Η αυτοεξορία στον Καναδά της εξέχουσας ακτιβίστριας υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ, Άγκνες Τσόου, ως νέο «ράπισμα» στην Κίνα
Η Άγκνες Τσόου γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1996 στο Χονγκ Κονγκ επί βρετανικής κυριαρχίας, λίγο προτού ο έλεγχος της πόλης-διεθνούς κόμβου μεταβιβαστεί στην Κίνα.
Για τα φετινά, 27α γενέθλιά της επέλεξε να κάνει στον εαυτό της το μεγαλύτερο δώρο.
Αποφάσισε να παραμείνει στο Τορόντο του Καναδά, όπου σπουδάζει από τον περασμένο Σεπτέμβριο, και να μην επιστρέψει ποτέ στα κινεζικά εδάφη.
«Η ελευθερία χωρίς φόβο είναι ανεκτίμητη», έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έπειτα από σχεδόν δυόμισι χρόνια σιωπής.
Ήταν ένα αδιανόητο διάστημα απουσίας από τη δημόσια σφαίρα για μια από τις πιο μαχητικές και παγκοσμίως διάσημες ακτιβίστριες υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ.
Μόλις το 2021 η νεαρή Άγκνες συγκαταλεγόταν στη λίστα των Financial Times με τις 25 γυναίκες με τη μεγαλύτερη επιρροή εκείνη τη χρονιά στον κόσμο.
Δικαίως.
Είχε μόλις αποφυλακιστεί, υπό όρους και με εγγύηση, για την ακτιβιστική της δράση.
Την είχε αρχίσει από την άγουρη ηλικία των 15 ετών, όταν συμμετείχε στις διαδηλώσεις ενάντια στα σχέδια της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ να εφαρμόσει «ηθική και εθνική εκπαίδευση» στα δημόσια σχολεία.
Νέτα σκέτα, οι ακτιβιστές τη χαρακτήριζαν «πλύση εγκεφάλου».
Τότε, η κυβέρνηση στην ειδική αυτή διοικητική περιοχή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας είχε υποχωρήσει.
Μια νίκη που άνοιξε ακόμη περισσότερο το δρόμο για την μετέπειτα σταδιοδρομία της Τσόου ως υψηλού προφίλ υπερμάχου της δημοκρατίας.
Έπειτα όμως από πολλούς αγώνες, διώξεις και συλλήψεις, καθώς και έναν ασφυκτικό κυβερνητικό έλεγχο σε κάθε βήμα και ανάσα της μετά την αποφυλάκισή της, η Άγκνες Τσόου αποφάσισε να ρίξει «μαύρη πέτρα».
Ή έτσι αισθάνεται τώρα, στα 27 της.
Μια νεανική ζωή γεμάτη αγώνες
Στα 17 της, η Άγκνες ήταν δυναμικά παρούσα στη λεγόμενη «επανάσταση της ομπρέλας».
Ως εκπρόσωπος μαθητών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συμμετείχε στις κινητοποιήσεις του 2014 για ελεύθερες εκλογές στο Χονγκ Κονγκ.
Στα 20 της έγινε μια εκ των συνιδρυτών του «Demosisto», ενός νέου κόμματος υπέρ του εκδημοκρατισμού.
Ως κεντρικό σύνθημα είχε την άμεση εκλογή του επικεφαλής της τοπικής κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ.
Είχε επίσης ένα ευρύ πρόγραμμα για την καταπολέμηση της φτώχειας, την προώθηση της ισότητας, τη φορολογία των άδειων διαμερισμάτων σε μια πόλη με οξεία στεγαστική κρίση.
Όμως η υποψηφιότητα που η Άγκνες έθεσε το 2018 στις τοπικές ενδιάμεσες βουλευτικές εκλογές δεν «περπάτησε».
Όχι λόγω έλλειψης απήχησης του μηνύματος του «Demosisto» και της ίδιας. Τουναντίον.
Την έκοψε το Πεκίνο ως «μη πατριώτισσα», παρότι το κόμμα της είχε δεσμευτεί γραπτώς στην τήρηση του λεγόμενου Βασικού Νόμου του Χονγκ Κονγκ και του κινεζικού Συντάγματος.
