2 Ιουνίου 2020

Εσκεμμένα Ψευδείς Επιστημονικές Ερευνες

«Γιατί τα ευρήματα των περισσότερων δημοσιευμένων επιστημονικών ερευνών είναι αναληθή»! Ιωάννης Π. Α. Ιωαννίδης

«Υπάρχει αυξανόμενη ανησυχία ότι τα περισσότερα δημοσιευμένα ερευνητικά ευρήματα είναι ψευδή. Η πιθανότητα ότι ένας ερευνητικός ισχυρισμός είναι αληθινός μπορεί να εξαρτάται από την ισχύ της μελέτης και την προκατάληψη, τον αριθμό άλλων μελετών στο ίδιο ερώτημα και, το σημαντικότερο, από την αναλογία αληθούς προς καμία σχέση μεταξύ των σχέσεων που διερευνήθηκαν σε κάθε επιστημονικό πεδίο.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένα ερευνητικό εύρημα είναι λιγότερο πιθανό να ισχύει όταν οι μελέτες που διεξάγονται σε έναν τομέα είναι μικρότερες. Οταν τα μεγέθη εφέ είναι μικρότερα. Οταν υπάρχει μεγαλύτερος αριθμός και μικρότερη προεπιλογή δοκιμασμένων σχέσεων. Οπου υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέδια, ορισμούς, αποτελέσματα και αναλυτικούς τρόπους.
Οταν υπάρχει μεγαλύτερο οικονομικό και άλλο ενδιαφέρον και προκατάληψη και όταν περισσότερες ομάδες εμπλέκονται σε ένα επιστημονικό πεδίο στο κυνήγι της στατιστικής σημασίας. Οι προσομοιώσεις δείχνουν ότι για τα περισσότερα σχέδια και ρυθμίσεις μελέτης, είναι πολύ πιθανό ένας ερευνητικός ισχυρισμός να είναι ψευδής παρά αληθινός. Επιπλέον, για πολλούς τρέχοντες επιστημονικούς τομείς, τα ισχυριζόμενα ερευνητικά ευρήματα μπορεί συχνά να είναι απλά ακριβή μέτρα της επικρατούσας προκατάληψης. Σε αυτό το δοκίμιο, συζητώ τις επιπτώσεις αυτών των προβλημάτων στηΝ διεξαγωγή και την ερμηνεία της έρευνας.» John P. A. Ioannidis «Why Most Published Research Findings Are False»
O Επιδημιολόγος John P. A. Ioannidis είναι καθηγητής της Ιατρικής Σχολής και διευθυντής του Κέντρου Ερευνών Πρόληψης Ασθενειών του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Θεωρείται από τους πιο σημαντικούς μετα-ερευνητές της εποχής μας.
Μετα-ερευνητής σημαίνει ότι ερευνάς τις έρευνες που δημοσιεύονται από άλλους επιστήμονες προκειμένου να εξάγεις πιο γενικά κι ενδεχομένως πιο τεκμηριωμένα συμπεράσματα. Ομως ο Ελληνας επιστήμονας το έχει προχωρήσει ακόμα περισσότερο. Εχει θέσει ως βασική προτεραιότητά του τον έλεγχο της ορθότητας των επιστημονικών ερευνών που δημοσιεύονται στις πλέον έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις. Με λίγα λόγια, λειτουργεί ως «Ιερά Εξέταση» των απανταχού ερευνητών, ή επί το θετικότερον, είναι η ασπίδα της ανθρωπότητας απέναντι στην παραπληροφόρηση των επιστημονικοφανών ερευνών που βομβαρδίζουν την κοινή γνώμη.
Εγινε παγκοσμίως γνωστός το 2005, όταν ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, δημοσίευσε στην έγκριτη επιστημονική οn-line επιθεώρηση PLoS Medicine την μετα-έρευνα «Γιατί τα ευρήματα των περισσότερων δημοσιευμένων επιστημονικών ερευνών είναι αναληθή». Ή, όπως η δημοσιογράφος Julia Belluz, αναφέρει: «διατύπωσε την πιο αναθεωρητική ιδέα στην σύγχρονη επιστήμη». Μελετώντας τις 45 από τις θεωρούμενες ως πιο σημαντικές έρευνες στον τομέα της Ιατρικής που δημοσιεύτηκαν στις 5 έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις στο διάστημα 1992-2005, απέδειξε ότι οι 31 είχαν αποτελέσματα τα οποία μπορούσαν πράγματι να επαληθευτούν, ή έστω να μην διαψευστούν, όμως οι 14 σημαντικές έρευνες (το 32%) για διάφορους λόγους…
«Είχαν λάθος συμπεράσματα ή έστω πολύ αισιόδοξα. Και αυτό, μόλις στον πρώτο χρόνο «κυκλοφορίας» τους. Διότι με την πάροδο του χρόνου το ποσοστό των ερευνών που τελικά δεν επαληθεύεται, αυξάνεται! «Αυτό είναι λογικό, καθώς οι μεταγενέστερες έρευνες οι οποίες βασίζονται στις «σημαντικές» αλλά διαθέτουν μεγαλύτερο στατιστικό δείγμα, είναι μάλλον απίθανο το να εξάγουν αξιόπιστα αποτελέσματα, αν τελικά οι θεωρούμενες «σημαντικές» έρευνες περιείχαν κάποιο λάθος».
Υπενθύμιση: αναφερόμαστε μόνο σε βιοϊατρικές έρευνες που δημοσιεύονται σε έγκριτες επιθεωρήσεις. Αν κάποιος λάβει υπ’ όψιν του και τις διάφορες έρευνες που εμφανίζονται σε λιγότερο αξιόπιστα Μέσα (που καλύπτουν εκλαϊκευμένη επιστήμη ή κοινωνικά ζητήματα, συμβουλές για το χρηματιστήριο, τις σχέσεις, την ψυχολογία, τις συμπεριφορές, ακόμα και τη διαπαιδαγώγηση των μωρών), τότε το ποσοστό λαθεμένων στοιχείων, αυξάνεται ακόμα περισσότερο.
Σε μια εποχή που η παγκόσμια δαπάνη για τις ανθρωπιστικές επιστήμες ξεπερνάει τα 240 δισ. δολάρια το χρόνο, ο ρόλος επιστημόνων όπως ο Ελληνας μετα-αναλυτής αποκτά εξαιρετική σημασία. Οπως διεθνούς κύρους έντυπα έχουν χαρακτηριστικά γράψει «Καθώς η επιστήμη αδυνατεί να βρει αποτελεσματικούς μηχανισμούς αυτοελέγχου, είναι απαραίτητη η ύπαρξη ερευνητών ικανών να κρατήσουν τις απαραίτητες αποστάσεις ώστε να μπορέσουν να εντοπίσουν τα λάθη και τις παραλείψεις στην ακολουθούμενη μεθοδολογία μας -και ο δρ. Ιωαννίδης είναι ό,τι πλησιέστερο σε μηχανισμό-αυτοελέγχου διαθέτουμε»
