7 Αυγούστου 2019

ΜΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ

του Βασ. Χασιώτη

Το ζήτημα του εκσυγχρονισμού της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και της ίδιας της κυβέρνησης, από καιρού εις καιρόν, έρχεται στο προσκήνιο ως μια επιδίωξη επιτακτικού και φιλόδοξου συνάμα χαρακτήρα, όπως και αν αυτή η επιδίωξη βαφτίζεται τη κάθε φορά («αλλαγή», «εκσυγχρονισμός», «επανίδρυση», κ.λπ.).

Θα μείνουμε εδώ στο ζήτημα της λειτουργίας της ίδιας της κυβέρνησης, την οποία, η νέα κυβέρνηση που προέκυψε κατά τις πρόσφατες εθνικές βουλευτικές εκλογές, φιλοδοξεί να της προσδώσει ένα «επιτελικό» χαρακτήρα.
Μεταξύ άλλων κρίσεων και επικρίσεων που δέχτηκε το σχετικό νομοσχέδιο του οποίου η διαβούλευση μόλις τώρα τέλειωσε, υπήρξαν και εκείνες οι τοποθετήσεις που εκφράζουν ανησυχίες για την «πρωθυπουργοκεντρική» προσέγγιση του νέου μοντέλου διακυβέρνησης και τις «υπερεξουσίες» που φαίνονται να συγκεντρώνονται στον πρωθυπουργό, άμεσα ή έμμεσα.

Σε ό,τι με αφορά για το ζήτημα των «αρμοδιοτήτων» του πρωθυπουργού, θα επαναλάβω μια παλαιότερη δημοσιοποιημένη θέση μου επί του θέματος. Έτσι, την εικόνα ενός πρωθυπουργού «στη γυάλα», ο οποίος θεωρούσε τα τεκταινόμενα στη χώρα αλλά και στην ίδια τη κυβέρνησή του «μακροσκοπικά», περιοριζόμενος (μέσω του «πρωθυπουργικού γραφείου» ή πιο περιεκτικά «το Μαξίμου») να καλύπτει ή να κρατά αποστάσεις ακόμα και για πράξεις των ίδιων του των υπουργών, ή απλώς να «σημειώνει» τις πράξεις τους σε μπλοκάκια, την κατανοούσα ως στρατηγική του εκάστοτε κυβερνώντος κόμματος να διαφυλάσσει ως ύστατη γραμμή αμύνης το πλέον εμβληματικό πολιτικό του κεφάλαιο το οποίο αποτελούσε ο αρχηγός του -που ήταν, κατά κανόνα και ο πρωθυπουργός-, εναντίον της φυσιολογικής φθοράς που προκαλεί η άσκηση της εξουσίας, το οποίο πολιτικό κεφάλαιο έρχονταν να καλύψει το κενό που άφηνε η «ανάλωση» του λοιπού κομματικού πολιτικού και κυβερνητικού «αποθέματος», όμως, αυτή την ανωτέρω κατανοητή κομματική στρατηγική, ουδέποτε την αποδέχτηκε ως πολιτικά και δεοντολογικά ορθή.

Ο πρωθυπουργός, δεν επιτρέπεται να «θεάται μακροσκοπικά» τα τεκταινόμενα στη χώρα και τη κυβέρνησή του. Δεν είναι το αντίστοιχο ενός «Προέδρου χωρίς εκτελεστικές αρμοδιότητες» για να χρησιμοποιήσω ένα παράδειγμα ανάλογο από το χώρο των μεγάλων επιχειρήσεων, στις οποίες η ανώτατη εκτελεστική εξουσία -συνήθως- ανατίθεται στον «διευθύνοντα σύμβουλο» (εξόν και αν οι δύο θέσεις -Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος- συμπίπτουν καταστατικά). Ο πρωθυπουργός, με βάση το ισχύον Σύνταγμα της Χώρας μας, δεν είναι καν πρώτος μεταξύ ίσων, primusinter pares, είναι απλώς «πρώτος». Μάλιστα, με βάση τον τρόπο που αναδεικνύονται οι ηγεσίες των δύο άλλων πυλώνων της Δημοκρατίας (Βουλή – Δικαιοσύνη) αλλά και του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας, είναι ουσιαστικά ο Αρχηγός του Κράτους, ένας τίτλος που τυπικά μονάχα ανήκει στον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Αν προσωπικά, υπάρχει κάτι που θα με ανησυχούσε αναφορικά με το ζήτημα της «συγκέντρωσης της εξουσίας» στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, είναι ακριβώς το γεγονός, ότι ο εκάστοτε πρωθυπουργός, ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, στην ουσία, είναι επικεφαλής και της Βουλής και της Δικαστικής εξουσίας, αφού έχει την εξουσία να ορίζει τις ηγεσίες των κατά άλλα «διακριτών» και «αυτόνομων» αυτών Πολιτειακών θεσμών, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει -και σημαίνει πολλά. Το ζήτημα τώρα, της εκχώρησης της εκτελεστικής εξουσίας στην κυβερνητική και δημόσια γραφειοκρατία, βεβαίως, είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, το οποίο όμως, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την συνταγματικά καθοριζόμενη εξουσία του πρωθυπουργού, η οποία ούτε ενισχύεται ούτε και μειώνεται όταν εκχωρείται σε υφιστάμενά του κλιμάκια (υπουργικά και όχι μόνο), διότι το ζήτημα της «εκτέλεσης» δεν αφαιρεί ποτέ την εξουσία του πρωθυπουργού να ελέγχει καθημερινά και εξονυχιστικά το τι τεκταίνεται στη κυβέρνησή του, στον κρατικό μηχανισμό αλλά και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα γενικότερα. Έτερον εκάτερον.