Γράφει ο Ηλίας Καραβόλιας
Διδάσκεται στα τμήματα οικονομικών επιστημών και μάλλον θα διδάσκεται αιωνίως. Αναφέρομαι στην έννοια της αυτορρύθμισης της αγοράς μέσα από την εκκαθάριση σε κάθε κλάδο. Και αναρωτιέμαι πόσο αφελείς ήμασταν στα νιάτα μας να πιστεύουμε τέτοιες θεωρίες.
Πόσο αδαείς ήμασταν ώστε να γοητευόμαστε από τον νόμο της προσφοράς-ζήτησης, απο το αόρατο χέρι, τη θεωρία της αποτελεσματικής αγοράς, τα άριστα σημεία ισορροπίας. Παντού βλέπαμε την αρχή της εντροπίας, παντού διαβάζαμε ωραία γραφήματα και συναρτήσεις που έδειχναν καμπύλες να μετατοπίζονται προς τις περίφημες δίκαιες τιμές.
Μια συνάρτηση μόνο μας έκρυβαν επιμελώς τα δυτικά μας πανεπιστήμια: αυτή του πανικού όταν καταρρέει η διεθνής οικονομία. Όπως τώρα. Με αφορμή ένα αόρατο μικρόβιο. Όπως όταν ξεσπούν οι συχνές τραπεζικές και νομισματικές κρίσεις που ενδυναμώνουν τις τάσεις για αναδιάρθρωση του συστήματος και μετατοπίζουν συνεχώς τα όρια αντοχής του.
Ζούμε στον αστερισμό της αναποτελεσματικότητας των αγορών.Το παγκόσμιο lockdown έχει μηδενίσει το κοντέρ του κέρδους και πυροδότησε εκείνο των ζημιών για εταιρείες και κράτη. Και προσέξτε τώρα. Ενώ τα δεύτερα είναι διασώστες των πρώτων, αυτά τα ίδια τα κράτη απο μόνα τους πρέπει να αυτοσυντηρηθούν με τη γνωστή και πανάρχαια μέθοδο: απώθηση του χρέους προς το μέλλον.
Με κοινωνικοποίηση όμως χρεών και ελλειμμάτων, πάντα. Κάπως έτσι τα διαγράμματα με την άνοδο του κλάσματος «δημόσιο χρέος/ΑΕΠ» καθώς και αυτά με το φούσκωμα των ισολογισμών των κεντρικών τραπεζών, μοιάζουν με προσομοιωτικά κάτοπτρα ενός δυστοπικού μέλλοντος.
Όχι, δεν θα σταθώ σε αριθμητικά στοιχεία και νούμερα. Η Πολιτική Οικονομία είναι το ζητούμενο εδώ και όχι η Μακροοικονομική Ανάλυση και η Χρηματοοικονομία. Στο κέντρο των αναλύσεών μας μετά την πανδημία πρέπει να είναι τα απλά καθημερινά μεγέθη: το κόστος ζωής, ο μισθός, το επιτόκιο, οι ώρες εργασίας, η κατανάλωση, τα δάνεια, η ανεργία μέσα σε κάθε σπιτικό. Αυτά δεν ρυθμίζονται εύκολα. Δεν ισορροπούν. Ξεφεύγουν απο την ορθόδοξη συστημική θεωρία.
Δεν τα πιάνουν τα νεοκλασικά αξιώματα ευστάθειας των μακροοικονομικών μοντέλων και αυτά της βελτιστοποίησης των παραδοχών. Διότι λειτουργεί μια και μόνο παραδοχή στην ουσία: πόσο αντέχουν κεντρικές τράπεζες και κρατικοί προϋπολογισμοί να τροφοδοτούν με χρήμα τις οικονομίες. Πόσο η συνάρτηση του πανικού θα διαγράψει τροχιά στο διάγραμμα της οικονομικής πραγματικότητας.
Όλες οι κυβερνήσεις αυτή την περίοδο σώζουν/επιδοτούν/δανειοδοτούν αεροπορικές εταιρείες, βιομηχανίες, «εθνικούς πρωταθλητές». (και φυσικά στο τέλος θα σώσουν-ως συνήθως- και τις διαρκώς καταρρέουσες τράπεζες).
Και αφού κατανοείται από όλους πιστεύω ότι αυτές οι διασώσεις και τα ελλείμματα θα βαρύνουν τις επόμενες γενιές, είναι να αναρωτιέται κανείς: πώς άραγε η τρέχουσα ρευστότητα (ακούγαμε για κάποια τρισ.), με ημερομηνία λήξης, όλων αυτών των εταιρικών κολοσσών που σώζονται από τις κυβερνήσεις, συσχετίζεται με τα διανεμόμενα κέρδη προηγούμενων ετών;
Δηλαδή πόσες άραγε επανεπενδύσεις σε πάγιο κεφάλαιο, ανθρώπινο δυναμικό και λοιπές λειτουργικές ανάγκες έκαναν οι κολοσσοί από τα κέρδη τους και όχι από δάνεια και έκδοση ομολόγων (χρέος); Πόσες πωλήσεις ιδίων μετοχών έκαναν οι μεγαλομέτοχοι για να ενισχύσουν αναπτυξιακά πλάνα; Ακούγομαι σαν να μην έχω στοιχεία και απλώς παραθέτω συνθηματικές ανορθόδοξες αμφιβολίες.
