Τέσσερα χειρόγραφα γράμματα ως «παραδείγματα»: Καστοριάδης, Κονδύλης, Πετρόπουλος, Αξελός.
Του Δημήτρη Ελέα (*)
Κάποτε, όχι και πολλά χρόνια πριν, οι άνθρωποι έγραφαν γράμματα ο ένας στον άλλον. Για να μεταφέρουν νέα, να δώσουν ευχές για μια γιορτή ή να ευχαριστήσουν για κάτι. Αξιοποιούσαν, και ταυτόχρονα τιμούσαν, μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις του ανθρώπου που είναι η γλώσσα, και κατά συνέπεια, η γραφή (δηλαδή, η αποτύπωση του Λόγου). Έτσι, η γραφή, ανέκαθεν ήταν και μία προπόνηση της λογικής, της αισθητικής και της ηθικής. Και κάθε ένας από εμάς, αποτυπώνει τη μαγεία της γραφής – διότι περί αυτού πρόκειται – με το δικό του μοναδικό γραφικό χαρακτήρα. Κάτι, που σιγά-σιγά, αρχίζει να χάνεται με την καθιέρωση παλιότερα της γραφομηχανής, του πληκτρολογίου την σήμερον ημέραν, αλλά και κυρίως, του «συμπαθητικού» e-mail ως μέσου αλληλογραφίας. Αν δεν έχει ήδη προ πολλού χαθεί.
Ένα χειρόγραφο από μόνο του δείχνει πως πίσω του είναι ο άνθρωπος, που ξεκίνησε χωρίς τη γλώσσα. Που άκουσε προσεχτικά τους ήχους τριγύρω του, δημιούργησε τα γράμματα του αλφαβήτου πάνω στους ήχους αυτούς με τεχνική και δωρικότητα (τα γράμματα είναι η σκαλωσιά για τις λέξεις), και εν συνεχεία, με τα γράμματα σχημάτισε συλλαβές και βαθμηδόν τις λέξεις. Το μόνο ον που το έπραξε. Σαφώς, δείχνει την ικανότητά του να γράφει, χρησιμοποιώντας τα δάκτυλά του (και η γραφή να είναι ακριβής). Άνθρωπος με νόηση και όχι «κτηνώδης» οντότητα. Κουλτούρα, ιδέες και πολιτισμός είναι, εν μέρει, και αποτελέσματα της διαδικασίας της γραφής.
Οι λέξεις είναι «θεϊκά» εργαλεία, και οι καταγεγραμμένες λέξεις, είναι ένα κομμάτι της προσωπικότητας του κάθε ανθρώπου. Και δη, στην περίπτωσή μας, που παίρνουμε σαν παράδειγμα δείγματα από τις χειρόγραφες επιστολές, των: Κορνήλιου Καστοριάδη (1922-1997), Παναγιώτη Κονδύλη (1943-1998), Ηλία Πετρόπουλου (1928-2003) και Κώστα Αξελού (1924-2010). Και τι διαπιστώνουμε αμέσως; Η κάθε λέξη στις χειρόγραφες επιστολές τους, σαν να κρύβει μέσα της, έναν κίονα, μία πένα, ένα φακό, ένα κλαδί ασημόφυλλης ελιάς, μία καραβίδα, ένα σφυρί, ένα άλογο που καλπάζει, τη σιλουέτα ενός ανεμόμυλου, ένα σύννεφο που ήρθε πίσω, μία λυγερόκορμη γυναίκα, και μία χειραψία μεταξύ δύο ανθρώπων. Κάθε χειρόγραφο γράμμα, είναι συνάμα, και μία σημαντική επιβεβαίωση του ελληνικού νου και του ελληνικού φιλότιμου που δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς το στρατηγείο του, την ελληνική γλώσσα που κρύβει θαυμαστό πλούτο, διάρκεια χιλιάδων χρόνων και «μαθηματική δομή». Και για την οποία δε, ίσως και με μία μικρή δόση υπερβολής, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως είναι «Σταλμένη από τον Θεό» (στα Λατινικά: «Ex Caelis Oblatus»).
Στην επιστολή του Καστοριάδη τα γράμματα εμφανίζονται σαν σπινθήρες που πετάγονται δεξιά και αριστερά. «Μήπως υπάρχει έντονο σασπένς;» Ίσως, και ένας σίφουνας, μήτρα νοήματος να φυσήξει ξαφνικά. (Γράφει ο Κορνήλιος: «Κύριε Αναγνωστόπουλε», πριν ακόμη αποφασίσω να αλλάξω το επώνυμό μου, σε, Ελέας.)
