Ο ROBERT ZARETSKY είναι καθηγητής Σύγχρονης Γαλλικής Ιστορίας στο Honors College του Πανεπιστημίου του Χιούστον και συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο Catherine & Diderot: The Empress, The Philosopher, and the Fate of the Enlightenment [1].
Ήταν η καλύτερη εποχή, όταν -σοκαριστικά ξαφνικά- έγινε η χειρότερη εποχή. Μια επιδημία χτύπησε το πιο ισχυρό έθνος του κόσμου, κατέστρεψε την οικονομία του και απείλησε με κατάρρευση τους αστικούς και πολιτικούς θεσμούς του. Σε έναν κόσμο που ήδη επιβαρυμένο από εντάσεις μεταξύ αντίπαλων εθνών και φυσικών καταστροφών από ξηρασίες έως λιμούς, η επιδημία ήταν ωστόσο το «πιο καταστροφικό και θανατηφόρο» γεγονός. Ξεκίνησε λοιπόν το καλοκαίρι του 430 π.Χ. όταν, όπως λέει ο Έλληνας ιστορικός Θουκυδίδης στην Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου, «η επιδημία άρχισε να εμφανίζεται στους Αθηναίους».
Ένας άντρας στην αρχαία Ρωμαϊκή Αγορά στην Αθήνα, τον Μάρτιο του 2020.
Costas Baltas / Reuters
--------------------------------------------------------------
Αν και έχουν περάσει δυόμισι χιλιετίες από τότε που ο Θουκυδίδης έγραψε αυτές τις λέξεις, η ιστορία του, ή η «έρευνά» του, σχετικά με τις αιτίες και τις συνέπειες του πολέμου που τερμάτισε την αθηναϊκή υπεροχή στον ελληνικό κόσμο, αντηχεί σήμερα. Ο Θουκυδίδης δεν θα αισθανόταν έκπληξη αν το μάθαινε αυτό -εξάλλου, διακήρυξε ότι είχε γράψει «ένα κτήμα για όλες τις εποχές». Οι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων, μεταξύ άλλων, έχουν συμφωνήσει με αυτόν τον ισχυρισμό. Έχοντας προσελκυστεί στην φαινομενικά απαθή περιγραφή και διάγνωση των γεγονότων από τον αρχαίο Έλληνα, αυτοί οι μελετητές τον χαιρέτησαν όχι μόνο ως τον πατέρα της ιστορίας αλλά και ως τον πατέρα των πολλών αποχρώσεων του ρεαλισμού, από τον κλασικό ρεαλισμό έως τον νεορεαλισμό και μέχρι τον επιθετικό ρεαλισμό.
Αλλά στην πραγματικότητα, ο Θουκυδίδης ήταν λιγότερο θεωρητικός από όσο ήταν ηθικολόγος. Το θέμα του δεν ήταν η διεθνής δυναμική περισσότερο, ας πούμε, από όσο ήταν για τον Σοφοκλή η δυναμική των γενεών. Αντ' αυτού, και οι δύο αυτοί συγγραφείς -ο καθένας από τους οποίους βίωσε και έγραψε για την επιδημία- εξερεύνησαν την ανθρώπινη κατάσταση και εξήγαγαν ορισμένα ηθικά συμπεράσματα. Όπως κάνει ο Σοφοκλής με την ανταπόκριση του Οιδίποδα στην επιδημία στην Θήβα, το ίδιο κάνει και ο Θουκυδίδης με την ανταπόκριση των Αθηναίων στην επιδημία στην πόλη τους: Εξετάζει τις ηθικές επιπτώσεις ορισμένων πράξεων, εξωραΐζοντας κάποιες και κατακρίνοντας άλλες. Αν ο Θουκυδίδης είχε δίκιο ότι η «πορεία των ανθρώπινων πραγμάτων» δεν αλλάζει ποτέ, τα διδάγματα που προσφέρει στην δική του καταγραφή για την επιδημία μπορεί να είναι διδάγματα σχετικά με την δική μας.