Το 2000, σε συνεργασία με τον Παθολόγο στο Τμήμα Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων δρ. Ιωάννη Α. Γιαννακάκη, δημοσίευσε μελέτη με τίτλο «Αραβικές Νύχτες: Χίλιες και μία ιστορίες για το πως οι φαρμακοβιομηχανίες «φροντίζουν» για τις υλικές ανάγκες των γιατρών» Ούτε λίγο, ούτε πολύ, καταλήγει στο ότι πολλά από τα συνέδρια στα οποία συρρέουν κατά εκατοντάδες ή και χιλιάδες οι ερευνητές, είναι απλά τσίρκο. (αναζήτησε το άρθρο)
Το 2012, σε συνεργασία με τον ογκολόγο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ Jonathan D. Schoenfeld, παρουσίασε την έρευνα «Is everything we eat associated with cancer? A systematic cookbook review 1,2,3» (American Journal of Clinical Nutrition), στην οποία καταδεικνύει ότι «Τα 3/4 των μελετών που συνδέουν την διατροφή με διάφορες μορφές καρκίνου είναι επιστημονικά αδύναμες». Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Αν κατορθώναμε να πείσουμε το σύνολο του πληθυσμού μια χώρας να κόψουν το κόκκινο κρέας, από 100 καρκίνους θα γλιτώναμε 1 ή 2. Και αν μπορούσαμε να τους πείσουμε να τρώνε περισσότερα φρούτα και λαχανικά, πάλι από τις 100 καρκινογενέσεις θα γλιτώναμε έναν ή δύο».
Την ίδια χρονιά δημοσίευσε την έρευνα «Are Medical Conferences Useful? And for Whom?» (Journal of the American Medical Association), στην οποία ακυρώνει την αποτελεσματικότητα των μεγάλων επιστημονικών συνεδρίων στα οποία συμμετέχουν εκατοντάδες ερευνητές από όλο τον κόσμο «μπορεί να είναι χρήσιμα ως προς την δικτύωση που προσφέρουν, όμως από επιστημονικής πλευράς, ακόμα και όταν διαθέτουν και κάποιο επιστημονικό πρόγραμμα, είναι συνήθως σπατάλη χρόνου και χρήματος».
To 2013 κέντρισε και πάλι τα φώτα της διεθνούς επιστημονικής κοινότητας όταν, σε συνεργασία με τον βιολόγο του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου dr. Daniele Fanelli, παρουσίασε την έρευνα «US studies may overestimate effect sizes in softer research» (PNAS.org).
Το Φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ολοκλήρωσε, μαζί με τον ερευνητή του LSE Health Huseyin Naci, την μελέτη «Comparative effectiveness of exercise and drug interventions on mortality outcomes: metaepidemiological study (BMJ), στην οποία δείχνει με στοιχεία ότι σε ορισμένες μορφές καρδιοπάθειας η άσκηση είναι αποτελεσματικότερη της φαρμακευτικής αγωγής.
Φυσικά, στην πορεία του χρόνου οι αναθεωρητικές απόψεις του συνάντησαν σθεναρή αντίδραση από επιστημονικούς κύκλους. Οπως συνέβη το 2013, όταν ο Leah R. Jager από το US Naval Academys “Department of Mathematics” σε συνεργασία με τον Jeffrey T. Leek από το John Hopkins “Bloomberg School of Public Healths Department of Biostatistics” παρουσίασαν έρευνα στην οποία υποστηρίζουν ότι τα λάθη στις δημοσιευμένες έρευνες δεν ξεπερνά το 14% Ομως τα «καλά νέα» δεν κράτησαν πολύ…
Η Julia Belluz από την έγκριτη καναδική επιθεώρηση McLeans συνέλεξε μερικές από τις πιο σαφείς απαντήσεις:
1ον, οι Jager και Leek δεν ακολουθούν την μέθοδο του δρ. Ιωαννίδη (επανέλεγχος των στοιχείων) αλλά βασίστηκαν σε στατιστική σύγκριση με ειδικό αλγόριθμο. Δεν είναι βέβαιο ότι ο συγκεκριμένος αλγόριθμος επαρκεί.
2ον, η ίδια η στατιστική μέθοδος που ακολούθησαν (“Make a random estimate, then use it to select articles to check, and according to whats found, change the algorithm and try again”), δεν κρίνεται ως αρκούντως αξιόπιστη.
3ον, το 2011 η γερμανική Bayer υποστήριξε στο περιοδικό Nature ότι από το σύνολο των δημοσιευμένων ερευνών που συστήνουν νέα φάρμακα, τα 2/3 δεν μπόρεσαν να αποδειχθούν («Believe it or not: how much can we rely on published data on potential drug targets?»)
4ον, πριν 11 μήνες ο C. Glenn Begley, πρώην διευθυντής ερευνών κατά του καρκίνου στην αμερικανική πολυεθνική φαρμακευτική εταιρεία Amgen και ο Lee M. Ellis, ογκολόγος στο MD Anderson Cancer Center του Houston δημοσίευσαν στο Nature την έρευνα «Drug development: Raise standards for preclinical cancer research» στην οποία δείχνουν ότι από τις 53 «πολλά υποσχόμενες» έρευνες στον τομέα της ογκολογίας και της αιματολογίας, οι 47 δεν στάθηκε δυνατό να επαναληφθούν με τα ίδια αποτελέσματα.
Εστω κι αν μερικά από τα αποτελέσματα του Ελληνα επιστήμονα αμφισβητήθηκαν, έστω κι αν οι απόψεις του δρ. Ιωαννίδη τον φέρνουν συχνά απέναντι στα ειωθότα της επιστημονικής κοινότητας, α) ακόμη δεν έχει καταστεί δυνατό να διαψευστούν τα συμπεράσματά του και β, τόσο η μεθοδολογία του όσο και ο προσηνής χαρακτήρας του τον έχουν κάνει από τους πλέον δημοφιλής και σίγουρα πιο πολυδιαβασμένους μετα-αναλυτές που υπάρχουν.


