21 Φεβρουαρίου 2020

Ο μοναχικός δρόμος της μέσης Αγγλίας

Του Νίκου Ξένιου
Kαθώς εσωτερικός διχασμός σπαράσσει την Αγγλία του Brexit, ο Τζόναθαν Κόου (Worcestershire, 1961) στη Μέση Αγγλία –σε εκπληκτική μετάφραση της Άλκηστης Τριμπέρη– παρακολουθεί την ιδιωτική πορεία διάφορων τύπων Βρετανών, κάνοντας ένα σύνθετο κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο. Η μέση ηλικία, δοσμένη με χιούμορ και ματιά συμπάθειας, η μέση αντίληψη, η «μεσότητα», όχι πλέον ως «βρετανική αίσθηση του μέτρου», αλλά ως «μετριότητα», διέπει τον καμβά των –κατά βάσιν μελαγχολικών– συζητήσεων του βιβλίου. 
Η εποχή και η αίσθηση του χρόνου που κυλά
Σε προσωπικό επίπεδο οι γάμοι δεν οδήγησαν πουθενά, οι ζωές των ανθρώπων κύλησαν χωρίς να γίνουν αντιληπτές οι απώλειες, γενικότερα ο χρόνος που κυλά είναι θεμελιώδες ζήτημα που διατρέχει το μυθιστόρημα.
Κεντρικό ζήτημα του μυθιστορήματος είναι η απώλεια των εικόνων του παλιού Μπέρμιγχαμ, μαζί με μια βαθύτατη νοσταλγία που αναφέρεται σ’ αυτήν. Πολλά χρόνια πήγαν χαμένα σε έριδες, σε ανώφελες συγκρούσεις, σε οδομαχίες χαρακτηριστικής σκληρότητας. Σε προσωπικό επίπεδο οι γάμοι δεν οδήγησαν πουθενά, οι ζωές των ανθρώπων κύλησαν χωρίς να γίνουν αντιληπτές οι απώλειες, γενικότερα ο χρόνος που κυλά είναι θεμελιώδες ζήτημα που διατρέχει το μυθιστόρημα. Ήδη στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφεται μια διαδρομή οδήγησης του ήρωα «μέσα από τις πόλεις Μπρίντγκνορθ, Άλβλι, Κουάτ, Ματς Βένλοκ και Κρέσατζ», κοντά στη λεωφόρο M54, και αντίστροφα, σε ένα σκηνικό ελαφρώς άψυχο, στερημένο από την ανθρώπινη παρουσία, με την αύρα μιας παλιάς, ξεχασμένης pub στην άκρη του δρόμου. 
Γίνεται συχνή αναφορά στο όριο ταχύτητας με δεξιοτεχνικό τρόπο: η υπέρβαση ενός τέτοιου ορίου γίνεται αφόρμηση για το ψυχογράφημα δύο κεντρικών ηρώων και αφορμή για τη γνωριμία και τον γάμο τους: τον γάμο του πραγματιστή καθηγητή οδικής συμπεριφοράς Ίαν και της εικοσιεπτάχρονης Σόφι, που είναι ιστορικός της τέχνης. «Χρονομετρώντας», τρόπον τινά, την οδήγηση με τις επιταχύνσεις και επιβραδύνσεις της, ο συγγραφέας μετατρέπει το κείμενό του σε κινηματογραφικό «travelling» μέσα από τα νοσταλγικά τοπία που επιλέγει ως «Μέση Αγγλία».  Ως μαιτρ των αφηγηματικών μεταβάσεων που είναι, ανακόπτει την εξέλιξη της δράσης από παράγραφο σε παράγραφο και παρεμβάλλει άλλες, απρόσμενες αφηγήσεις, όπως εκείνη με τη συναρπαστική δεκαήμερη κρουαζιέρα του ζευγαριού στη Βόρεια Θάλασσα και την επίσκεψη στην Αγία Πετρούπολη, που λειτουργεί ως συγκριτικό κάδρο πολιτισμού.
Το πολιτικοκοινωνικό σκηνικό
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θίγει τον «βρετανικό» τρόπο ζωής (ως και το κυνήγι της αλεπούς), με αποτέλεσμα η βρετανικότητα να θυσιάζεται στον βωμό ενός «απάτριδος» προτύπου ζωής νεοφιλελεύθερου, ρηχού, και παγκοσμιοποιημένου.