Όταν το 2019 η τοπική κυβέρνηση δρομολόγησε τροποποίηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ανοίγοντας το δρόμο για την έκδοση υπόπτων για δίκη στην ηπειρωτική Κίνα, το Χονγκ Κονγκ κατακλύστηκε από διαδηλωτές, με την Τσόου μεταξύ των ηγετών τους.
Συνελήφθη εν μέσω άγριας καταστολής για «συμμετοχή και υποκίνηση παράνομων συγκεντρώσεων».
Στη δίκη της δήλωσε ένοχη. Καταδικάστηκε σε δέκα μήνες φυλάκιση. Πέρασε έξι μήνες και 20 ημέρες σε φυλακή υψίστης ασφαλείας.
Στο μεσοδιάστημα, το Πεκίνο επέβαλε τον επίμαχο Νόμο περί Εθνικής Ασφάλειας στο Χονγκ Κονγκ, ποινικοποιώντας κάθε κίνηση «απόσχισης», «ανατροπής» του status quo, «συνωμοσίας με ξένες δυνάμεις για παρέμβαση στις υποθέσεις της πόλης» και «τρομοκρατίας».
Σε αυτό το πλαίσιο, η Τσόου συνελήφθη εκ νέου τον Αύγουστο του 2020 για «εχθρικές δραστηριότητες με ξένες δυνάμεις».
Η έκκλησή της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για κυρώσεις κατά του Χονγκ Κονγκ αναφέρθηκε ως αποδεικτικό στοιχείο.
Πέρασε άλλους έξι μήνες στη φυλακή, μέχρι που αποφυλακίστηκε με την καταβολή εγγύησης ύψους 30.000 ευρώ και υπό περιοριστικούς όρους.
Η Άγκνες Τσόου κατά την αποφυλάκισή της το 2021, μετά την καταδίκη της για συμμετοχή στις κινητοποιήσεις υπέρ της δημοκρατίας
«Ο κόμπος στο χτένι»
Όταν νωρίτερα φέτος η Τσόου έγινε δεκτή σε πανεπιστήμιο του Καναδά, ζήτησε την άδεια των αρχών του Χονγκ Κονγκ να πάει.
Δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, εξάλλου.
Της είχαν κρατήσει το διαβατήριο και ο έλεγχος στην καθημερινότητά της ήταν ασφυκτικός.
Αποφυλακισμένη υπό όρους, είχε πρακτικά καταδικαστεί σε μια διαρκή σιωπή.
Δεν είχε καμία επαφή με οποιονδήποτε από τους πρώην πολιτικούς κύκλους της.
Η κατάσταση είχε επηρεάσει την ψυχική υγεία της, όπως αποκαλύπτει τώρα.
Έτσι άρχισε να σκέφτεται τη φυγή.
Για να μπορέσει όμως να πάει στον Καναδά, δεν αρκούσε η πλήρης αναφορά για το τί ακριβώς θα σπούδαζε, για πόσο, που θα έμενε και άλλα.
Κλήθηκε, καταγγέλλει, να γράψει «επιστολή μετάνοιας» για την ακτιβιστική και πολιτική της δράση.
Δεσμεύτηκε να επιστρέψει τον Δεκέμβριο, στις διακοπές του εξαμήνου.
Προτού όμως πάρει πίσω το διαβατήριό της έπρεπε να μεταβεί, συνοδεία αξιωματικών εθνικής ασφάλειας, στην ηπειρωτική Κίνα.
Την ανάγκασαν -λέει- να πάει στη γειτονική Σεντζέν, σε ένα ταξίδι που περιελάμβανε επισκέψεις στην εταιρεία τεχνολογίας Tencent Holdings και σε μια «πατριωτική» έκθεση.
Της ζητήθηκε να βγάλει φωτογραφίες, εξυμνώντας τα επιτεύγματα της Κίνας.
«Δεν σκοπεύω να μιλήσω για τις λεπτομέρειες της υπόθεσης», αρκέστηκε να δηλώσει σε συνέντευξη Τύπου ο επικεφαλής της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ και πρώην αξιωματούχος της αστυνομίας, Τζον Λι.