Που οφείλεται η αστοχία πολλών ερευνών;
Ο δρ. Ιωαννίδης έχει κληθεί πολλές φορές να απαντήσει. Μια απάντηση, δεν υπάρχει. «Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχει λάθος στην μεθοδολογία ή στο υπό έλεγχο δείγμα ή στο αρχικό ερώτημα. Συχνά, το λάθος οφείλεται στο ότι τα αποτελέσματα βγήκαν με «εξαντλητικό βασανισμό» των δεδομένων. Είτε από το ζήλο του ερευνητή για διάκριση, είτε εξαιτίας πολιτικών ή οικονομικών πιέσεων από τον φορέα, το Μέσο ή την βιομηχανία φαρμάκων. Δεν είναι τυχαίο ότι μελέτες που χρηματοδοτούνται από την βιομηχανία είναι πολύ πιο πιθανό να δώσουν θετικά αποτελέσματα. Σε μια πρόσφατη δημοσίευση στο PNAS δείξαμε ότι αυτό ισχύει στις αμερικανικές μελέτες στις επιστήμες ψυχολογίας και συμπεριφοράς. Είδαμε ότι πιθανότατα επειδή οι Αμερικανοί επιστήμονες είναι κάτω από μεγάλη πίεση να βγάλουν σημαντικά αποτελέσματα ώστε να χρηματοδοτηθούν, είναι πιο πιθανό να δημοσιεύσουν αποτελέσματα που είναι ακραία».