Στην επιστολή του Κονδύλη τα γράμματα λογιοσύνης αναδίνουν γνώση, ήθος και ικανότητα. «Μήπως είναι ένα ιδιότυπο σημείωμα;» Ίσως και τα γράμματα να μοιάζουν με κομμένα κρίνα που ακόμη ψυχομαχούν εν ελευθερία.
Στην επιστολή του Πετρόπουλου τα γράμματα είναι ολόρθα, σχεδόν δεσποτικά. «Μήπως ξεκινάει μία δράση ανάγνωσης;» Ο χονδρός μαρκαδόρος σαν να σκιαγραφεί πλήρως τη βαρύτητα στις λέξεις και το παρατεταμένο πολιτισμικό φορτίο τους.
Στην επιστολή του Αξελού τα γράμματα δείχνουν να μοιάζουν με μισοτριμμένα ρούχα. «Μήπως είναι αστέρια πιστά στον ουρανό;» Ίσως και με μικρές στάλες γάργαρου νερού, στάλες νερού που θα τρυπήσουν όμως την πέτρα.
Και οι τέσσερεις αυτοί Έλληνες είχαν ασύλληπτες ικανότητες, δούλεψαν σκληρά, με ηχηρό γέλωτα και άφθονο χιούμορ, και έτσι ξεχώρισαν στον τομέα τους, αφήνοντας πίσω ένα κολοσσιαίο έργο. Ένα έργο που όμως συντάχθηκε με αμέτρητες χειρόγραφες σημειώσεις στα ελληνικά, και ίσως, μία υποσημείωσή του να είναι ακριβώς αυτή: θα πρέπει και όλοι εμείς να τιμούμε την ελληνική γλώσσα, όπως την τίμησαν και αυτοί. Θα έπρεπε, και εμείς, να την κοσμούμε με τον γραφικό μας χαρακτήρα όσο πιο συχνά γίνεται. Ο γραφικός χαρακτήρας μας είναι ένας καθρέφτης, η αισθητική διάσταση που κάθεται οκλαδόν και μένει πάντα πίσω. Έτσι δεν είναι;
Το να θέλγεσαι από τις λέξεις, και δη αυτές που γράφεις εσύ με ένα στυλό ή ένα μολύβι πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί, δεν μπορεί, παρά να γιατρεύει την ψυχή. Η διαδικασία της γραφής να γίνεται μάρτυς παιδείας. Στακάτη γραφή σιωπής και ποτέ οργής. Ίσως είναι καιρός, και μία καλή ευκαιρία οι διάφορες γιορτές, οι ονομαστικές εορτές, τα γενέθλια, να ξαναρχίσουμε να γράφουμε χειρόγραφες μελανοποτισμένες επιστολές και σημειώσεις σε όσους αγαπάμε, θαυμάζουμε ή θέλουνε να εντυπωσιάσουμε. Όπως κάποτε, έκαναν αμέτρητοι τόσοι άλλοι, και όχι μόνο οι άνθρωποι του πολιτισμού. Αυτό έκανε και η ταπεινή αφεντιά μου, μα πλέον σταμάτησα.
Τώρα, και εν μέσω πανδημίας υπάρχει περισσότερος χρόνος, όλοι μαζί, να ξαναρχίσουμε κάπως να θυμηθούμε τον λησμονημένο μας γραφικό χαρακτήρα. Αυτό το ιδιαίτερο, δακτυλικό αποτύπωμα, του Aθανάτου Πνεύματος του κάθε ανθρώπου. Οι επιστολές τούτες που είδαμε μας δείχνουν ότι ο γραφικός χαρακτήρας μένει ζωντανός, «κτήμα ες αεί», όπως λέει και ο Θουκυδίδης. Και τόσο ζωντανός, που ίσως να υπάρχει για να «αποφύγει» ο κάθε άνθρωπος το τέλος του (μοίρα, θάνατο, μηδέν). Κτήμα εσαεί αήττητο και ευαίσθητο, που θα άξιζε και ένα μουσείο ακόμη το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί, ως: «Μουσείο Ελληνικής Γλώσσας και Γραφικού Χαρακτήρα ο Χρυσούς Αιών».
(*) O Δημήτρης Ελέας σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Λονδίνο και είναι συγγραφέας, ερευνητής και πολιτικός ακτιβιστής που ζει στη Νέα Υόρκη. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με θέματα, όπως: το Ολοκαύτωμα, ο Ελληνισμός, η σύγχρονη Αμερική, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, η καστοριαδική σκέψη και «το εστιατόριο ως χώρος». Το e–mail του είναι: dimitris.eleas@gmail.com.