17 Ιανουαρίου 2022

Επινόηση «κρίνου» τινός – Ή, η κρίση της ελίτ

Το σκίτσο Μόσιαλου λειτούργησε αποκαλυπτικά. Στην αντίθετη όμως κατεύθυνση απ’ αυτήν, για την οποία το προόριζαν οι παραγωγοί του.

Είναι εντυπωσιακή η αδυναμία πολλών αθέων [Όχι όλων. Ανεξαίρετα πάντως, των θαυμαστών του κ. Μόσιαλου.] να εννοήσουν ότι, ψάχνοντας να βρουν θεωρητικά επιχειρήματα εναντίον της πίστης, το μόνο που κατατορθώνουν να κάνουν είναι να ταυτολογούν.

# «Η πίστη είναι απορρίψιμη», μας λένε. – Γιατί; «Επειδή… είναι πίστη!»

Ενώ γίνεται προσέτι εντυπωσιακή, η αδυναμία τους να υποψιαστούν ότι κάθε Ταυτολογία (δεν μπορεί παρά να) συνιστά Αλογία.

Στην προκειμένη περίπτωση, η απαγόρευση (εκ μέρους τους) στον Θεό να είναι Θεός, τους φαίνεται κιόλας ως η… επιτομή τού «ορθού λογισμού».

Όταν έχουμε φτάσει όμως σε ένα τέτοιο σημείο αποσυνειδητοποίησης, το φαινόμενο δεν στέκει απλά ως «εντυπωσιακό»: Εγείρει αυτοδικαίως ένα, σαφές, ζήτημα νοημοσύνης.

Θα πει κανείς: Μα αυτή προσέρχεται τεκμηριωμένη, ήδη, από την ακαδημαϊκή π.χ. πορεία τού τάδε. Πλην όμως, “έτερον εκάτερον” η ακαδημαϊκή (ή, οποιαδήποτε άλλη) καταξίωση ενός προσώπου, από τη μία πλευρά, η φιλοσοφική του (αυτο)συνέπεια, από την άλλη.

Η διαφορά συγκεκριμένα είναι ότι, στη δεύτερη περίπτωση, αποκτά καθοριστικό ρόλο η σχέση καθενός με τον εαυτό του: Υπάρχουν επιλογές που οδηγούν τον φορέα τους σε βαθύ εσωτερικό διχασμό. Σε σκοτασμό του νοός, αμέσως μετά. Στην αποτυχία τελικά κάθε έλλογης κρίσεως, πάνω στις συνεπαγωγές εκείνων των, αφετηριακών, επιλογών του.

Η εν λόγω ιδιοσυγκρασία μπορεί ευχερώς, λοιπόν, να λειτουργεί νοημόνως σε οποιοδήποτε άλλο πεδίο. Στα ζητήματα πίστης, ωστόσο, το πάθος της να αναποδογυρίσει των πραγμάτων το νόημα, την οδηγεί τελικά σε διαγραφή κάθε (ακόμα κι επιμέρους) κριτηρίου ή τεκμήριου. Σε επί τόπου απώλεια επαφής με το περιβάλλον της: Τόσο με τα καθέκαστα πράγματα – όσο και με τον σύμπαντα κόσμο.

Είναι ακριβές, φυσικά, το φαινόμενο τούτο να αποκληθεί Κρίση της Ελίτ. Ας διακρίνουμε όμως ότι η κρίση, αυτή, της ελίτ επ’ ουδενί την αναιρεί ως… ελίτ: Η δεινότητα των μελών της να πείθουν την κοινωνία εξακολουθεί να ισχύει! Η δική της κρίση, λοιπόν, αφομοιώνεται α-μέσως ως κρίση του έθνους –  κρίση κι όλης της Δύσης συνάμα τελικά, ως κρίση της πλάσης.

Είναι ακριβώς το πρόβλημα που όλοι οι λαοί αντιλαμβάνονται, σήμερα. Μόνο που ουδείς (ελλείψει συναινέσεως των επαϊόντων – δηλαδή… όσων το προξένησαν) αποτολμά να το ονομάσει. Εφ’ ώ, παγιώνεται.