Οφείλουμε στο εξής να αγνοούμε τις επιστημονικές έρευνες;
Βεβαίως και όχι, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε επιφυλακτικοί, υπομονετικοί. Και οπωσδήποτε, να ελέγχουμε τα στοιχεία της (που δημοσιεύτηκε, από ποιους κτλ). Αλλά υπάρχουν και έρευνες τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε. Οπως για παράδειγμα, όσες σχετίζουν τον καρκίνο με το κάπνισμα. Στο πεδίο αυτό έχει πράγματι αποδειχθεί: αν κατορθώναμε να εξαλείψουμε το κάπνισμα, θα μπορούσαμε να αποσοβήσουμε 90 από τους 100 καρκίνους του πνεύμονα και πολλούς ακόμα. Στην Ελλάδα, κατ’ αντιστοιχία, μιλάμε για περίπου 10.000 θανάτους τον χρόνο και περίπου 5 δισεκατομμύρια ευρώ κόστος για την κοινωνία μας!

Ποια ήταν η σημαντικότερη φάση της καριέρας σας μέχρι σήμερα;
Είναι δύσκολο να απομονώσω μια συγκεκριμένη φάση. Το όμορφο στην ζωή γενικότερα, και ακόμα περισσότερο στον χώρο της επιστήμης, είναι η συνέχεια, η εξέλιξη και οι διαρκείς αιφνιδιασμοί και προκλήσεις που παρουσιάζονται συνεχώς μπροστά σου και που πρέπει να απαντήσεις. Συχνά διαπιστώνω ότι σε βάθος χρόνου έχω κερδίσει περισσότερο από εμπειρίες όπου συνάντησα δυσκολίες, όπου οι προσπάθειές μου φαίνονταν ατελέσφορες, όπου κατάλαβα ότι τελικά μάλλον δεν ξέρω τίποτα -τίποτε δεν πάει χαμένο τελικά.

Ποια θεωρείτε ως την μεγαλύτερη πρόκληση για τη συνέχεια;
Να συνεχίσω να αιφνιδιάζομαι από νέα ερεθίσματα και νέες δυνατότητες, να μπορώ να συνεχίσω να αμφισβητώ τις ίδιες μου τις θεωρίες και το ίδιο μου το έργο. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος κάποιος να επαναπαυθεί στις δάφνες του και να συνεχίσει να κάνει το ίδιο πράγμα, έστω με κάποιες μικρομεσαίες παραλλαγές. Ειδικά όταν φτάνει στο σημείο να έχει ευρεία διεθνή αναγνώριση και αποδοχή και υποστήριξη το έργου του, ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να μετατραπεί σε απολίθωμα της επιτυχίας του. Είναι ζωτική ανάγκη να μπορείς να δημιουργείς καινούργια πράγματα συνέχεια. Εχω συνεργαστεί μέχρι τώρα στην καριέρα μου με πάνω από 2.000 επιστήμονες (οι 250 περίπου είναι Ελληνες) με τους οποίους έχουμε γράψει μαζί επιστημονικές εργασίες, κυρίως νέους ανθρώπους. Ελπίζω να συνεχίσουν να βρίσκονται νέοι άνθρωποι να με αμφισβητούν και να μου δίνουν εναύσματα για νέες περιπέτειες.

