηνή προσάρμοζε τη συνθήκη της στο δικό του ύφος. Και ήταν αναγνώστης. Αγαπούσε τα κείμενα. Κάτι μάλλον σπάνιο για τη νεότερη γενιά ηθοποιών, που αγαπούν τους εαυτούς τους περισσότερο από τα κείμενα που υποτίθεται ότι υπηρετούν. Ο τρελάρας Λευκαδίτης αναγνώριζε τα όριά του απέναντι στη λογοτεχνία και τη θεατρική γραφή. Και τι υπέροχα τραγουδάει τη «Νήσο των Αζορών» των Μποστ – Θεοδωράκη; Ετσι όπως πρέπει, μια φωνή τενόρου που αποδίδει τον σαρκασμό του Μποστ. Τον έβλεπα από καιρού εις καιρόν, κυρίως χάρη στην κοινή μας φίλη Ρέα Γρηγορίου. Κάναμε σχέδια τα οποία δεν προχώρησαν. Ομως, ήταν μια φιλία χωρίς προϋποθέσεις. Και δεν έκρυβα ποτέ τον θαυμασμό μου απέναντι στην τέχνη του. Υποθέτω ότι το αισθανόταν. Θαύμαζα την ανοιχτόκαρδη τρέλα του και ήταν από τους ελάχιστους ανθρώπους που δεν με εμπόδισαν να τους αγαπώ και να τους θαυμάζω οι διαφορετικές απόψεις τους από μένα. Τίποτε περίεργο. Η σχέση μου με τον Ηλία μού δίδαξε τη συνθήκη της πραγματικής φιλίας. Ενα μόνο πρόβλημα: Προχθές αποχαιρέτισα τον φίλο Δημήτρη Φύσσα, σήμερα αποχαιρετίζω τον Ηλία Λογοθέτη. Ελπίζω να σταματήσουμε εδώ, διότι έτσι όπως πάμε δεν θα μείνει κανείς να με αποχαιρετίσει.
του Τάκη Θεοδωρόπουλου