Το αθέατο (στο πεδίο της αγοράς) πλεονέκτημα της εποχής μας βέβαια είναι ότι τα γεγονότα, καθεαυτά, οδηγούν ήδη την Ιστορία στα Έσχατα: Ποτέ πριν δεν ήταν ευκολώτερο να διακρίνουμε – με γυμνό οφθαλμό – τη διαφορά της Προόδου απ’ την Οπισθοδρόμηση. Του νοήματος από το μηδέν της υπάρξεως. Ή του αληθινού Φωτισμού από τη Συσκότιση, πάνω στην επιφάνεια της ύλης.

Έτσι ένας, ενδεχομένως, αγνωστικιστής, για παράδειγμα, που ζητά να βρει των πραγμάτων τον μίτο, έχει την ευκαιρία να δει τώρα πεντακάθαρα ποια είναι η πλευρά εκείνη η οποία εκστρατεύει, εν καιρώ ειρήνης, κατά βάρος των ανθρώπων τους οποίους βλέπει «απέναντι». Ποια η όχθη, λέω, από την οποία εκπορεύεται η ανθρώπινη επιθετικότητα.

Να δει, ακριβέστερα, ότι η Άρνηση δεν μπορεί επ’ ουδενί να διαγάγει εν Καταλλαγή: Καθώς τελεί σε κατάσταση απαύστου… βρασμού, θαρρεί ότι τής φταίνε – επειδή υπάρχουν – οι… άλλοι νομίζει λοιπόν ότι αν κατορθώσει να τους εξαλείψει απ’ την επιφάνεια της γης, αυτομάτως τότε και θα καταπαύσει η αυτοτιμωρία της. Εξ ου, αδυνατεί να μην εκκινεί εκστρατείες εις βάρος τους.

Το α-συν-χώρητο, το οποίο τους αφορά, είναι ότι θυμίζουν απτά (αυτόν τούτο) τον βαθύ εαυτό της.

Στην προέκταση του ίδιου θέματος: Η πλευρά «ποια» είναι, αυτή, που εκδηλώνει τον προφανέστερο εξτρεμισμό.

Σε πείσμα μιας καθημερινής εμπειρικής πιστοποίησης, η έκφραση «θρησκευτικός φανατισμός» είναι αυτή που αποτελεί το πολυ-αγαπημένο λεκτικό σχήμα στο χώρο των ΜΜΕ – προκειμένου ειδικά να μη συνειδητοποιηθεί ότι, σύνολη η τρέχουσα εποχή, από το αντίθετο ακριβώς φαινόμενο είναι (κυριαρχικά) που διαπερνάται: Η ρητορική του αντιθρησκευτικού, ίσα ίσα, φανατισμού είναι αυτή που διαπλάθει την αντίληψη ενός νέου σήμερα ανθρώπου, για το γίγνεσθαι ολούθε τριγύρω του.

Πώς αλλιώς, άλλωστε; Η Απάρνηση της Κατάφασης αποτελεί το υπ’ αριθμόν «ένα» θέμα της εικοσιτετράωρης βιοτής τών… επιτετραμένων του βίου μας.

Ως προς τούτο, μάλιστα, μια από τις ζωηρότερες επαληθεύσεις αποτελεί η επιθετική (!) προάσπιση, από πλευράς Ν. Φίλη, υπέρ του Η. Μόσιαλου, στην επιζήτηση καταδίωξης της ιερότητας. Στην παρούσα περίπτωση, το αξιοπρόσεκτο είναι ότι, από πλευράς κομματικού συμφέροντος, θα συνέφερε στο ανώτατο αυτό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, η εκδηλωθείσα αντίθεση της Ιεράς Συνόδου προς τη στάση τού (δευτερευόντως, και) επιδημιολόγου. Κι όμως: Το παραταξιακό όφελος απολύεται πάραυτα, χάριν ενός πεισματικά αντι-μεταφυσικού ιδεολογικού προτάγματος.