Ενταγμένα στο χρονικό εύρος της αφήγησης, που φτάνει έως το 2018, θίγονται και σχολιάζονται: οι εκλογές του 2010 και ο Κάμερον, οι ταραχές του 2011, η έπαρση για τη «γαμάτη Αγγλία» των Ολυμπιακών του 2012, ο Ντόναλντ Τραμπ και οι αμερικανικές εκλογές, η Συρία, η Κορέα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Εμανουέλ Μακρόν και οι ευρωσκεπτικιστές τύπου Πέντε Αστέρων που στις Ευρωεκλογές συγκέντρωσαν το 17,07%, το ζήτημα της μετανάστευσης, το Brexit, τη σταδιακή μετάλλαξη του Λονδίνου σε τοπίο μπρουταλιστικής αρχιτεκτονικής και σε ιδιοκτησία των αράβων εμίρηδων – σχολιάζεται ακόμη και το facebook. Οι «παλιοί» Άγγλοι νιώθουν αδικημένοι από τους μετανάστες που, κατά την άποψη των πιο ρατσιστών ανάμεσά τους, «τους κλέβουν τις δουλειές». Η παραδοσιακή Δεξιά θα χάσει τον μπούσουλα, οι politically correct της ευρύτερης Αριστεράς θα αναλάβουν να διαδραματίσουν τον ρόλο του διαμαρτυρόμενου, θεωρώντας πως τάχατες εκπροσωπούν το εκλογικό σώμα, ο Νάιτζελ Φάρατζ  είναι ένας λαϊκιστής που επιδεικνύει την υποτιθέμενη «ηθική του ανωτερότητα».
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θίγει τον «βρετανικό» τρόπο ζωής (ως και το κυνήγι της αλεπούς), με αποτέλεσμα η βρετανικότητα να θυσιάζεται στον βωμό ενός «απάτριδος» προτύπου ζωής νεοφιλελεύθερου, ρηχού, και παγκοσμιοποιημένου. Λίγο πριν πεθάνει, ο πατέρας του ήρωα ψηφίζει εξ αποστάσεως υπέρ του Brexit, δηλώνοντας για τον παλιό τρόπο ζωής: «Life then was better, simpler, easier!» Η νεότερη γενιά εγκαταλείπει τη γηραιά Αλβιόνα. Με πλήρη απώλεια της αίσθησης του μέτρου, η «παλιά» Αγγλία πεισμώνει και θα αναδιπλούται, συγχέοντας τα κοινά με τον ιδιωτικό βίο. Ο Μπέντζαμιν ακούει το τραγούδι «Adieu to old England» στον παλιό μύλο που έχει μετατρέψει σε κατοικία, διερχόμενος φλεγματικά τη δική του, προσωπική κρίση πολιτιστικής ταυτότητας. Δίπλα, ένα ποτάμι κυλά συνεχώς στον ίδιο ρυθμό.
alt
Λεπτομέρεια πίνακα της Lisa Graa Jensen
Οι πρωταγωνιστές και η «ξωτικοχώρα» που ονειρεύονται
Ο Τζόναθαν Κόου φαίνεται να αποδίδει τη σύγχιση περιγραμμάτων που ταλανίζει τους ήρωες στην απώλεια ελέγχου του «παλαιού κόσμου», τη συνθήκη που υπάρχει πίσω από τις ιδεολογικές ή άλλες προσδοκίες τους, πίσω από τις ενοποιητικές ή τις διαχωριστικές (discriminating) στάσεις ζωής τους.
Η πινακοθήκη του βιβλίου περιλαμβάνει ικανό αριθμό πορτρέτων: αυτό του πενηντάχρονου Μπέντζαμιν Τρότερ (ήρωα, σε νεαρή ηλικία, της Λέσχης των Τιποτένιων και, σε ενήλικη φάση, του Κλειστού Κύκλου), που πασχίζει να γράψει το Gesamtkunstwerk του –το chef d’oeuvre του, το αριστούργημά του– για τον έρωτα της ζωής του χωρίς να είναι σε θέση να διαχειριστεί την έκταση του κειμένου του. Με ξεκαρδιστικό χιούμορ ο συγγραφέας συνθέτει «επιτροπή επιμέλειας» από φίλους και τον παλιό καθηγητή του Μπέντζαμιν, ώστε από το ιδιαίτερα εκτενές του χειρόγραφο απομένουν διακόσιες σελίδες αξιόλογης πρόζας. Ο Τζόναθαν Κόου αυτοσαρκάζεται και, παράλληλα, σκιαγραφεί τη ματαιότητα των εκμυστηρεύσεων που κάνουν κάποιοι συγγραφείς με το πρόσχημα της λογοτεχνίας.
Ψηφίδα ψηφίδα στήνεται και το πορτρέτο της αδελφής του, της Λόις, που τραυματίστηκε και έχασε τον σύντροφό της σε ένα βομβαρδισμό του Μπέρμιγχαμ. Αντίστοιχα ενδιαφέρουσες είναι οι προσωπογραφίες του πρόσφατα χηρεύσαντα πατέρα του, που διαφοροποιείται ιδεολογικά απ’ αυτόν, του παλιού του φίλου Νταγκ, αριστερόστροφου δημοσιογράφου που διατηρεί στήλη σε μιαν εφημερίδα και της ηλικιωμένης Ελένα, χαρακτηριστικής ρατσίστριας με επίφαση μητρικής γλυκύτητας, που απηχεί τις απόψεις του Ήνοκ Πάουελ. Ο Τζόναθαν Κόου φαίνεται να αποδίδει τη σύγχιση περιγραμμάτων που ταλανίζει τους ήρωες στην απώλεια ελέγχου του «παλαιού κόσμου», τη συνθήκη που υπάρχει πίσω από τις ιδεολογικές ή άλλες προσδοκίες τους, πίσω από τις ενοποιητικές ή τις διαχωριστικές (discriminating) στάσεις ζωής τους.
alt
Ο Jonathan Coe γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1961.