Χαρακτήρισε ωστόσο την Άγκνες Τσόου «ψεύτρα» και «υποκρίτρια», που είχε «επιεική μεταχείριση», αλλά απάντησε με «πλήρη εξαπάτηση», παραβιάζοντας τους όρους της αποφυλάκισής της.
Απέρριψε ως επικοινωνιακό τέχνασμα τις δηλώσεις της για την κατάσταση της ψυχικής υγείας της και τους εκπεφρασμένους φόβους της για την προσωπική ασφάλειά της.
«Αν δεν παραδοθεί, θα καταδιώκεται ισόβια», διακήρυξε. Κάτι που υποσχέθηκε για όλους τους αυτοεξόριστους «φυγάδες παραβάτες».
Τη θέση του έσπευσε να προσυπογράψει το Πεκίνο, δια εκπροσώπου της κινεζικής κυβέρνησης.
«Υποστηρίζουμε», ανέφερε, «κάθε προσπάθεια της διοίκησης και της δικαιοσύνης του Χονγκ Κονγκ να εκπληρώσουν τα καθήκοντά τους».
Από την άγρια καταστολή των διαδηλώσεων υπέρ της δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ, το 2019
Μεγαλύτερη καταστολή
Ο κυβερνήτης Λι παρουσίασε την περίπτωση της Τσόου ως ακόμη μια απόδειξη της ανάγκης για αυστηρότερα μέτρα κατά «ξένων πρακτόρων».
Την επικαλέστηκε ως επιχείρημα υπέρ ενός πρόσθετου νομικού πλαισίου περί εθνικής ασφάλειας στο Χονγκ Κονγκ εντός του 2024, παράλληλα με τον νόμο του 2020 που επέβαλε το Πεκίνο.
«Η αστυνομία θα εδραιώσει την αποτελεσματική προστασία του νόμου και της τάξης», υποστήριξε, δεσμευόμενος να πατάξει «οποιαδήποτε συμπαιγνία με ξένες δυνάμεις».
«Αναμφίβολα, η αυθαίρετη στέρηση ελευθερίας για τους συλληφθέντες και κατηγορούμενους για λόγους εθνικής ασφάλειας αποτελεί νέο κανόνα για την πολιτική και νομική τάξη του Χονγκ Κονγκ», γράφει στον ιστότοπο The Diplomat ο Δρ. Έρικ Λάι, ερευνητής στο Κέντρο Ασιατικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Τζόρτζταουν.
Πολλώ μάλλον όταν ήδη «πολλοί από αυτούς τίθενται υπό προδικαστική κράτηση για περισσότερα από δύο χρόνια», επισημαίνει.
«Τούτου λεχθέντος, η δήλωση της Τσόου στέλνει αναπόφευκτα ένα μήνυμα στους επενδυτές ότι η επιβολή των νόμων και οι πολιτικές εξουσίες του Χονγκ Κονγκ είναι πιο αυθαίρετες από ό,τι στο παρελθόν», επισημαίνει.
Οι αντιδράσεις για τα μελλούμενα είναι ήδη αισθητές στην ίδια την ειδική διοικητική περιφέρεια.
Οι περιφερειακές εκλογές της 10ης Δεκεμβρίου, με υποψήφιους μόνο εγκεκριμένους από το Πεκίνο «πατριώτες», κατέληξε σε φιάσκο.
Η συμμετοχή έπεσε στα τάρταρα, στο 27,5%, σε μια σιωπηρή πλην μαζική έκφραση διαμαρτυρίας για τις αντιδημοκρατικές τακτικές της τοπικής και της κινεζικής κυβέρνησης.
Όσο για την ίδια τη νεαρή αυτοεξόριστη ακτιβίστρια Άγκνες Τσόου;
Λέει ότι είχε αγοράσει αεροπορικό εισιτήριο για να επιστρέψει τον Δεκέμβριο στο Χονγκ Κονγκ, προκειμένου να συμμορφωθεί με τους όρους της αποφυλάκισής της.
Όμως «αποφάσισα να απελευθερωθώ από τον φόβο».
«Το μέλλον είναι αβέβαιο, αλλά δεν χρειάζεται να ανησυχώ», γράφει από το Τορόντο.
Εφεξής «μπορώ να πω και να κάνω ό,τι θέλω».