Ποιες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις προκειμένου ένας επιστήμονας να φθάσει στο σημείο να θεωρείται influential;
Χρειάζεται εμμονή, σκληρή δουλειά και να χαίρεσαι σε μέγιστο βαθμό αυτό που κάνεις. Σκληρή δουλειά χωρίς ενθουσιασμό θυμίζει κάτεργο. Με ενθουσιασμό μόνο χωρίς σκληρή δουλειά δεν πας μακριά. Χρειάζονται και τα δύο. Οταν είσαι πραγματικά ενθουσιασμένος με κάτι, μπορεί να σε απορροφήσει 24 ώρες την ημέρα, ακόμα και όταν κοιμάσαι, η σκέψη σου συνεχίζει να δουλεύει.

Που οφείλεται το γεγονός ότι οι περισσότεροι νέοι στην εποχή μας δεν έχουν ως πρότυπο σημαντικούς επιστήμονες και ερευνητές;
Πιθανότατα δεν βλέπουν πολλά γνήσια παραδείγματα για να καταλάβουν τι σημαίνει επιστήμονας και ερευνητής. Η σοβαρή επιστήμη δεν έχει το μερίδιο που θα έπρεπε στον δημόσιο διάλογο. Οι περισσότεροι που κυκλοφορούν εμφανώς στο δημόσιο χώρο με κάποια πανεπιστημιακή/ακαδημαϊκή ετικέτα προέρχονται κυρίως από άλλα (φτηνά) ανέκδοτα – πολιτικά, κομματικά, παραθρησκευτικά, δημοσιογραφικά, διαπλεκόμενα, κ.ο.κ. Επίσης πολλοί σοβαροί επιστήμονες είναι τόσο ερωτευμένοι με αυτό που κάνουν που δεν έχουν χρόνο για δημόσιες σχέσεις, ειδικά σε ένα περιβάλλον όπου οι δημόσιες σχέσεις απαιτούν λαϊκισμό (δεξιό, κεντρώο, ή αριστερό, το ίδιο κάνει), ταπεινούς συμβιβασμούς, και υποβάθμιση της ποιότητας. Είναι χρήσιμο όμως να μπορέσει κάποιος να δώσει σε νέους ανθρώπους θετικά παραδείγματα για να τα διερευνήσουν σαν τρόπο ζωής.

Τι χάνει κάποιος ο οποίος θεωρεί την καριέρα των ερευνητών μια «βαρετή, αποστειρωμένη ζωή;»
Χάνει μοναδικές εμπειρίες. Η έρευνα είναι μια περιπέτεια, ένα υπέροχο, συναρπαστικό παιχνίδι, που το μόνο που δεν θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω είναι βαρετό και αποστειρωμένο. Η επιστήμη και η έρευνα αντενδείκνυται σοβαρά για κάποιον που του αρέσει η ρουτίνα, η μετριότητα, η καθίζηση στην καθημερινότητα. Η επιστήμη και η έρευνα αντενδείκνυται σε όποιον δεν θέλει να γνωρίζει συνέχεια νέους, έξυπνους, δημιουργικούς, ενδιαφέροντες ανθρώπους, και να ταξιδεύει, είτε με το νου είτε και φυσικά – π.χ. παίρνω περίπου 1,000 προσκλήσεις να δώσω ομιλίες σε όλο τον κόσμο κάθε χρόνο και μπορώ να ανταποκριθώ σε πολύ λίγες από αυτές. Τέλος η επιστήμη και η έρευνα αντενδείκνυται σε όσους δεν θέλουν να προσφέρουν κάτι που μπορεί τελικά να φανεί πολύ χρήσιμο και σημαντικό για το κοινωνικό σύνολο.

Τι, κατά τη γνώμη σας, είναι αυτό που σας κάνει Ελληνα;
Νομίζω ότι είναι ένα κράμα από ριζωμένες συγγένειες, εικόνες, τοπία, και μνήμες με γεωγραφικό εντοπισμό ή ψυχολογική αναφορά στον ελλαδικό χώρο, αλλά κυρίως είναι η Ελληνική γλώσσα. Αν και όλο μου σχεδόν το επιστημονικό έργο είναι στα αγγλικά (όπως λίγο-πολύ της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας των επιστημόνων σήμερα, από όπου και αν προέρχονται), η γλώσσα που σκέφτομαι και που με αντιπροσωπεύει εκφραστικά κατά βάθος είναι κυρίαρχα η Ελληνική. Με ποιο τρόπο γίνεται αυτό, μπορεί να το δει κάποιος στα Ελληνικά βιβλία μου, για παράδειγμα στην «Τοκάτα για την Κόρη με το Καμένο Πρόσωπο» που δημοσιεύτηκε στις εκδόσεις Κέδρος το 2012 και στις «Παραλλαγές Πάνω στην Τέχνη της Φυγής και Ενα Απονενοημένο Ριτσερκάρ» επίσης από τις εκδόσεις Κέδρος.