Χάριν δηλαδή, μιας ομολογίας ότι η επιδεικτική πρόκριση του Κενού είναι, πράγματι, το θεμέλιο γνώρισμα της «νεωτερικής» ψυχοσύνθεσης – κοινό, είτε στη “δεξιά” είτε στην “αριστερή” παραπολιτική εκδοχή της.

Για να μην επεκταθούμε ιδιαίτερα στην ανακοίνωση του Στ. Κούλογλου (ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ) διά της οποίας κατήγγειλε επί βουλήσει… λογοκρισίας τη διαμαρτυρία της Ιεράς Συνόδου. «Λογοκρισία» σε βάρος τίνος; «ΤΟΥ» λογοκριτή: Σε βάρος – υποτίθεται – του ανθρώπου ακριβώς εκείνου ο οποίος προ δεκαετίας, υπό την ιδιότητά του ως Υπουργός Τύπου, λογόκρινε διά παντός  από την ΕΡΤ την μοναδική εκπομπή εκκλησιαστικού λόγου (ονόματι τότε «Αρχονταρίκι»).

Μέσα στα πλαίσια ενός τέτοιου φανατισμού, η χρήση του αυ-τού-σι-ου ψέματος – εν είδει… πληροφορίας – στην υπηρεσία ενός (δια)«φωτισμένου» στόχου, καθίσταται Έθος & Ήθος και δη… αυτονόητο: Τι κι αν ο «κρίνος», τον οποίο επικαλείται στο σκαρίφημά του ο κ. Μόσιαλος, δεν υπάρχει πουθενά στα Ευαγγέλια; (Δεν εντοπίζεται, κατά προέκταση, ουδαμού και στην ορθόδοξη εικονογραφία.) Ο μεν πομπός του ψεύδους θα συνεχίσει να ρητορεύει χωρίς καν μια «συγγνώμη», οι δε θαυμαστές του απ’ άκρου σ’ άκρο της επικράτειας του ίντερνετ δεν θα τον εγκαλέσουν μία καν φορά επί τούτω.

Έτσι, ώστε να μην αμφιβάλλουμε ότι: Τα γνωρίζουν τα α-με-τρη-τα ψέματα (στην… αθωότερη περίπτωση: την επίκληση της άγνοιας ως γνώσης) τα οποία μετέρχονται κάθε φορά που φιλολογούν πάνω σε «ιστοριογραφικώς» αντιλεγόμενα θέματα  – τα θεωρούν όμως όλα… επιβεβλημένα εξ αιτίας, μόνης, τής… αυτοτροφοδοτούμενης περιπάθειάς τους.

Εν κατακλείδι: Κυκλοφορεί ένας μύθος στη Νεώτερη Εποχή, ο οποίος γίνεται συχνά πιστευτός ακόμα και από ανθρώπους της έλλογης αναφοράς της Ζωής στον Δημιουργό της: Ότι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι έχουν (λέει ο μύθος) εγκαταλείψει την πίστη. Ενέχει όντως ένα σπέρμα αλήθειας η διήγηση αυτή – αλήθειας μισής όμως, η οποία την φέρνει αμέσως να ισοδυναμεί μ’ ένα ψέμα. Η… άλλη μισή αλήθεια, την οποία αποσιωπά, είναι ότι αυτή καθαυτήν η συλλογιστική ικανότητα εγκαταλείπει αυτοστιγμεί τους ανθρώπους, εκείνους, οι οποίοι… επείγονται να εγκαταλείπουν την πίστη!

Το στιγμιότυπο στο οποίο εστίασαν όλοι μαζί οι προβολείς της δημοσιότητας, μέσα στις εόρτιες πρόσφατα μέρες, πιστοποιεί – ιδού – κατά τρόπο εξόφθαλμο «ποιο» ακριβώς είναι το κοινωνικό υποσύνολο, απ’ το οποίο έχει ήδη πλήρως εκλείψει (όχι ακριβώς η πίστη) η σκέψη.

Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Σκεπτόμενος”, 1996) είναι έργο του Γιάννη Βούρου. 

του Γ. Καστρινάκη

https://antifono.gr/