Οι σύγχρονοι μελετητές έχουν από καιρό προβληματιστεί για την φύση της ασθένειας που κατέστρεψε την Αθήνα, με τις υποψήφιες ασθένειες να κυμαίνονται από την χολέρα και την γρίπη έως τον τύφο και τον έμπολα. Αλλά προφανώς, ο Θουκυδίδης δεν ενδιαφερόταν για την προέλευση ή τα αίτιά της -το μόνο που μέτρησε ήταν ότι επρόκειτο για μια επιδημία σαν καμία άλλη. Από τη μια στιγμή στην άλλη, έντονοι πονοκέφαλοι θα έπλητταν υγιείς ανθρώπους, ακολουθούμενοι από φτέρνισμα, βραχνάδα και φλεγμονή. Ο πόνος έπειτα «έφτανε στο στήθος, προκαλώντας σκληρό βήχα». Ταλαιπωρημένοι από άλλες εσωτερικές διαταραχές, οι πάσχοντες υπέφεραν μέχρι μια εβδομάδα πριν πεθάνουν. Κάποιοι «πέθαναν σε παραμέληση, άλλοι στο κέντρο κάθε προσοχής». Εξαιτίας της πρωτοφανούς φύσης της νόσου, οι γιατροί πέθαναν πιο γρήγορα από εκείνους που προσπάθησαν να θεραπεύσουν. Οι θεοί, επίσης, αποδείχθηκαν άχρηστοι. Οι συνηθισμένες ικεσίες και θυσίες, μένοντας αναπάντητες, σύντομα τερματίστηκαν.
Αυτή η πιο «καταστροφική και τρομερά θανατηφόρα θεομηνία», μια [θεομηνία] «σχεδόν πολύ οδυνηρή για να την αντέξει η ανθρώπινη φύση», συνέτριψε όχι μόνο το φυσικό σώμα αλλά και το πολιτικό σώμα. Ο τεράστιος αριθμός των κρουσμάτων κατέκλυσε τους θεσμούς της πόλης. Οι παραδοσιακές ταφικές παραδόσεις εγκαταλείφθηκαν γρήγορα, με τους δρόμους και τους ναούς να έχουν ψηλούς σωρούς από τα σώματα των νεκρών και εκείνων που πέθαιναν. Όσοι ήταν ακόμα ζωντανοί, τσακισμένοι από την σφοδρότητα του γεγονότος, «έγιναν εντελώς αδιάφοροι για τα πάντα, είτε ιερά είτε άσεμνα». Με την έκλειψη του «φόβου των θεών ή του νόμου των ανθρώπων», η αναρχία έγινε ο κανόνας καθώς οι άντρες «αποτολμούσαν με ηρεμία αυτό που είχαν κάνει στο παρελθόν μόνο όταν ήταν σε δυσκολία».
Οι ιστορικοί υπολόγισαν ότι περίπου το 30% του πληθυσμού της πόλης των 200.000 ατόμων πέθανε από την επιδημία. Αυτός ο αριθμός γίνεται πιο εκπληκτικός από το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης, ο οποίος αλλού στην ιστορία του παρέχει ακριβείς αριθμούς στρατιωτών και υλικών, δεν προσφέρει ακριβείς αριθμούς για εκείνους που πέθαναν από την επιδημία. Οι αριθμοί, φαίνεται, είναι επουσιώδεις. Αντ' αυτού, καταλήγει την αφήγησή του με μια εσκεμμένη φράση: «Αυτή ήταν η φύση της συμφοράς, και έπεσε βαριά στους Αθηναίους˙ ο θάνατος να μαίνεται μέσα στην πόλη και η καταστροφή απ’ έξω».
ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΚΑΙ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Ο Θουκυδίδης αφηγείται την επιδημία αμέσως μετά το πιο γνωστό απόσπασμα του έργου του: Τον επικήδειο λόγο που ο Περικλής εκφωνεί φαινομενικά για να επαινέσει τους πολίτες-στρατιώτες που έπεσαν στη μάχη, αλλά εξίσου για να επαινέσει τους νόμους της πόλης. Αλλά η λέξη «νόμους» επίσης περιλαμβάνει τις παραδόσεις και τα έθιμα -τους κανόνες- μιας κοινωνίας. Ο Περικλής παρουσιάζει την αθηναϊκή κοινωνία ως μια κοινωνία του μέτρου και της μετριοπάθειας: Τολμηρή αλλά ποτέ βιαστική, ανοιχτή αλλά πάντα σε επαγρύπνηση, ανιδιοτελή αλλά και οδηγημένη από φωτισμένο προσωπικό συμφέρον. Τέτοιες ιδιότητες, δηλώνει, καθιστούν την Αθήνα ένα «σχολείο για όλη την Ελλάδα».