Οπως παρακολουθείτε τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα από το εξωτερικό, ποιο θεωρείτε ότι είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα σε αυτήν;
Η έλλειψη αξιοκρατίας και ο συμβιβασμός με την απολυταρχική βασιλεία της μετριότητας. Οταν δεν υπάρχει αξιοκρατία, ο ενθουσιασμός σε μια ομάδα και η διάθεση για σοβαρή προσπάθεια καταστρέφονται. Οι ικανοί αποσύρονται στην σιωπή τους ή φεύγουν τελείως όσο γίνεται πιο μακριά, στην επιφάνεια επιπλέουν οι χειρότεροι και οι χειρότεροι διαλέγουν και προκρίνουν τους ακόμα χειρότερους. Οι υπόλοιποι που μαρτυρούν αυτή την τραγική έκπτωση με την αδόκητη επικράτηση σοβαροφανών γελωτοποιών, προσπαθούν απλώς να επιβιώσουν, το συνολικό όραμα και οι προσδοκίες μειώνονται και τελικά εξαφανίζονται.
Με στενοχωρεί ότι στο δημόσιο διάλογο η συνταγή που διακινείται έχει την μορφή «είμαστε κακοί, μέτριοι, απατεώνες, οι χειρότεροι, και πρέπει να προσπαθήσουμε να διορθωθούμε κουτσά στραβά, ώστε να γίνουμε οι δεύτεροι από το τέλος». Ποιος σοβαρός, άξιος, ικανός άνθρωπος μπορεί να έχει ως στόχο μέγιστης επιτυχίας την δεύτερη θέση από τον πάτο σαν άτομο, σαν ομάδα, σαν κοινωνία, σαν έθνος, σαν κράτος; Αδικούμε τους εαυτούς μας, όταν δεν τους αφήνουμε το περιθώριο να οραματιστούμε και να πολεμήσουμε με όλες μας τις δυνάμεις να γίνουμε οι καλύτεροι των καλύτερων σε δημιουργικότητα, καινοτομία, ανθρωπιά, και κοινωνική προσφορά. Δεν είδα ποτέ κανέναν να εμπνέεται από την μεμψίμοιρη μιζέρια ή τον μισαλλόδοξο κυνισμό -έμπνευση δίνει μόνο η αριστεία.

«Ενα νέο ινστιτούτο κηρύσσει τον πόλεμο στην κακή επιστήμη».
Ετσι περιέγραφε ο Economist την είδηση για την ίδρυση του Κέντρου METRICS (Meta-Research Innovation Centre) στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ. Κι αυτό γιατί αποστολή του Κέντρου είναι να δώσει ώθηση στην δουλειά των «μετα-ερευνητών», δηλαδή των ειδικών που «ερευνούν τις έρευνες» άλλων επιστημόνων, για να ελέγξουν την εγκυρότητά τους.
Συνιδρυτής του Ινστιτούτου είναι ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο οποίος θεωρείται από τους σημαντικότερους διεθνώς «μετα-ερευνητές» στον χώρο της βιοϊατρικής, με άρθρα που φανερώνουν πως η εγκυρότητα δεν είναι ο κανόνας. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα, η μελέτη του το 2005 με τίτλο «Γιατί τα ευρήματα των περισσότερων δημοσιευμένων επιστημονικών ερευνών είναι αναληθή», που δείχνει πως υπερβαίνει το 50% η πιθανότητα να καταρριφθεί στην πορεία μια ανακάλυψη.
Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων μέχρι το 2010, ο δρ Ιωαννίδης υποστηρίζει πως φιλοδοξία του METRICS είναι να μειωθεί η πιθανότητα κατάρριψης σε όλους τους τομείς. «Η επιστήμη είναι η καλύτερη ελπίδα του ανθρώπου για να λύσει τα προβλήματά του, επομένως πρέπει να την βοηθήσουμε να γίνει πιο αποτελεσματική», λέει χαρακτηριστικά.