Σπούδασε φιλολογία στο Trinity College του
Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ και είναι διδάκτωρ του
Πανεπιστημίου του Γουόρικ.
Εργάστηκε παράλληλα ως μουσικός, συνθέτοντας τζαζ,
και ως δημοσιογράφος, διατελώντας τακτικός
συνεργάτης της εφημερίδας 
The Guardian και ως κριτικός
κινηματογράφου του 
New Statesman.
Για το βιβίο του Μέση Αγγλία 
τιμήθηκε με το
Prix du Livre Europeen (2019).




Νοσταλγία για «χαμένες πατρίδες» και «post-Brexit counseling»
Η περιπλάνηση του αναγνώστη στο ξεκάθαρο σκηνικό της Μέσης Αγγλίας και η επιμονή στην απόδοση της λεπτομέρειας δεν αίρουν την κυρίαρχη αίσθηση μιας Βρετανίας κάπως εγκαταλελειμμένης. Αυτό, νομίζω, αποτελεί πρόθεση του συγγραφέα. Έπειτα από το δημοψήφισμα, η Σόφι, θεωρητικός της ιστορίας της τέχνης, παρότι από έλλειψη πολιτικής ορθότητας χάνει τη θέση της στο πανεπιστήμιο, βιώνει απώλεια ταυτότητας λόγω του Brexit.  Μετά το δημοψήφισμα απομακρύνεται από τον σύντροφό της Ίαν, επειδή κατά την άποψή της είναι ανταγωνιστικός. Αντίστοιχα, ο Ίαν υποστηρίζει ότι οι λευκοί άγγλοι ετεροφυλόφιλοι έχουν χάσει τη θέση που τους αρμόζει στη Βρετανία του σήμερα, χαρακτηρίζοντας «φούσκες» τις απόψεις της Σόφι. Θύματα και οι δύο της εργασιακής ανασφάλειας, θα συμφιλιωθούν μετά από σεμινάριο συμβουλευτικής, όπου θα τους τεθεί το ερώτημα γιατί η πολιτική ενδοέβαλε στη συζυγική τους ζωή. Με βάση τις απαντήσεις τους, γίνεται η διάγνωση πως «κάτι πολύ βαθύτερο συμβαίνει, κάτι που είναι πολύ δύσκολο να επιλυθεί».
«Αν κανείς διαβάσει τη Μέση Αγγλία του Τζόναθαν Κόου δεν θα αναρωτηθεί γιατί άργησαν τόσο οι Βρετανοί να αποφασίσουν την έξοδό τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά γιατί άργησε τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση να τους πετάξει έξω με τις κλωτσιές!»
Όταν λήγει ο πολιτικός διάλογος κι εξαντλούνται τα παλιά πολιτικά επιχειρήματα, το μυθιστόρημα γίνεται πιο γλαφυρό: η Σόφι είναι μια από τους remainers, μια φιλοευρωπαΐστρια που δεν ανέχεται τη συντηρητική Αγγλία, τη γεμάτη «χόμπιτς» που νοσταλγούν το Σάιρ, απολιθώματα που θέλουν τη Μέση Αγγλία να παραπέμπει στη Μέση Γη του Τόλκιν. Αντίθετα, ο Ίαν, η Ελένα και κάποιοι άλλοι μικροαστοί εγγλέζοι της υπαίθρου είναι οι κύριοι υποστηρικτές του Brexit, διακείμενοι εχθρικά προς κάθε μη Βρετανό. Δεν ήταν άστοχη η τοποθέτηση εκείνου του κριτικού που έκανε για το βιβλίο του Κόου την παρακάτω χιουμοριστική διαπίστωση: «Αν κανείς διαβάσει τη Μέση Αγγλία του Τζόναθαν Κόου δεν θα αναρωτηθεί γιατί άργησαν τόσο οι Βρετανοί να αποφασίσουν την έξοδό τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση: θα αναρωτηθεί γιατί άργησε τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση να τους πετάξει έξω με τις κλωτσιές!».
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Τα σπλάχνα» (εκδ. Κριτική).

altΜέση Αγγλία
Τζόναθαν Κόου
Μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη
Πόλις 2019
Σελ. 608, τιμή εκδότη €20,00
alt