10 Ιανουαρίου 2021

Αποχαιρετώντας το 2020 / αφήνοντας τη Σόλωνος

της Ροζίτας Σπινάσα

Απέναντι από το διαμέρισμά μου βρίσκεται μια νησίδα με λεύκες. Με θυμάμαι τον Απρίλιο να παρακολουθώ από την καραντίνα της βεράντας μου τα κλαδιά να γεμίζουν με μικρά, πράσινα φύλλα. Μου έδινε κουράγιο η άνοιξη, μου έδινε κουράγιο η φύση: πιστή στο ραντεβού της ξεκινούσε μια ακόμη αναγέννηση, χωρίς να την αγγίζουν οι αγωνίες των ανθρώπων, που έβλεπαν τις ζωές τους να γυρίζουν τούμπα από τη μια στιγμή στην άλλη. Ρολά κατέβηκαν, ταξίδια ακυρώθηκαν, μετακινήσεις απαγορεύτηκαν. Άνθρωποι αρρώστησαν κι άνθρωποι χάθηκαν. Οι άνθρωποι γέμισαν με φόβο, απελπισία, θλίψη.

Η Σόλωνος, από την άλλη, στο κέντρο της πόλης, δεν έχει ούτε δέντρα φυλλοβόλα, ούτε λοιπές πρασινάδες. Στη Σόλωνος ευδοκιμούν τα καυσαέρια, οι κόρνες και οι βιαστικοί περαστικοί. Η φύση οργιάζει εκεί με τον άλλο τρόπο, τον ανθρώπινο: με την εξουσία του χρήματος, τις λέξεις στις σελίδες που δεν τελειώνουν ποτέ, το αλκοόλ στις μπάρες τα βράδια, τα μυστικά ερωτικά ραντεβού στα γραφεία τα μεσημέρια.

Σε μια της γωνία ανθεί ένα αειθαλές τυροπιτάδικο – στέκει εκεί για δεκαετίες. Το έχουν ένας πατέρας κι ο γιος του. Ο γιος μεγάλωνε δίπλα στον πατέρα του, μοιάζοντας όλο και περισσότερο στον πατέρα του. Μέχρι που έγινε ο πατέρας του. Πέντε γωνίες πιο κάτω υπήρχε μια οικογενειακή επιχείρηση άλλου τύπου: εκεί δεν φούρνιζαν σφολιάτες, εκεί φούρνιζαν δικόγραφα. Κι εκεί υπήρχε ένας πατέρας και το παιδί του· όμως το παιδί αυτό δεν έγινε ο πατέρας του – αυτό ήταν αδύνατο.

Ανθίζει, μαραίνεται και ξαναγεννιέται κάθε χρόνο η Σόλωνος· κι εγώ μαζί της, βαδίζοντας τα τελευταία είκοσι και βάλε χρόνια στα τσιμέντα της. Και ήρθε η ώρα, σε αυτή την τρομερή χρονιά της αρρώστιας και της ανατροπής, να πάρω τη στροφή και να βαδίσω σ’ άλλους δρόμους· να βρω άλλους ανθρώπους. Κι αν νόμιζα πως θα άφηνα τη Σόλωνος για πάντα, έκανα λάθος: κάθε μέρα αυτήν διασχίζω, για να πάρω την ίδια –καινούργια– στροφή. Γιατί ποτέ δεν αφήνουμε κάτι ολοκληρωτικά· ένα κομμάτι μας μένει στις διαδρομές τις παλιές, να τις καθορίζει και να καθορίζεται από αυτές.

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό αυτού του Νοέμβρη, όταν χάζευα ξανά τα φύλλα στις απέναντι λεύκες – ξανά από τη βεράντα μου, ξανά σε καραντίνα. Αυτή τη φορά ήταν κατακίτρινα, σαν από χρυσάφι· παραμυθένια. Την επόμενη μέρα τα κλαδιά έστεκαν ολόγυμνα – τα φύλλα τους είχαν γίνει ένα καφέ χαλί που σκέπαζε τη νοτισμένη γη. Όμως δεν φοβούνται τα κλαδιά, δεν φοβούνται τα δέντρα. Ξέρουν πως τη νέα χρονιά και πάλι θα γεμίσουν, και πάλι θα ανθοφορήσουν. Ούτε κι εγώ φοβάμαι πια. Περιμένω κι εγώ μαζί τους να γεμίσω. Να ανθίσω κι εγώ ξανά.