Πώς μπορεί το METRICS να βελτιώσει την αξιοπιστία της επιστήμης;
Κατ’ αρχάς θα συνεχίσουμε να κάνουμε «έρευνα πάνω στην έρευνα», ώστε να αναδείξουμε τις καλές επιστημονικές πρακτικές. Στόχος είναι επίσης μέσω συνεδρίων να έρθουμε σε επαφή με «μετα-ερευνητές» από διαφορετικές γνωστικές περιοχές –π.χ. από την πληροφορική ή τις νευροεπιστήμες– για να ανταλλάξουμε ιδέες και να δοκιμάσουμε αν πρακτικές που είναι αποτελεσματικές σε έναν κλάδο θα άξιζε να εφαρμοσθούν και αλλού. Με τη συνεργασία, στοχεύουμε να βελτιώσουμε την τεκμηρίωση των ίδιων των «μετα-ερευνών» και των προτάσεων στις οποίες θα καταλήξουμε. Τέλος, θα επιδιώξουμε να προωθήσουμε αυτές τις προτάσεις σε φορείς βασικούς στη λειτουργία της επιστήμης, όπως στους υπεύθυνους των περιοδικών ή τους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.

Ποιες αδυναμίες υπάρχουν συνήθως στις επιστημονικές έρευνες που έχουν αδύναμη τεκμηρίωση;
Ενα συχνό πρόβλημα είναι πως οι μελέτες βασίζονται σε μικρό μέγεθος δείγματος, κάτι που αυξάνει την πιθανότητα σφάλματος των όποιων αποτελεσμάτων. Αλλες φορές, δεν έχει γίνει ο καλύτερος δυνατός ο σχεδιασμός – για παράδειγμα, όταν η έρευνα για την αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου δεν διεξάγεται μέσω μιας τυχαιοποιημένης ελεγχόμενης μελέτης. Μπορεί επίσης στην πορεία να παρέμβει ο επιστήμονας στην διαδικασία, καταργώντας έτσι στην πράξη την τυχαιότητα του δείγματος.

Πού οφείλονται τέτοιες πρακτικές;
Αν και η έρευνα γίνεται στην συντριπτική πλειονότητα από ανθρώπους με εξαιρετικές προθέσεις, είναι εύκολο να εμφιλοχωρήσουν διάφορων ειδών μεροληψίες (π.χ. ακαδημαϊκές). Παράλληλα, οι επιστήμονες βρίσκονται υπό τρομερή πίεση για συνεχείς ανακαλύψεις. Οταν η χρηματοδότηση κάθε πρότζεκτ γίνεται με κριτήριο τα αποτελέσματα που αυτό υπόσχεται, γίνεται σχεδόν αναγκαιότητα να «χειριστεί» κανείς τα δεδομένα, για να δείξει πως όντως βρήκε κάτι καινούργιο. Στην περίπτωση μελετών που χρηματοδοτούνται από την βιομηχανία, εμπλέκονται βέβαια και οικονομικά κίνητρα.

Πιστεύετε πως το πρόβλημα αφορά περισσότερο συγκεκριμένους επιστημονικούς τομείς;
Νομίζω πως υπάρχουν «νησίδες» υψηλής αξιοπιστίας σε κάθε κλάδο, αν και τέτοιες νησίδες είναι περισσότερες στις φυσικοχημικές επιστήμες, απ’ ό,τι στη βιοϊατρική, την κοινωνιολογία ή την ψυχολογία. Επίσης, η κατάσταση δεν είναι στατική: στη γενετική, για παράδειγμα, μέχρι πριν από λίγα χρόνια κάθε επιστήμονας έψαχνε ποιοι από τους 20 εκατομμύρια γενετικούς πολυμορφισμούς συνδέονται με συγκεκριμένες ασθένειες. Η τεράστια βιβλιογραφία που παράχθηκε κυριολεκτικά κατέρρευσε, όταν οι γενετιστές στην Δύση αποφάσισαν να θέσουν κοινούς και αυστηρότερους κανόνες και να σαρώσουν όλο το γονιδίωμα, αφήνοντας τα ίδια τα δεδομένα να «μιλήσουν». Στην κατάσταση που βρισκόταν πριν από μία περίπου δεκαετία η γενετική, βρίσκεται σήμερα η διατροφική επιδημιολογία – οι έρευνες δηλαδή που συσχετίζουν συστατικά τροφίμων με νόσους.

