Το γράψιμο για τη μουσική και ειδικά για τις νέες κυκλοφορίες έχει χάσει την ισχύ και τη μαγεία που είχε κάποτε.
του Δημήτρη Πολιτάκη
ΤΑ ΜΑΝΤΑΤΑ ΗΤΑΝ ΔΥΣΟΙΩΝΑ για τις προοπτικές της μουσικοκριτικής (αλλά και της κριτικής γενικότερα) στο σύγχρονο σύμπαν των αλγόριθμων, των πλατφορμών, της αέναης ανακύκλωσης και της αδιάκριτης κατανάλωσης της μουσικής, πολύ πριν σκάσει η είδηση του «τελειώματος» του Pitchfork, του πιο γνωστού μέσου παρουσίασης και κριτικής νέων κυκλοφοριών στο σύμπαν της σύγχρονης μουσικής.
Πολλά γράφτηκαν με αφορμή την είδηση, σχετικά με το εξαιρετικά αβέβαιο μέλλον της μουσικοκριτικής, αλλά μπορεί να ξεχωρίσει κανείς τα πρόσφατα κείμενα δύο εκ των πιο επιφανών μουσικοκριτικών – και συγγραφέων πολλών και σημαντικών βιβλίων– όλων των εποχών. Το πρώτο δημοσιεύτηκε στο «Yale Review», το υπογράφει ο Greil Marcus και έχει τίτλο «Γιατί γράφω» («Why I write»). Εκεί θυμάται μια από τις πρώτες κριτικές του, το 1969 για το άλμπουμ «Let It Bleed» των Rolling Stones…
«Έπρεπε να διευρύνω το συν-κείμενο της μουσικής όσο περισσότερο μπορούσα. Έπρεπε να γράψω για τη φωτογραφία, τον κινηματογράφο, τη μυθοπλασία και κάθε μορφή πολιτιστικού λόγου που τροφοδοτούσε το άλμπουμ και ξεχείλιζε από μέσα του. Γράφοντας εκείνο το κομμάτι, πήρα μια ιδέα για το τι είναι και τι θα μπορούσε να είναι η κριτική. Ήταν μια ανάλυση της αντίδρασης σε κάτι που υπήρχε στον κόσμο, στην προκειμένη περίπτωση ένα LP που κόστιζε τότε 3,98 δολάρια. Γιατί αντιδρώ σ’ αυτό τόσο έντονα; Γιατί με κάνει να χαμογελάω και να τρομάζω ταυτόχρονα;… Αν μπορώ να συγκινήσω κάποιον, αν μπορώ να του μεταδώσω έστω και ένα κλάσμα αυτού που ένιωσα, αν μπορώ να πυροδοτήσω την ίδια αίσθηση μυστηρίου, δέους και έκπληξης, τότε δεν χάνω τον χρόνο μου».
Οι οπαδοί του streaming δεν φαίνεται να δίνουν πια μεγάλη σημασία στη νέα μουσική. Και αν οι άνθρωποι δεν ακούνε νέα μουσική, δεν χρειάζονται μουσικοκριτικές. Και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα.
Θυμάται πολύ έντονα επίσης μια άλλη σκηνή, είκοσι χρόνια αργότερα, όταν μπήκε στο ραδιόφωνο ένα κομμάτι από εκείνο τον δίσκο, το «Gimme Shelter», την ώρα που οδηγούσε σ' έναν αυτοκινητόδρομο με κατεύθυνση το Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ.
«Αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό που το κρατούσε στον αέρα επί είκοσι χρόνια, τι ήταν αυτό που το έκανε να μοιάζει απολύτως καινούργιο, να μοιάζει ανήκουστο με την πιο ισχυρή έννοια της λέξης, αποφασίζοντας ότι, όταν θα πήγαινα σπίτι, θα έπρεπε να προσπαθήσω να γράψω κάτι γι' αυτό, όταν ένα αυτοκίνητο έκοψε ξαφνικά μπροστά μου και για να μην το χτυπήσω έπρεπε να αλλάξω λωρίδα χωρίς να κοιτάξω, και καθώς η καρδιά μου επέστρεψε στο στήθος μου όταν συνειδητοποίησα ότι η λωρίδα ήταν ελεύθερη, σκέφτηκα ότι αν έπρεπε να φύγω ξαφνικά από τη ζωή, υπήρχαν και χειρότεροι τρόποι».
Πιο ευθύς ο Ted Gioia, στο κομμάτι με τίτλο «Why Is Music Journalism Collapsing?» («Γιατί καταρρέει η μουσική δημοσιογραφία;») που ανέβασε στο προσωπικό του ιστολόγιο (The Honest Broker) απαριθμεί μερικά από τα δεινά της σύγχρονης μουσικής βιομηχανίας, ή αυτού που έχει απομείνει από αυτή, η οποία «αποφάσισε ότι μπορεί να ζήσει μια χαρά σερβίροντας ξαναζεσταμένη μουσική σε παθητικούς ακροατές»…
Έτσι, οι μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες (και οι επενδυτικοί όμιλοι) άρχισαν να επενδύουν τεράστια ποσά στην απόκτηση των δικαιωμάτων παλιών τραγουδιών και ολόκληρων καταλόγων του έργου γνωστών καλλιτεχνών. Οι οπαδοί του streaming δεν φαίνεται να δίνουν πια μεγάλη σημασία στη νέα μουσική. Και αν οι άνθρωποι δεν ακούνε νέα μουσική, δεν χρειάζονται μουσικοκριτικές. Και τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα. Ακόμη και οι άνθρωποι που έλαβαν αυτές τις αποφάσεις θα την πληρώσουν εν τέλει – επειδή το να ζει κανείς στο παρελθόν δεν αποτελεί ποτέ μια έξυπνη επιχειρηματική στρατηγική.
«Η μόνη ελπίδα αυτού που γράφει για μουσική», καταλήγει ο Gioia, «είναι η απευθείας σύνδεση με τους ακροατές και τους αναγνώστες – αλλά και τους μουσικούς τους ίδιους. Όλα τα άλλα είναι σκέτος θόρυβος».