Γελιέσαι, φίλε αναγνώστη. Τα στοιχεία υπάρχουν. Απλούστατα δεν μας δίδαξαν στις σχολές να διαβάζουμε στους ισολογισμούς πού πάνε ακριβώς τα κέρδη των μεγάλων ομίλων. Δεν μας έμαθαν να παρατηρούμε πόσο από το κέρδος διανεμήθηκε στους μετόχους, πόσα δικαιώματα επί των μετοχών (stock options) πήραν οι μάνατζερς ως bonus συν τα χρυσά τους συμβόλαια.
Δεν μας έμαθαν να βλέπουμε πόσο επηρεάζει τις χαώδεις διαφορές μισθών μεταξύ διοίκησης-απλών εργαζομένων, η μερισματική πολιτική κάθε κολοσσού. Ξέρατε για παράδειγμα ότι το 2017 ένας διευθύνων σύμβουλος μίας εκ των πέντε κορυφαίων εταιρειών μόδας στον κόσμο έβγαλε σε μόλις τέσσερις ημέρες όσα θα βγάλει μία εργαζόμενη σε βιοτεχνία ρούχων στο Μπαγκλαντές σε όλη της τη ζωή; (βλ. Έκθεση Oxfam 2018)
Γιατί με αυτές τις πρακτικές εταιρικής διαχείρισης και διακυβέρνησης, φθάσαμε στο πιο κρίσιμο μέγεθος μόλις τρία χρόνια πριν ξεσπάσει η πανδημία: το 82% του πλούτου που παρήχθη το 2017 πήγε στα χέρια του πλουσιότερου 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ τα 3,7 δισ. ανθρώπων που αποτελούν το φτωχότερο μισό του πλανήτη δεν είδαν κάποια αύξηση στην περιουσία τους! (βλ.Έκθεση Oxfam 2018).
Ο βαθμός αυτοχρηματοδότησης απο ίδια κεφάλαια για την ανάπτυξη και τη βιωσιμότητα των μεγάλων επιχειρήσεων είναι λοιπόν το ένα ζητούμενο.
Zητούμενο όμως είναι και το αν σε μεγάλο βαθμό η ανάπτυξή τους εδώ και μια 10ετία είναι προϊόν ανεξέλεγκτων δανείων και έκδοσης ομολόγων.
Το χρέος λοιπόν των επιχειρήσεων (εξαιρουμένων των τραπεζών) έσπασε το φράγμα των 72 τρισ. δολαρίων την τελευταία δεκαετία σκαρφαλώνοντας στο 92% του παγκόσμιου ΑΕΠ (βλ. Moody's, Iανουάριος 2020). Και φυσικά επειδή αυτό το χρέος πάει όχι μόνο στην αναδιάθρωση παλαιών χρεών αλλά και στην επέκταση των εταιρειών, με το να επιβιώνουν τόσα χρόνια σημαίνει ότι κάνουν κερδοφόρους τζίρους.
Δηλαδή, τα νοικοκυριά ψωνίζουν τα εμπορεύματα και τις υπηρεσίες τους. Πώς τα ψωνίζουν τα νοικοκυριά; Όχι μόνο απο τους μισθούς και τα εισοδήματά τους αφού το χρέος και αυτών έχει επίσης αυξηθεί στα 46 τρισ. δολάρια την τελευταία 10ετία (βλ. Moody's, Ιανουάριος 2020).
Κάπου εδώ, και αφού μας ήλθε ο κορωνοϊός και η πανδημία, εμφανίζεται και ο κρατικός πυροσβέστης στο θέατρο της οικονομίας. Καθηλώθηκε επί 3 μήνες η παραγωγή και η κατανάλωση, οι εταιρείες μπαίνουν στις ζημίες και εξαντλούν πλέον τη ρευστότητά τους. Τα χρέη τρέχουν και οι κυβερνήσεις, μέσω και των κεντρικών τραπεζών, διασώζουν με εγγυήσεις και δάνεια τις εταιρείες αυτές.
Παράλληλα, δημιουργώντας μελλοντικά ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους και αύξηση στο δημόσιο χρέος (που θα επιβαρύνει φυσικά τους φορολογούμενους πολίτες) επιδοτούν -και σωστά κάνουν- με νεοκεϋνσιανές πολιτικές, μισθούς και μερική απασχόληση χωρίς όμως παράλληλα να αυξάνουν παραγωγικές δημόσιες επενδύσεις (σφάλμα που θα έχει μεγάλες συνέπειες στη μακροπρόθεσμη ισορροπία).
Έτσι θα τονωθεί ξανά -έστω και προσωρινά- η ζήτηση και η κατανάλωση. Αλλά πλέον με μειωμένους μισθούς: δηλαδή με μειωμένη αγοραστική δύναμη για τα νοικοκυριά αλλά και με χαμηλότερο μισθολογικό κόστος για τις επιχειρήσεις. Δηλαδή αυτές θα ξαναγυρίσουν έστω και με δυσκολία σε κάποια κέρδη ενώ θα έχουν φυσικά διασωθεί απο χρεοκοπία. Πώς; Με συμπαιγνία κρατών-τραπεζών τα εταιρικά χρέη θα πάνε στο απώτερο μέλλον (κάποια ίσως πάνε και στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας). Καλώς ήλθατε στον μοχλευμένο Καπιταλισμό του 21ου αιώνα...
ΥΓ. Αυτόν τον Καπιταλισμό επίσης «ξέχασαν» να μας το διδάξουν, ως πιθανό μοντέλο, στα πανεπιστήμια. Εκτός και αν έλειπα εγώ απο εκείνο το μάθημα...