Ωστόσο, ακόμη και σήμερα δημοσιεύονται έρευνες με την προσέγγιση που υποτίθεται ότι έχει αφήσει πίσω της η γενετική.
Το σύστημα δημοσίευσης έχει κι αυτό τα προβλήματά του: εκτός από τις έγκριτες επιστημονικές επιθεωρήσεις, υπάρχουν περιοδικά (ακόμη και αγγλόφωνα) που λειτουργούν σαν δεξαμενές απορρόφησης χρημάτων – δημοσιεύοντας όποιο άρθρο σταλεί, αν πληρωθούν. Πριν από λίγους μήνες, συνεργάτης του Science έφτιαξε μια εργασία «μαϊμού», γεμάτη με κάθε είδους σφάλμα. Την έστειλε σε 300 και πλέον περιοδικά, από τα οποία το 60% την δημοσίευσε.

Εχετε σημάδια πως δεν θα βρεθεί μπροστά σε τοίχο το METRICS, στην περίπτωση που προσπαθήσει να προωθήσει κάποιες καλές επιστημονικές πρακτικές;
Η αίσθηση που έχω από χρηματοδοτικούς φορείς όπως τα Εθνικά Ινστιτούτα των ΗΠΑ είναι πως αναγνωρίζουν ότι κάτι πρέπει να αλλάξει. Πριν από δύο μήνες, ο διευθυντής των Ινστιτούτων δήλωσε πως θα εισαχθούν ορισμένες προϋποθέσεις για τις χρηματοδοτούμενες έρευνες, ώστε να γίνει πιο εύκολη η ανεξάρτητη επικύρωση των αποτελεσμάτων τους.

Τέτοιες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να κάνουν πιο αποτελεσματική και τη χρηματοδότηση;
Σε πρόσφατη σειρά άρθρων μας στο Lancet, υπολογίσαμε πως περίπου το 85% της ερευνητικών κονδυλίων στην βιοϊατρική ουσιαστικά πάει χαμένο. Πιστεύω πως αυτό το ποσοστό μπορεί να μειωθεί σημαντικά.
Τι σχέση έχουν το κάπνισμα, τα παντζάρια και ο καρκίνος.

Το 2012 υπολογίσατε πως το 75% των ερευνών που συσχετίζουν κάποιο τρόφιμο με τον καρκίνο έχει αδύναμη επιστημονική τεκμηρίωση. Τι θα συμβουλεύατε τον μέσο αναγνώστη, ο οποίος βομβαρδίζεται συνεχώς από ειδήσεις που έχουν να κάνουν με την υγεία του και στις οποίες, όπως είναι φυσικό, δίνει ιδιαίτερο βάρος;
Ο πολίτης πρέπει να «φιλτράρει» τις ειδήσεις, έτσι, στην περίπτωση που πρόκειται για ένα πρωτοεμφανιζόμενο εύρημα, τότε θα πρέπει να το αντιμετωπίσει απλώς ως μια ενδιαφέρουσα πληροφορία. Αλλα τέτοια «φίλτρα» είναι αν το συγκεκριμένο αποτέλεσμα προέκυψε από μία ή περισσότερες μελέτες, αν η έρευνα έγινε από μία ή περισσότερες επιστημονικές ομάδες, όπως και αν το δείγμα στο οποίο βασίσθηκε ήταν μικρό ή μεγάλο.

Πιστεύετε πως μερίδιο ευθύνης έχουν και τα ΜΜΕ, με τον τρόπο που παρουσιάζουν τα αποτελέσματα των ερευνών;
Νομίζω πως το ρεπορτάζ για μια επιστημονική ανακάλυψη θα πρέπει να περιλαμβάνει τον βαθμό βεβαιότητας ή αβεβαιότητάς της. Για παράδειγμα, μπορεί τα παντζάρια να μειώνουν όντως τον κίνδυνο καρκίνου, κάτι που όμως ίσως σημαίνει ότι σε 1.000 ανθρώπους που θα εμφάνιζαν την νόσο, θα γλίτωναν το πολύ 10. Από την άλλη μεριά, ο δημοσιογράφος θα πρέπει να αναφέρει πως η συσχέτιση του καπνίσματος με τον καρκίνο αγγίζει το 100%. Αν δεν αναφέρονται αυτά τα ποσοστά, τότε δημιουργείται σύγχυση στον κόσμο, δίνοντάς του την αίσθηση πως τα παντζάρια και το κάπνισμα έχουν την ίδια βαρύτητα.